Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2018 13:39

Felt - A Decade in Music [Part II] (Cherry Red Records, 2018)

Written by 

Στο πρώτο τμήμα της πραγματικά μεγάλης αυτής κυκλοφορίας, που παρουσιάστηκε στις 23 Ιανουαρίου και μπορείτε να θυμηθείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο, εκτίθενται αρκετά από όσα πρέπει να γνωρίζετε για τους Felt. Η αρχικά πανέμορφα μελαγχολική και ακολούθως αρκετά «ζωντανή», όπως θα ξαναέχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε στους δίσκους που ακολουθούν, μπάντα από το Birmingham συνέδεσε το το όνομά της με την εντυπωσιακή underground σκηνή της εποχής και κυκλοφόρησε τους δίσκους της σε σημαντικές ανεξάρτητες εταιρείες. Τα τέσσερα από τα πέντε πρώτα ήδη παρουσιασμένα άλμπουμ ανήκουν στην Cherry Red Records, ενώ το πέμπτο στην Creation Records. Το μέρος της ιστορίας τους που αφορά την Creation Records συνεχίζεται εδώ μετα Forever Breathes the Lonely Word, Poem of the River, The Pictorial Jackson Review και Train Above the City, ενώ παρουσιάζεται και ο τελευταίος δίσκος που ηχογράφησαν με τίτλο Me and a Monkey on the Moon, ο οποίος βγήκε από την el Records. Φυσικά, και οι δίσκοι αυτοί, που έχουν γίνει remastered από τον ίδιο τον Lawrence Hayward και τον Kevin Metcalfe, φτάνουν σε εμάς μαζί με σπάνιες 7” κυκλοφορίες, πλούσιο φωτογραφικό υλικό και αφίσες συναυλιών.

 

Forever Breathes the Lonely Word (1986)

Για πολλούς αυτό το άλμπουμ θεωρήθηκε ως το κορυφαίο των Felt. Ο Alan McGee έχει δηλώσει πως το θεωρεί ως το καλύτερο που κυκλοφόρησε στην Creation Records, ενώ ο Hamish MacBain έγραψε στο ΝΜΕ το 2011 ότι το αριστούργημα αυτό του Lawrence ήταν ο πρώτος αληθινός κλασικός δίσκος της εταιρείας. Ο νεοεισελθών στη μπάντα MartinDuffy έπαιξε Hammond όπως παλιά και οι Felt με τον αρχοντικό τους ήχο βρέθηκαν όσο πιο κοντά μπορούσαν να φτάσουν στο mainstream κοινό της εποχής, που ήταν απίστευτα πιο απαιτητικό και εκλεκτικό από ό,τι το αντίστοιχο σημερινό. Η φρέσκια πνοή των πλήκτρων δικεδικούσε τα πρωτεία από τον ήχο που έβγαζαν οι δύο κιθάρες και ο «συναγωνισμός» μόνο σε όφελος του τελικού ήχου μπορούσε να λειτουργήσει.

Το έκτο αυτό άλμπουμ τους είναι το πρώτο των Felt που δεν έχει έστω και μία ορχηστρική σύνθεση. Είχε πιο εμφανή pop διάθεση, ήταν πιο δυνατό από τα ατμοσφαιρικότερα προηγούμενα και κάποιες μελωδίες που είχαν τα φόντα να σου «κολλήσουν». Το All the People I Like are Those That are Dead αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πληρέστερη συνθετικά στιγμή του δίσκου, με τα επιβλητικά του keyboards και τα ιδιαίτερα φωνητικά του Lawrence, που μοιάζουν να έρχονται από το υπερπέραν, αλλά, κατά έναν περίεργο τρόπο, κατορθώνουν να βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Κάπως έτσι εξελίσσεται και η κατάσταση και στο Rain of Crystal Spires, όπου, παράλληλα, η όλη cool διάθεση συμπλέει με εμφανείς επιρροές του ευρύτερου ήχου της Creation. Το δε Down but Not Yet Out αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεξάρτητης κιθαριστικής rock της εποχής, που εμπεριείχε όλα εκείνα τα pop στοιχεία που την έκαναν μοναδική.

