Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Alex Turner είναι ένας δεινός μουσικός χαμαιλέων. Ξεκίνησε ως οργισμένος νέος της εργατικής τάξης που τραγουδούσε θορυβώδεις και ταχείς post punk ύμνους , στη συνέχεια ανακάλυψε (με τον Miles Kanes) τη μαγεία των 60s, μετά πέτυχε στο δρόμο του τον Josh Homme και μυήθηκε στο desert rock, ενώ στο τελευταίο άλμπουμ των Arctic Monkeys Suck it and See απότισε φόρο τιμής στην indie pop των Smiths. Ταυτόχρονα έχει πετύχει κάτι σπάνιο για indie μπάντα, όλα τα άλμπουμ του συγκροτήματός του να καρφωθούν στο νούμερο 1 του βρετανικού chart. Όλα αυτά θα ήταν αρκετά για να καταγραφεί ο μόλις 27 ετών συνθέτης στο πάνθεον της εναλλακτικής ροκ σκηνής της Βρετανίας. Δεν είναι όμως αρκετά για τον ίδιο που με το τελευταίο δημιούργημα του συγκροτήματός του έβαλε στόχο να ξεπεράσει τα όρια του εναλλακτικού και να γίνει παγκόσμιο household name.
Τι καινούριο προσφέρει στη μουσική σκηνή το ΑΜ, επιχειρώντας να υλοποιήσει τους μεγαλεπήβολους στόχους του δημιουργού του; Χωρίς να προσφέρει κάτι ριζοσπαστικό, διευρύνει τον ορίζοντα μιας εναλλακτικής μπάντας προς το mainstream με πολύ διαφορετικό (και μάλλον πιο έξυπνο) τρόπο από τους Coldplay, πχ, οι οποίοι αποφάσισαν στον τελευταίο τους δίσκο να γίνουν Rihanna β’ διαλογής για να πουλήσουν στα 13χρονα. Παντρεύει το rock element που χρωστά πολλά στους Zeppelin, στους Sabbath και, βέβαια, στους QOTSA του συνεργάτη Homme με hip hop και R’n’B στοιχεία. Λειτουργεί το κόλπο; Εν μέρει. To Αrabella είναι απόδειξη ότι η φόρμουλα μπορεί να λειτουργήσει πολύ καλά, όταν υπάρχει ισόποση δόση και των δύο στοιχείων. Στις περιπτώσεις που το δεύτερο στοιχείο υπερτερεί (βλέπε One for the Road), η ενοχλητική ομοιότητα με Eminem και Dr. Dre (ενοχλητική, διότι το αποτέλεσμα ακούγεται ψευδεπίγραφο και βεβιασμένο) με ανάγκασε να μεταβώ άρον άρον στο επόμενο κομμάτι.
Τι ακούγεται καλό στο ΑΜ; Εκτός από το Arabella, θεωρώ πως οι Arctic Monkeys θριαμβεύουν (όπως και στο παρελθόν), όταν παίζουν στο «γήπεδό» τους. Τα singles Do I Wanna και R U Mine? έχουν τον αέρα του all time classic, με την πιάνο μπαλάντα, ειρωνικά τιτλοφορούμενη No 1 Party Anthem, αποδεικνύουν ότι συνεχίζουν την παράδοση εξαιρετικών love songs και το μοναδικό αμιγές κιθαριστικό pop κομμάτι του δίσκου – το a la Bunnymen Fireside – με έκανε να νοσταλγήσω έντονα το προηγούμενο άλμπουμ. Από εκεί και πέρα έχουμε να κάνουμε με ένα δίσκο του οποίου οι δημιουργοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν ανήκουν πια στο βροχερό Sheffield αλλά έχουν πολιτογραφηθεί στο ηλιόλουστο LA. Η προσπάθεια δεν είναι κακή και, κυρίως, δεν είναι κακοφτιαγμένη (άλλωστε ο Turner είναι τεχνίτης επιπέδου), όμως συχνά ακούγεται fake και υπερφίαλη. Όποιος ακούσει προσεκτικά το Why'd You Only Call Me When You’re High, ίσως καταλάβει τι θέλω να πω.
Πέτυχαν τελικά το στόχο τους οι Arctic Monkeys και ο φιλόδοξος Turner; Αναμφίβολα έγραψαν ένα άλμπουμ που θα κερδίσει τις εντυπώσεις και θα τους ανοίξει την πόρτα σε ένα νέο ακροατήριο. Από την άλλη ο καινούριος Turner που εμφανίζεται ως ο νέος Dean ή Elvis (η άφθονη μπριγιαντίνη στο μαλλί, το εξεζητημένο vintage ντύσιμο και οι μανιερισμοί του επί σκηνής – ιδίως στο περασμένο Glastonbury - έχουν φρικάρει τους συμπατριώτες του, οι οποίοι θεωρούν, μάλλον δικαίως, ότι ο τύπος την έχει ακούσει) και που δεν τραγουδάει πια για τη μικροαστική απόγνωση της γειτονιάς του, αλλά για τα babes στην Καλιφόρνια έχει χάσει σε αυθεντικότητα και φλερτάρει με τη γραφικότητα. Για την ώρα ο συνθετικός πλούτος και η δύναμη του γραψίματος τους διασώζουν. Δεν θα ήθελα όμως ένα από τα πιο ελπιδοφόρα συγκροτήματα των τελευταίων ετών να εκφυλιστεί και να καταντήσει να παίζει για καλοθρεμμένους τζογαδόρους στα ξενοδοχεία του Vegas κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς.
7,5/10
Γιώργος Χριστόπουλος