Αν εκεί που κολυμπάτε πεταχτεί ξαφνικά μπροστά σας μια γοργόνα και σας ρωτήσει: «Ποια είναι η σπουδαιότερη πόλη στη Βρετανική μουσική ιστορία;», κάποιοι θα απαντήσετε την πρωτεύουσα, άλλοι το Liverpool και μερικοί το Manchester. Όμως εγώ, που θα σας ακούω προσεκτικά από την αμμουδιά, θα πεταχτώ και θα ουρλιάξω: «Το Canterbury!» Ύστερα θα μπω κάτω από τη σκιά ενός πεύκου, θα πιώ μια γουλιά καφέ και θα χαθώ στο μεγαλείο των άπειρων λατρεμένων συγκροτημάτων που έχουν ενταχθεί στην περίφημη σκηνή του Canterbury, όπως οι Caravan, Hatfield & The North, Camel, Egg, National Health, Matching Mole, Wilde Flowers, Khan, Gilgamesh, Henry Cow, Gong και, φυσικά, οι Soft Machine.
Μίλησα για ένταξη στη συγκεκριμένη σκηνή και όχι για καταγωγή από την πόλη, αφού η σκηνή του Canterbury επικράτησε να μην αναφέρεται σε ένα τόπο, αλλά σε ένα ευρύτερο γεωγραφικά μουσικό είδος, που δεν ήταν άλλο από το ανυπέρβλητο και καθαρόαιμο jazz rock, που ναι μεν αναπτύχθηκε παράλληλα με το επίσης μυθικό progressive rock, αλλά υπερτερεί -έστω και στα σημεία- απέναντί του. Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε κυριολεκτικά για jazz rock, τότε αναπόφευκτα θα κάνουμε λόγο για τη μπάντα που πήρε το όνομά της από το πρωτοποριακό βιβλίο Soft Machine του William Burroughs. Μια μπάντα, που εξ αρχής επέλεξε να διευρύνει τα όρια της μουσικής της, αν και ακούγεται περίεργο να μιλάς για διεύρυνση της οποιασδήποτε μορφής jazz, και να πειραματιστεί με έναν τολμηρό τρόπο, έτσι ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για avant - jazz rock.
Οι Softs ήταν μία από τις μπάντες της πρώιμης Βρετανικής ψυχεδέλειας, που έπαιξε μαζί με τον Syd Barrett (Pink Floyd) και τους Jimi Hendrix Experience. Παράλληλα όμως, είχε σαφή πειραματικό προσανατολισμό, ο οποίος, ως κεντρικός ηχητικός άξονας, τη βοηθούσε να εξελίσσει διαρκώς τον ήχο της από τις παραδοσιακές απλές pop φόρμες, σε περίτεχνες avant garde και progressive rock διαδρομές, αν και ανέκαθεν λειτουργούσε ως μια δυναμική και απίστευτα ευρηματική jazz rock μπάντα. Με άλλα λόγια, έπαιζε περίτεχνα, για απαιτητικά και μη ακροατήρια, progressive jazz fusion, εμπλουτισμένη με ατμοσφαιρικά ψυχεδελικά και ambient στοιχεία, που διαμόρφωναν με μοναδικό και άμεσα αναγνωρίσιμο τρόπο το «δικό τους» εγκεφαλικό και ελεγχόμενα αυτοσχεδιαστικό jazz rock.
Η αρχική τους σύνθεση αποτελούνταν από δύο μέλη των Wilde Flowers, τους τιτάνες Robert Wyatt και Kevin Ayers, οι οποίοι ένωσαν δυνάμεις με τον φοιτητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης Mike Ratledge και τον εκκεντρικό Αυστραλό Daevid Allen. Πώς το λένε αυτό; All Star Band; Στη συνέχεια, κόσμος πολύς πήγε και ήρθε στο συγκρότημα και μάλιστα πολύ υψηλών ποιοτικών προδιαγραφών. Από το ξεκίνημά τους σχετίστηκαν με τη Βρετανική underground σκηνή, συχνάζοντας στα διάσημα του χώρου στέκια του Λονδίνου, όπως τα UFO Club, Speakeasy Club και Middle Earth, όπου ήρθαν σε επαφή με τον Giorgio Gomelsky, στον οποίο έδωσαν ηχογραφημένο υλικό, παίζοντας παράλληλα ζωντανά στην Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Γαλλική Ριβιέρα. Εκεί τους είδε ο παραγωγός Eddie Barclay (βλέπετε, τότε οι παραγωγοί πήγαιναν σε συναυλίες) και τους προσκάλεσε να παίξουν στο δικό του Nuit Psychédélique μια σαραντάλεπτη εκδοχή του "We Did It Again", κατά την οποία τραγουδούσαν συνέχεια ως μάντρα το ρεφρέν. Οι Γάλλοι μουσικόφιλοι μαγεύτηκαν και έφεραν τους Soft Machine όχι μόνο στην τηλεόραση, αλλά και στην Paris Biennale τον Οκτώβριο του 1967.