 

Poem of the River (1987)

Το Poem of the River είναι περισσότερο από κάθε προηγούμενη κυκλοφορία τους βασισμένο στα πλήκτρα, κυρίως λόγω της ισχυροποίησης της θέσης του Martin Duffy μετά την αποχώρηση του κιθαρίστα Maurice Deebank. Την ηχογράφηση και την παραγωγή έξι τραγουδιών (από τα οποία τελικά επιλέχτηκαν τέσσερα) έκανε ο Mayo Thompson των Red Krayola, ο οποίος «σεβάστηκε» απολύτως τα έως τότε δεδομένα και συνέχισε την ιστορία ακριβώς από το σημείο που την άφησε το Forever Breathes the Lonely Word, ενώ εμπλοκή κατά παρεγγελία στο remix είχε και ο Robin Guthrie (Cocteau Twins).

Το μικρό εισαγωγικό Declaration φλερτάρει ιδιόρρυθμα με τη rock και τον ήχο του Madchester, αποτελώντας όμως ένα τελείως διαφορετικό κομμάτι για το ευρύτερο ύφος της συγκεκριμένης κυκλοφορίας. Ξεχωριστή στιγμή αποτελεί το She Lives by the Castle, με το τεράστιο σόλο πλήκτρων που μεταφέρει 60s ατμόσφαιρα, ενώ στο πολύ σύντομο Stained Glass Windows in the Sky αποτυπώνεται το post-punk, παρά τον «αποπροσανατολισμό» των πλήκτρων, με τις αναφορές στους Sad Lovers & Giants να μοιάζουν αναπόφευκτες.Το Riding on the Equator είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια του δίσκου, με αυνήθιστα μεγάλη διάρκεια, που μεταφέρει αυτούσια όλη την κληρονομιά των προηγούμενων δίσκων. 

 

The Pictorial Jackson Review (1988)

Το The Pictorial Jackson Review μοιάζει να ήταν το σημείο χωρίς επιστροφή για τον Lawrence και τη μπάντα του. Από τότε, πόσο μάλλον σήμερα, έμοιαζε να αντικατοπτρίζει την αγωνία του δημιουργού του να παραμείνει μουσικά ενεργός σε συναφή αξιόλογα επίπεδα, αποφεύγοντας όμως τις επαναλήψεις. Κι εδώ ελλοχεύει ο κίνδυνος να βγάλει κανείς ένα κατώτερο των δυνατοτήτων του άλμπουμ, λόγω της σφοδρής επιθυμίας του να εκφραστεί με έναν ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Ο Lawrence εδώ θέλησε να βαδίσει πάνω στα αγαπημένα του χνάρια των Beach Boys και του Bob Dylan, γράφοντας τραγούδια μικρής διάρκειας, όσο πιο απομακρυσμένα γίνεται από τα ομιχλώδη τοπία του παρελθόντος.

Στο Christopher Street φαίνεται σαφώς η προσπάθειά τους να ακολουθήσουν ένα ελαφρώς διαφορετικό μονοπάτι, δίνοντας εντονότερο ρόλο στην κιθάρα, αλλά η νέα συνταγή βγαίνει κατώτερη των προσδοκιών και, τελικά, ανώφελα αγωνιώδης. Άλλες στιγμές νιώθουν την ασφάλεια και την υπεροχή του ήχου της Creation Records, εντασσόμενοι πλήρως στο ύφος της, με κλασικότερο παράδειγμα το Ivory Past. Το The Pictorial Jackson Review είναι, κατά τη γνώμη μου, η λιγότερο εμπνευσμένη δουλειά τους, παρά την καλή δουλειά που κάνουν τα πολύχρωμα πλήκτρα του Martin Duffy. Τραγούδια όπως το Under A Pale Light, που έχει το ύφος των προσωπικών δίσκων της όψιμης εποχής του Lou Reed, στάθηκαν στο υψος των περιστάσεων, αλλά -ευτυχώς- δεν αναχαίτησαν τη μεγάλη αλλαγή που επρόκειτο σύντομα να συμβεί.

 

Train Above the City (1988)

