Η μέχρι τώρα πορεία του Nick Cave, του δίνει το «δικαίωμα» να κάνει κάτι, που δε θα άντεχε στην οποιαδήποτε μουσική «λογική» της εποχής μας. Τι; Απλά, να κυκλοφορήσει ένα δίσκο σαν το Ghosteen, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα τύχει σημαντικής ανταπόκρισης από το κοινό.
Βέβαια, όταν μιλάμε στην προκειμένη περίπτωση για το κοινό, μάλλον είναι ασφαλέστερο να υποθέσουμε ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας και μουσικού επιπέδου, που πιθανότατα είναι εξοικειωμένοι με τη μέχρι τώρα δουλειά του. Κι όμως, δε θα έλεγα πως αυτό είναι και απολύτως σίγουρο. Ναι, προφανώς δεν υπάρχουν νέοι μουσικοί που έχουν τα «κότσια» να βγάλουν σήμερα ένα δίσκο ανάλογου ύφους, περιμένοντας ότι θα πάνε την καριέρα τους ένα βήμα παραπέρα ή, έστω, ότι θα πάρουν παράταση στα όνειρά τους. Αυτό, όμως, το κάπως στενόχωρο γεγονός δε μειώνει σε τίποτα το προνόμιο όσων μπορούν να το κάνουν με αξιώσεις, απλά και μόνο διότι το δικαίωμά τους αυτό δεν είναι με κάποιον τρόπο δοτό, αλλά κατακτημένο σε βάθος χρόνου. Όπως, δηλαδή, κατεξοχήν του Nick Cave, που όποιος πει ότι δε μας έχει συνηθίσει σε τέτοια, μάλλον τον έχει μπερδέψει με κάποιον άλλον. Ιδίως από την 14η Ιουλίου 2015 και μετά, που συνέβη το τραγικό γεγονός του χαμού του γιου του, Arthur και ειδικότερα το ντοκιμαντέρ One More Time With Feeling και το άλμπουμ Skeleton Tree.
Ο ίδιος ο Cave, προσπαθώντας να κάνει σπόιλερ στα μελοποιημένα συναισθήματά του, έσπευσε να διευκρινίσει ότι, στο διπλό δίσκο Ghosteen, τα τραγούδια του πρώτου μέρους είναι τα παιδιά, ενώ του δεύτερου οι γονείς τους, περιγράφοντας το άλμπουμ ως ένα «αποδημητικό πνεύμα». Μάλλον, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αντιληφθούμε τι εννοεί. Έστω, μέχρι κάποιο σημείο. Σίγουρα, όμως, δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσουμε να «αναλύσουμε» τους μουσικά επενδυμένους με πόνο και μεγαλείο στίχους. Ακούμε πώς τα παιδιά βλέπουν το θάνατο και πώς οι γονείς. Η όλη αίσθηση εδώ είναι απολογητική, θεατρική και σαφώς αποκαλυπτική. Μην περιμένετε από εμένα να πω ότι ο Cave βγάζει σε κοινή θέα τα μύχια της ψυχής του. Αυτό που όντως μπορώ να υποθέσω, είναι ότι δε διστάζει να εκτεθεί. Κι αν μου πείτε πως το κάνει εκ του ασφαλούς, θα σας απαντήσω ότι αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Όταν αποφασίζεις να μιλήσεις για τον πόνο, χωρίς μεμψιμοιρία, τότε πράγματι έχεις κάτι να πεις. Τώρα, αν θελήσεις να το πεις λιτά και μουσικά, πώς να το κάνουμε, πρέπει να είσαι ο Cave για να σε ακούσουν.
Η κυκλοφορία αυτή, που ηχογραφήθηκε σε Μαλιμπού, Λος Άντζελες, Μπράιτον, και Βερολίνο, είναι η πρώτη που γράφτηκε στο σύνολό της μετά το χαμό του γιου του. Ναι, ο Αυστραλός παλιόφιλος βυθίστηκε εδώ και καιρό σε καθαρόαιμο πένθος, δηλώνοντας σε μια συναυλία του στο Κάρντιφ: «Τίποτα δε μπορεί να στραβώσει, μια και όλα έχουν πάει στραβά». Οι ανησυχίες του για την Παλαιά Διαθήκη έχουν και πάλι αναδυθεί, αν και κάνει λόγο και για τον Ιησού, παρά τη δηλωμένη ολιγοπιστία του, όπως και για το Βούδα, αλλά και κακά πνεύματα που απαγάγουν παιδιά. Και κάπως έτσι φτάνει να παραδεχτεί την ύπαρξη του Ghosteen, του χαμένου του γιου, που είναι πλέον μια «μικρή λευκή φιγούρα, που χορεύει στην άκρη του κόσμου». Στο Fireflies ακούμε την άποψή του για το πού πάμε μετά το θάνατο, ενώ στη φερώνυμη σύνθεση διαπιστώνουμε το μεγαλείο της μελαγχολίας, που έχει ξορκίσει τη μιζέρια. Όλος ο δίσκος, άλλωστε, είναι κυριολεκτικά μια ελεγεία. Η διακριτική ατμόσφαιρα, από μουσικής πλευράς, δημιουργείται κυρίως από το βιολί του Warren Ellis, πιάνο, synths και διάφορα έγχορδα.
Και το επιμύθιο: Θα ΄λεγε, κάποιος που δεν ήξερε τον Cave, ότι δίσκοι σαν αυτόν είναι προορισμένοι για αυστηρά προσωπικές ακροάσεις. Τότε θα ήταν, που εκείνος που τον ήξερε, θα χαμογελούσε με νόημα...