Τον Δημήτρη Αρώνη ή Moa Bones, τον γνώριζα ως μέλος των Μodrec, αλλά δεν είχα ακούσει το προσωπικό του ντεμπούτο Aquarelles πριν τον δω να ανοίγει την τελευταία συναυλία των Wovenhand στο Fuzz. Η έκπληξή μου ήταν, πρέπει να πω, μεγάλη: ένας Έλληνας μουσικός, αντιμέτωπος με ένα κοινό που, όπως και να το κάνουμε, άλλα πράγματα είχε έρθει να ακούσει, κατόρθωσε να κερδίσει με άνεση τις εντυπώσεις και όλα αυτά παίζοντας folk, ένα είδος δηλαδή που καλώς ή κακώς δεν είναι τόσο δημοφιλές μεταξύ των εκπροσώπων της εγχώριας σκηνής.
Ο νέος δίσκος του ενδιαφέροντα αυτού καλλιτέχνη δεν ανοίγει, σίγουρα, νέους μουσικούς δρόμους. Tο ιδίωμα το οποίο τόσο πιστά υπηρετεί καλείται συνήθως new folk, όμως, και ας με συγχωρήσουν οι φίλοι της, ο χαρακτηρισμός new συχνά είναι καταχρηστικός. Δεν το λέω ως μομφή, ούτε με διάθεση περιπαικτική, πολύ περισσότερο. Απλώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν έχουμε να κάνουμε με νεωτερική προσεγγίση της folk, επομένως ο όρος "new" περισσότερο αποτελεί χρονικό προσδιορισμό. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση του Spun. Προσοχή όμως: Ό,τι ο δίσκος τυχόν χάνει λόγω υπέρμετρου, ίσως, κλασικισμού (που δεν αναιρείται από κάποιες ηλεκτρονικές πινελίες και κάποια πιο μοντέρνα, ας πούμε, ενορχηστρωτικά τερτίπια), κερδίζει και μάλιστα με τον πλέον επάξιο τρόπο σε συνθέσεις αλλά και σε ερμηνεία. Πράγματι, τα φωνητικά μου άρεσαν πολύ, ακριβώς επειδή δεν επιδιώκουν την τελειότητα, αλλά βάζουν σε πρώτο πλάνο το συναίσθημα. Μου άρεσε η ικανότητα του Αρώνη να γράφει όμορφες, ουσιαστικές, γήινες μελωδίες, όπως επίσης το ανακάτεμα country στοιχείων. Στα αδύνατα, συγκριτικά πάντοτε, σημεία του δίσκου κατατάσσονται κάποιες blues πινελιές ιδίως στα The Journey και Hey).
Με δύο λόγια: αν κάποιος αντιμετωπίσει την κυκλοφορία αυτή, αλλά και τον συγκεκριμένο τραγουδοποιό ως αξιοπερίεργο, ακριβώς διότι το συγκεκριμένο μουσικό ιδίωμα δεν ενδημεί στα μέρη μας, καλά θα κάνει να το ξανασκεφτεί, γιατί το Spun τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από αντίστοιχες καλές αμερικανικές, για παράδειγμα, κυκλοφορίες και, πιστέψτε με δεν υπερβάλλω, με μία όμως απαραίτητη υποσημείωση: εκεί που ο δίσκος κερδίζει πραγματικά, είναι οι συνθέσεις που έχουν κάπως περισσότερη ενέργεια (η έννοια είναι σχετική, φυσικά, μιλάμε για έναν ακουστικό – ηλεκτρακουστικό, στην βάση του δίσκο). Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα Take It All Away, που θυμίζει τον Johnny Cash της ύστερης περιόδου και το Once Upon A Time που λοξοκοιτάζει προς τον Dylan, θαυμάσιες συνθέσεις και οι δύο. Είναι ακριβώς οι συνθέσεις που αναπαράγουν πιστότερα το συναίσθημα που μου είχε δημιουργήσει η ζωντανή εμφάνιση για την οποία μίλησα παραπάνω. Για να μην είμαι άδικος, πάντως, οι καλές στιγμές δεν εξαντλούνται εδώ. Ακούστε, για παράδειγμα πόσο καλογραμμένη μελωδία έχει το Old Days. Προσέξτε ακόμη το Come On με τα πολύ όμορφα θέματα στην κιθάρα και θα κατανοήσετε αυτό ακριβώς που έλεγα πιο πάνω: ο κλασικισμός δεν είναι απαραίτητα ελάττωμα, όταν υπάρχει γνώση αλλά και αγάπη του μουσικού αντικειμένου, όπως συμβαίνει εδώ.
Συνολικά, το Spun είναι άλλη μία αξιόλογη κυκλοφορία από την εγχώρια σκηνή. Πραγματικά, εδώ έχουμε έναν καλλιτέχνη με ενδιαφέρουσα μουσική γραφή, άριστη γνώση του μουσικού του αντικειμένου και, άρα, πολλές δυνατότητες το πράγμα να πάει ακόμη παραπέρα.
7/10