Πείτε πως φταίνε το jazz παρελθόν και παρόν μου. Κι όμως, δε μπορεί να είναι μόνο αυτά που με κάνουν να θεωρώ το συγκεκριμένο δίσκο, ως έναν από τους πιο όμορφους που έχουν ηχογραφήσει οι Felt. Έναν που θα γυρίσεις συχνά να ακούσεις, μια και παίρνει πιο εύκολα τα χρωματα της διάθεσης και της φαντασίας σου, όχι μόνο επειδή είναι πλήρως ορχηστρικός, αλλά και διότι αποτελείται από συνθέσεις με ιδιαίτερη ευαισθησία.Το Train Above the City είναι ο ένατος και μακράν ο πιο διαφορετικός δίσκος της μπάντας. O frontman Lawrence, ο οποίος έχει δηλώσει πως θεωρεί το συγκεκριμένο δίσκο ως τον καλύτερό τους, τυπικά απουσιάζει από τα credits, συνεισφέροντας μόνο τους τίτλους των συνθέσεων, όμως ήταν παρών στην ηχογράφησή του. Το σαφές, όπως ήδη έχετε καταλάβει, jazz ύφος ανήκει στον κιμπορντίστα της μπάντας Martin Duffy και στον ντράμερ Gary Ainge, οι οποίοι φέρονται ως μόνοι υπεύθυνοι.

Συνθέσεις όπως οι Spectral Morning, Teargardens και Book of Swords είναι πολύτιμες μέσα στην απλότητά τους. Ιδιαίτερα η τελευταία, όπου η jazz συνυπάρχει με τη νοσταλγική πλευρά των 70s, που εδώ και καιρό είχε αρχίσει να τρεμοσβήνει. Τα πρώτα κομμάτια είναι σαφέστερα προσανατολισμένα στη jazz, με το On Weegees Sidewalk να παραπέμπει στους Steely Dan, ενώ σταδιακά τα ηχοτοπία αποστασιοποιούνται ελαφρώς με άξονα κάποιες τάσεις που θα μπορούσε κανείς να εντάξει σήμερα στο neo-classical ρεύμα. Το Train Above the City προφανώς επιχειρεί να κάνει ό,τι δηλώνει με τον τίτλο του. Να μας (ανα)δείξει απλές καθημερινές στιγμές, που χάνουμε στην ανώφελη πολυπλοκότητα της καθημερινότητας. Και το κάνει, χρησιμοποιώντας μια μουσική έκφραση αρκετά «αντίθετη» από εκείνη που είχε καταξιώσει τη μπάντα. Κι αυτό δεν είναι μόνο τολμηρό, αλλά και πανέμορφο. 

 

Me and a Monkey on the Moon (1989)

Το κύκνειο άσμα των Felt κυκλοφόρησε μέσω της el Records, κλείνοντας τον κύκλο στην Cherry Red Records και την Creation Records. Η μεταπήδηση όμως στη μικρή ελιτίστικη el ήταν μια «βιαστική» επιλογή, απλώς και μόνο για να ολοκληρωθεί η κυκλοφορία δέκα δίσκων μέσα σε δέκα χρόνια, δεδομένου ότι ο Alan McGee είχε δεσμευτεί μεν για την κυκλοφορία του, αλλά όχι πριν το 1990. Σημειολογικά, αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως και στο ντεμπούτο τους, έτσι και στο τελευταίο άλμπουμ τους, επιχειρήθηκε να υπογράψει την παραγωγή ο τεράστιος Adrian Borland. Κι εδώ όμως τα πράγματα δεν είχαν ευτυχή κατάληξη, παρά το ότι ο ηγέτης των μυθικών The Sound μπήκε μαζί τους για μία εβδομάδα στο στούντιο και πρότεινε κάποιες αλλαγές και βελτιώσεις. Οι Felt ήταν πλέον τρίο, με τους σταθερούς Lawrence, Ainge και Duffy να πλαισιώνονται από το μπασίστα Robert Young (Primal Scream).

Το Me and a Monkey on the Moon είναι το πιο αυτοβιογραφικό άλμπουμ του Lawrence. Είναι πιο «ζωντανό» σχεδόν από όλα τα προηγούμενα, πιο ενταγμένο στην indie rock της εποχής με πιο σημαντικές τις κιθάρες και με γυναικεία δεύτερα φωνητικά, αλλά και πιο αποστασιοποιημένο από το post-punk, με κύρια εξαίρεση το She Deals ιn Crosses. Ο Martin Duffy είναι στα καλύτερά του, παίζοντας πιάνο, mellotron και διάφορα άλλα πλήκτρα. Το I Cant Make Love to You Anymore ανοίγει το δίσκο με λοξό χαμόγελο στην country καιτην Americana, ενώ το Free πιστοποιεί την αδυναμία του Lawrence στον Lou Reed. Οι ματιές προς τα 70s περιορίζονται στο πολύ καλό New Day Dawning και στο Down an August Path, ενώ ο φόρος τιμής στο ένδοξο παρελθόν αποτίεται μέσω των Cartoon Sky και Never Let You Go.

 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα