Πόσο απαραίτητη μοιάζει η μουσική και κάθε καλλιτεχνικό δημιούργημα αυτή την περίοδο που διανύουμε; Εμένα πάντως, αν με ρωτάτε, μου φαίνεται σαν αντίδοτο κατά της μοναξιάς και σαν επιμηκυντής της υπομονής μέχρι την μεγάλη μέρα της λευτεριάς. Σε έναν χειμώνα που μοιάζει τόσο μακρύς και δύσκολος, ο Σταύρος Δάλκος επέλεξε να βγάλει τον τρίτο του δίσκο με τίτλο Σ' Ένα Καραντουζένι. Η χαρά μου είναι διπλή, μιας και το παρθενικό μου κείμενο στο Soundgaze ήταν ο προηγούμενος του δίσκος Όταν οι κακοί βλέπουνε ταινία.
Ίσως χρειάζονται (ξανά) συστάσεις. Όπως λέει και ένα τραγούδι "όταν δεν θα χουμε τι να πούμε θα ξαναγνωριστούμε". Βέβαια στην περίπτωση του Σταύρου Δάλκου δεν ταιριάζει, εν τέλει, καθώς πάντα θα έχει κάτι να πει. Εκτός από μουσική και στίχους, γράφει θεατρικά έργα ενώ με το εξώφυλλο του δίσκου εξασκεί και τις φωτοσοπιστικές του ικανότητες και ως πρώην γραφίστρια, του δίνω τα συγχαρητήρια μου.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι το Σ’ Ένα Καραντουζένι διαφέρει αισθητά από τις προηγούμενες δουλειές του. Ένω μας είχε συνηθίσει σε ένα μπαλαντοειδές ύφος, με καθαρό ήχο και κλασική κιθάρα, τώρα έχουν προστεθεί αρκετά ηλεκτρονικά και noise στοιχεία, δίνοντας μια εξαιρετική δυναμική στα κομμάτια. Οι στίχοι ευφάνταστοι, συγκινητικοί προσθέτουν δραματικότητα στα τραγούδια, ενώ δεν λείπει και αυτό το υπαινικτικό χιούμορ που χαρακτηρίζει τον Δάλκο. Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν είναι όντως κάποιο υπόγειο χιούμορ ή αν πρόκειται για την ιδιαίτερη παιδική του φαντασία, αλλά καταλήγω πάντα πως το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
Ο δίσκος ξεκινάει με το ομώνυμο κομμάτι του που σε χώνει αμέσως στα βάθη μιας σκοτεινής σπηλιάς, παλεύοντας με τέρατα αλλά και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Όλα αυτά δίνουν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε μία πίστα ενός δυστοπικού videogame που δε μοιάζει και τόσο μακρινό από την πραγματικότητα. Εδώ επιχειρείται ένα πάντρεμα του ελληνικού παραδοσιακού στοιχείου, χρησιμοποιώντας το μπαγλαμαδάκι, με ηλεκτρονικούς πειραματισμούς. Δεν είναι η πρώτη φορά που το έχουμε συναντήσει, άλλα είναι μία τολμηρή κίνηση και όχι πάντα επιτυχημένη. Όμως ο Δάλκος σίγουρα τα κατάφερε και πέρασε στην επόμενη πίστα με το Εκκύκλημα. Και επειδή μουσικά δένει αρκετά αρμονικά με το Σ' Ένα Καραντουζένι, άνετα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως Level 2. Μόλις το άκουσα, ο συνειρμός μου με οδήγησε αμέσως στην ταινία "The Square" του Ruben Östlund και συγκεκριμένα στη σκηνή με τον τύπο που είχε σύνδρομο Τουρέτ και βρέθηκε στην παρουσίαση ενός έργου τέχνης. Μέσα σε μια σειρά παράξενων και άβολων καταστάσεων, η ταινία δημιούργησε αφορμές για σκέψη, όπως αν υπάρχουν όρια στην τέχνη και ποια η ευθύνη που μας αναλογεί στο μεγαλύτερο "τετράγωνο" της ζωής μας. Έκανα αυτή την αναφορά, γιατί τα συναισθήματα μου και στο τραγούδι και στην ταινία ήταν όμοια: πάγωμα και αμηχανία. Τα οποία συναισθήματα δεν παραμένουν για αρκετή ώρα, καθώς έρχονται Ο Τζακ και τα ζόμπι για να μας κατευθύνουν σε έναν ρεαλιστικό αλλά ταυτόχρονα παραμυθένιο κόσμο. Το βελούδινο τσέλο του Αλέξανδρου Χαραλάμπους αγγίζει την ψυχή που μοιάζει τόσο εκτεθειμένη, σαν του Τζακ. Μια μπαλάντα αλά Matt Elliott που σε κάνει να γελάς και ταυτόχρονα να κλαις από συγκίνηση. Μια μπαλάντα που σε βουλιάζει στο σκοτάδι, χωρίς να φαίνεται κανένα ίχνος φωτός στον ορίζοντα, μέχρι να φτάσει η λύτρωση, το υπέροχο φινάλε που σκάει σαν αυγουστιάτικος ήλιος και σε ζεσταίνει ολάκερο.
