Στις 22 Φεβρουαρίου φτάνει στα χέρια μας από την Turtle Records ένας ακόμα ακυκλοφόρητος δίσκος της Βρετανικής jazz: η στούντιο session του Honesty, που υπογράφει το σεξτέτο του ντράμερ (Fat) John Cox. Ο ίδιος ο Cox σε συνέντευξη που είχε δώσει στο Melody Maker στις 14 Δεκεμβρίου του 1963 είχε δηλώσει πως η μπάντα του είναι ένα μοντέρνο jazz γκρουπ, το οποίο δε μοιάζει με κανένα του χώρου της Βρετανικής μοντέρνας σκηνής. Την εποχή εκείνη η παραδοσιακή jazz μεσουρανούσε στη Βρετανία και οι δίσκοι της σημείωναν εξαιρετικές πωλήσεις, κερδίζοντας το ευρύ κοινό και εξασφαλίζοντας σε κάποιους μουσικούς της φήμη ανάλογη με εκείνη των pop ειδώλων. Νέες μπάντες ξεφύτρωναν σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση, πασχίζοντας να ανανεώσουν τις επιρροές της Αμερικανικής jazz με την προσθήκη Βρετανικών στοιχείων.
Κι ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, ο John Ambrose Cox αποφάσιζε να ονομάσει το γκρουπ του Fat John Jazz Band και έπαιρνε την απόφαση να μετακομίσει από το Μπρίστολ στο Λονδίνο, όπως είχαν κάνει και οι πολύ επιτυχημένοι σύγχρονοί του ντράμερ Phil Seamen και Tony Kinsey. Κι αν όσα συνέβαιναν στο κλαμπ Six Bells του Chelsea ήταν μαγικά, στα μάτια του Cox δεν έμοιαζαν και τόσο εκθαμβωτικά, λόγω του ότι αυτός δεν ήθελε να συνδέσει το όνομά του άνευ όρων με το underground “mainstream” ρεύμα που κυριαρχούσε στο Λονδίνο στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Από μικρός στα μουσικά, αθεράπευτος λάτρης του bebop και των Afro-Cubists του σαξοφωνίστα και συνθέτη Kenny Graham, όπου έπαιζαν ο Seamen και ο Dicky Devere, τους οποίους θεωρούσε ισάξιους των Beatles και ταξίδευε μέχρι το Λονδίνο για να δει να παίζουν ζωντανά κάθε εβδομάδα. Κι έτσι έφτιαξε το πρώτο του συγκρότημα το 1962 και ηγήθηκε πολλών σχημάτων, τα οποία υπήρξαν ένα είδος θερμοκοιτίδας νέων ταλαντούχων jazz μουσικών. Μεταξύ αυτών σημειώνουμε τα ονόματα των Alan Skidmore, Art Themen, Harry Beckett, Dave Castle, John Mumford και Ron Mathewson.
Το Honesty, The Unreleased 1963 Studio Session βρίσκει τον Cox στα τέλη του 1963 να ηγείται σεξτέτου, το οποίο είχε πανέμορφο mainstream ήχο, χωρίς τους μεταγενέστερους πειραματισμούς της συνύπαρξης bop και Latin ρυθμών. Στα δύο cd της κυκλοφορίας, που ηχογραφήθηκαν στα Pye Studios παίζουν μαζί του οι Chris Pyne (τρομπόνι), Ray Warleigh (άλτο σαξόφωνο, φλάουτο), Tony Roberts (τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, κλαρινέτο), Peter Lemer (πιάνο) και Danny Thompson (μπάσο), ενώ επιπλέον κρουστά παίζει ο Andy Azaria.
Ουσιαστικά, η ηχογράφηση αυτή έγινε με αφορμή την πρόσκληση των Pye Studios για να ελεγχθεί το στούντιο και ο εξοπλισμός του και όχι η επίδοση της μπάντας. Το πολύ όμορφο και καθαρά επαγγελματικό διάρκειας ενενήντα λεπτών αποτέλεσμα περιλάμβανε γνήσια δείγματα mainstream jazz, τα οποία είχαν μείνει αρχειοθετημένα για πενήντα πέντε χρόνια! Η session περιλαμβάνει τις συνθέσεις Fictive του Pete Lemer και Blues For Snorty του Tony Roberts, που παίχτηκαν για πρώτη φορά. Ανάμεσα στις διασκευές ξεχωρίζουμε τις My Jelly Roll Soul του Charles Mingus, The Theme του Miles Davis, Sister Sadie του Horace Silver, Delilah του Victor Young, Watermelon Man του Herbie Hancock και Theme του Art Blakey.
Οι Peter Lemer και Tony Roberts, μεταξύ άλλων, έδωσαν υλικό και πληροφορίες στον Simon Spillett, ο οποίος έγραψε το κείμενο στο συνοδευτικό βιβλιαράκι, που είναι εμπλουτισμένο με φωτογραφίες του Henk Visser.