Έστω ότι ακούτε να αναφέρεται σε οποιοδήποτε context η Ισλανδία. Ίσως σας έρθει στο μυαλό το ανυπέρβλητο Βόρειο Σέλας, ίσως τα γραφικά σπιτάκια του Reykjavík, ή απλώς χιόνια δίχως αρχή και τέλος. Σίγουρα πάντως, δε νομίζω να σκεφτείτε Ισλανδικό metal.
Κι όμως υπάρχει, παρακαλώ. Και θα τολμήσω να πω ότι είναι αρκετά υπερήφανο. Άξιοι λοιπόν πρέσβεις του είδους, οι Sólstafir (αχτίδες του Ήλιου, όπως μας πληροφορεί μηχανή μετάφρασης του διαδικτύου).
Η ίδρυσή τους ανάγεται πίσω στο 1995 και η δισκογραφία τους μετράει ήδη 6 albums και κάμποσα EP. Επί της ουσίας, πρόκειται για το όραμα του ιδρυτή/τραγουδιστή/κιθαρίστα Aðalbjörn Tryggvason (aka Addi), που μετά από ελάχιστες αλλαγές μελών, βρήκε τους Svavar Austmann και Sæþór Maríus Sæþórsson (μπάσο και δεύτερη κιθάρα αντίστοιχα) και συνεχίζουν έως σήμερα τη μουσική τους σύμπραξη. Ξεκίνησαν παίζοντας black metal, αλλά από το δεύτερο δίσκο τους το γύρισαν σε ένα κράμα heavy-post-black metal και ευτυχώς, γιατί ομολογώ ότι ως ατόφιο black metal, δε μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση.
Προσπαθώντας να παρουσιάσω μια αποτίμηση των προηγούμενων δίσκων και να τη συνδέσω με το Endless Twilight of Codependent Love (που είναι και η 4η κατά σειρά συνεργασία τους με τη Μέκκα του ακραίου metal, την Season of Mist), το ύφος τους παραμένει αμετακίνητο. Διαπεραστικές post metal μελωδίες, επηρεασμένες από τις μεγάλες μπάντες των 80’s, με άφθονη gothic αισθητική που μας δίδαξαν μπάντες όπως οι Sisters of Mercy, Cult, Mission, Fields of the Nephilim και άλλες. Το κύριο χαρακτηριστικό σε όλα τα κομμάτια του δίσκου είναι οι συνεχείς εναλλαγές τους, συνδυάζοντας πολλά διαφορετικά ιδιώματα. Heavy, gothic, ακόμα και κάποιες black metal σφήνες, κατάλοιπο του μακρινού παρελθόντος τους, όλα αυτά συνυπάρχουν αρμονικά μέσα στις συνθέσεις τους.
Αυτό που τους χαρακτηρίζει επίσης (και για μένα, το μεγάλο τους κατόρθωμα) είναι ότι τα περισσότερα τραγούδια της καριέρας τους έχουν στίχους στη μητρική τους γλώσσα (οι στίχοι μοιράζονται μεταξύ Ισλανδικών και Αγγλικών). Πραγματικά θέλει κότσια να καταφέρνεις να αγγίζεις ακροατήρια παγκοσμίως, χωρίς αυτά να καταλαβαίνουν λέξη από αυτά που τραγουδάς. Τα ισλανδικά δεν είναι και τόσο εύηχα, αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να κάνουν αξιοπρεπέστατα τη δουλειά τους.
Ακόμα και το εξώφυλλο, μαρτυράει το θαυμασμό για τον τόπο τους καθώς σ’ αυτό απεικονίζεται η Fjallkonan, η ανθρώπινη μορφή της Ισλανδίας, όπως την εμπνεύστηκε και τη σχεδίασε ο καλλιτέχνης Johann Zwecker, κάπου στα μέσα του 19ου αιώνα.
Ο δίσκος ακούγεται σαφώς με ενδιαφέρον και τα κομμάτια, όπως προανέφερα, μεταβάλλονται συνεχώς από heavy σε gothic και από εκεί σε black κ.ο.κ., πάντα με τον μανδύα της απέραντης θλίψης και μελαγχολίας των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Η απόδοση των μουσικών είναι υψηλή και διαθέτουν την απαραίτητη χημεία μεταξύ τους, καταφέρνοντας να περνάνε από το ένα είδος στο άλλο με περίσσια ευκολία. Ακόμα και οι ερμηνείες του Addi έχουν διακυμάνσεις και ο τρόπος προσέγγισής του διαφέρει ανά τραγούδι. Θεωρώ βέβαια ότι σε κάποια τραγούδια που προτιμάει τα black-ίζοντα φωνητικά, υπερβάλλει και κάνει το άκουσμα λίγο δύσπεπτο. Δε θα μπω σε ανάλυση κομμάτι-κομμάτι, πιστεύω ότι αξίζει να τα ανακαλύψετε μόνοι σας και να σχηματίσετε δική σας άποψη. Θα αναφερθώ μόνο σε κάποια που ξεχώρισα.
Το Rokkur, που είναι ένα ήρεμο μουσικό χαλί, ώστε να μπορεί ο Addi να θρηνήσει (υποθέτω) παλιές χαμένες ιστορίες αγάπης. Δεν θα καταλάβετε Χριστό, αλλά είναι πραγματικά άξιο λόγου το πως επιλέγουν να αναδείξουν τη γλώσσα τους, αδιαφορώντας πραγματικά για trends, κάνοντας αυτό που πραγματικά θέλουν.
Η μοναδική δόση Αγγλικής γλώσσας στο δίσκο, το Her Fall from Grace, το οποίο αν και ελαφρώς υποτονικό, έχει πολύ ωραίες μελωδίες και αναδεικνύει το συνθετικό τους ταλέντο.
Ψήγματα του black metal παρελθόντος τους είναι έκδηλα στο Dionysus, το οποίο αδικείται από την ερμηνεία του Addi, που ουρλιάζει υπερβολικά και θα έλεγα ότι με έκανε να μειδιάσω αρνητικά. Ωστόσο, έχει κάποια πολύ καλά riffs, μέχρι και μικρό (ανώδυνο δε) σόλο κιθάρας.
Τέλος, το προσωπικό μου αγαπημένο Til Moldar, στο οποίο τραγουδάει καθαρά με τη συνοδεία ακουστικής κιθάρας και πιάνου και μπορούμε να καταλάβουμε ότι έχει ωραία μελωδική φωνή που όταν δεν βρυχάται, ερμηνεύει αισθαντικά και ουσιαστικά.
Εν κατακλείδι λοιπόν, ένας λίαν ικανοποιητικός δίσκος και σίγουρα οι Sólstafir βάζουν κι αυτοί το λιθαράκι τους στην όποια ανάδειξη και καθιέρωση του παγωμένου Ισλανδικού metal. Δεδομένα καλή μπάντα και πιστεύω ότι, παρά τα 25 χρόνια πορείας τους, θα ακούσουμε κι άλλα ενδιαφέροντα πράγματα από αυτούς στο μέλλον.