Το Βράδυ Ανάστασης δίνει το πρώτο δείγμα ερωτικού κομματιού στο δίσκο, επίσης επηρεασμένο από τα βαθιά ηχοχρώματα του Matt Elliott. Αντί δικής μου περιγραφής θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω τα λόγια κάποιου άλλου: "Πώς να μιλήσεις για την μουσική; Μόνο να την αισθανθείς μπορείς, έτσι ανείπωτη, να τρυπώνει μέσα σου, στα αυτιά ή το στήθος, τη σκέψη ή το μυαλό και πάντοτε να ξεγλιστρά απ' τον χρόνο κάνοντας και εμάς για λίγες στιγμές αιώνιους.”
Τέκνο αλά ζεϊμπεκιά έχετε ακούσει; Με μπούσουλα την ηλεκτρονική σκηνή στα τέλη '80 με αρχές '90 και τις χαρακτηριστικές παρεμβάσεις του μπουζουκιού, το κομμάτι δε θα μπορούσε να ονομαστεί κάπως αλλιώς εκτός από Ρεϊβέκικο. Από μουσική άποψη, επιστρέφουμε στην αρχή του άλμπουμ και σε ένα πιο χορευτικό τέμπο για όλα τα γούστα. Από στιχουργική άποψη πάλι, τα πράγματα κινούνται με έναν πιο λαϊκό και άμεσο τρόπο, όπως δηλαδή θα κυλούσαν σε ένα ατόφιο, βαρύ και πονεμένο ζεϊμπέκικο.
Ακολουθεί το Τσουνάμι και όποιον πάρει ο χάρος. Ανταγωνίζεται ισότμιμα το Βράδυ Ανάστασης για το πιο σπαρακτικό τραγούδι του δίσκου. Μα πόσο ανατριχιαστικός είναι ο στίχος: "γιατί δεν έμαθα να κολυμπάω, στη διάφανη λίμνη που φτιάχνει η παλάμη σου"; Αξίζει να αναφερθεί ότι στο συγκεκριμένο κομμάτι ο Δαλκος έχει δημιουργήσει και ένα πολύ ωραίο βίντεο με καλτσομαριονέτες.
Φτάνοντας προς το τέλος του δίσκου θα ακούσετε το, κατ’ εμέ, πιο μουσικά ώριμο δείγμα δουλειάς του. Η Αυτοκρατορία Αποθαρρύνεται είναι ένα instrumental κομμάτι έκπληξη, καθώς δεν έχουμε συνηθίσει την απόλυτη σιωπή από εκείνον! Και τι να τα κάνεις τα λόγια με τέτοια μουσική; Όλη η ενορχήστρωση είναι εξαιρετική αλλά την παράσταση κλέβει η απίστευτη πολίτικη λύρα της Χρυσάνθης Γκίκα. Κι ενώ μιλάμε για ένα κομμάτι γενναίων 6 λεπτών, εγώ πραγματικά αποζητάω κι άλλο.
"Το 2016, ο Αργεντινός τερματοφύλακας, Ματίας Ομάρ Ντεγκρά, στο παρθενικό του παιχνίδι με την ομάδα της Λάρισας επιχειρεί μια επικίνδυνη -και ύποπτη για αρκετούς- ενέργεια έξω από την περιοχή του, η οποία «χαρίζει» στην αντίπαλη ομάδα ένα εύκολο γκολ. Εξαιτίας αυτού του «λάθους», θα δεχτεί επίθεση από τον πρόεδρο της ομάδας, το συμβόλαιό του θα διακοπεί και η καριέρα του στα ελληνικά γήπεδα θα τελειώσει..." Αυτή η είδηση στάθηκε ως έμπνευση για τον Δάλκο και εμείς είμαστε οι τυχεροί της υπόθεσης, αφού μας χάρισε το καλύτερό του κομμάτι Το λάθος του Ντεγκρά. Δεν χρειάζεται να είσαι ποδοσφαιρόφιλος για να σε συνεπάρει. Η τρυφερότητα με την οποία προσεγγίζει ένα ιδιαίτερο θέμα όπως είναι ο στιγματισμός από μία “ατυχής πράξη” μού δημιουργεί αντίρροπα συναισθήματα. Τα απαλά φωνητικά της Έλσας Λουμπαρδιά προσδίδουν την απαραίτητη ηρεμία που χρειάζεται μέχρι το μεγάλο ξέσπασμα, την κορύφωση του κομματιού με τις ιαχές των φιλάθλων, που φέρνει στο μυαλό μου το επίσης συγκινητικό "Fearless" των Pink Floyd.
Η αίσθηση που αφήνει στο τέλος το Σ’ Ένα Καραντουζένι είναι οπωσδήποτε νοσταλγική. Ενώ ο ήχος είναι αρκετά σύγχρονος, όλες οι ιστορίες και ο τρόπος που τις περιγράφει έχουν αναφορές σε άλλες δεκαετίες. Το γεγονός ακόμα και ότι διένειμε το άλμπουμ σε περιορισμένο αριθμό κασετών φανερώνει την ανάγκη του να διατηρήσει την ρομαντικότητα μίας άλλης εποχής. Και κάπως έτσι κοιτώντας πίσω, εφευρίσκει εκ νέου τον εαυτό του.