Ακολούθησε η επάνοδος στα πάτρια εδάφη, χωρίς όμως τον Allen, στο οποίο δεν επετράπη η έξοδος από τη χώρα λόγω ληγμένου διαβατηρίου, που όμως έγινε η αφορμή να μείνει εκεί και να ιδρύσει τους Gong. Καθοριστική για το μέλλον τους υπήρξε η γνωριμία με τον Chas Chandler (Animals), ο οποίος έκανε την παραγωγή και στους τρεις δίσκους των Jimi Hendrix Experience. Με άλλα λόγια, συνάντησαν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση. Αυτός τους βοήθησε να υπογράψουν στην Polydor Records, πείθοντας παράλληλα τον Jimi να βοηθήσει στο επτάιντσο “Love Makes Sweet Music” (1967).
Όταν μπήκε το νερό στο αυλάκι, οι Softs αποδείχτηκαν πολυγραφότατοι, χωρίς αυτό σε καμία περίπτωση να σημαίνει ότι έφθινε η ποιότητα των ηχογραφήσεών τους. Ντεμπουτάρισαν με το The Soft Machine (1968), για να ακολουθήσει ένα άλμπουμ κάθε χρονιά μέχρι το 1972, δηλαδή τα Volume Two, Third, Fourth, Fifth, με εξαίρεση το 1973, όταν κυκλοφόρησαν το Six και το Seven. Ύστερα πήραν μια ανάσα για έναν χρόνο και το 1975 κυκλοφόρησαν το Bundles, το οποίο επανακυκλοφορεί διπλό στις 26 Αυγούστου remastered και expanded, περιλαμβάνοντας τη συναυλία που έδωσαν στο πανεπιστήμιο του Nottingham στις 11 Οκτωβρίου του 1975, όπως και μερικές πρώιμες εκτελέσεις συνθέσεων που είδαν το φως στο επόμενο άλμπουμ τους, το Softs.
Το Bundles ήταν ο πρώτος δίσκος της μπάντας στην εξαιρετική Harvest Records. Σε αυτό η σύνθεση αποτελούνταν από τους Mike Ratledge (Fender Rhodes ηλεκτρικό πιάνο, Lowrey Holiday Deluxe όργανο, EMS Synthi AKS synthesizer), Karl Jenkins (όμποε, ακουστικό και ηλεκτρικό πιάνο, σοπράνο σαξόφωνο), John Marshall (ντραμς, κρουστά), Roy Babbington (μπάσο) και Allan Holdsworth (ακουστική, ηλεκτρική και δωδεκάχορδη κιθάρα). Πλέον είχε κατά πολύ αμβλυνθεί το αντίκτυπο των αποχωρήσεων των Robert Wyatt και Kevin Ayers και οι όχι κολλημένοι με το παρελθόν φίλοι τους εξακολουθούσαν να βρίσκουν πολλούς λόγους για να ασχολούνται με το συγκρότημα, που είχε στις τάξεις του μόνο τον Mike Ratledge από την αρχική του σύνθεση. Κατά κάποιον τρόπο, λόγω του ενός έτους που για πρώτη φορά είχε μεσολαβήσει μεταξύ δύο κυκλοφοριών τους, του ότι ο τίτλος δεν ήταν ένα αριθμητικό, αλλά και της αλλαγής δισκογραφικής εταιρείας, το Bundles είχε το χαρακτήρα ενός «δεύτερου ξεκινήματος».
Μεγάλη αλλαγή υπήρξε η αναβάθμιση του ρόλου του Allan Holdsworth (Nucleus), η οποία σηματοδότησε μια νέα εποχή που έβαζε την κιθάρα σε πρώτο πλάνο. Αυτό γινόταν άμεσα ξεκάθαρο από το θρυλικό Hazard Profile, Pt. 1, που ολοκληρώνεται σε πέντε μέρη και ήταν εμπνευσμένο από το Song for the Bearded Lady των Nucleus. Αναμφίβολα ήταν δυσάρεστο γεγονός η απόφασή του Holdsworth να αποχωρήσει από τη μπάντα, για να ενταχθεί στους The New Tony Williams’ Lifetime. Πολύ καλά όμως ήταν και τα τύμπανα του John Marshall, που έμοιαζαν να καθοδηγούν τις λίγες αυτοσχεδιαστικές πινελιές, που παρέπεμπαν στα δεδομένα των πρώτων δίσκων τους.
Στη συνέχεια ο Holdsworth αντικαταστάθηκε από τον John Etheridge και ακολούθησαν τα άλμπουμ Softs (1976), Land of Cockayne (1981) και Hidden Details (2018), με την πανέμορφη αυτή ιστορία να μην έχει κλείσει ακόμα.