Δε γίνεται αλλιώς. Αργά ή γρήγορα, η μουσική ανταμείβει πάντα όσους, σε πείσμα ακόμα και των ίδιων των κατασταλαγμένων προτιμήσεών τους, κρατούν τα αυτιά τους ανοιχτά. Αυτό συνέβη και όταν τις μέρες εκείνες, παρά το ότι είχα στρέψει σχεδόν αποκλειστικά το ενδιαφέρον μου στη rock, έκανα την παραχώρηση να ακούσω χωρίς προαπαιτούμενα soul, funk και disco, μόνο όμως όταν η παρέα πήγαινε σε κάποια ντισκοτέκ. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια, μέχρι που διάβασα μια συνέντευξη του Nile Rodgers και άρχισα να χάνομαι στο μαγικό και γεμάτο μπάσο και ρυθμό κόσμο των Chic. Έτσι, μια πόρτα άνοιξε και με οδήγησε στο μαγικό κόσμο της soul, της funk και της παρεξηγημένης από πολλούς disco. Κι επειδή, όπως είπαμε, η μουσική πάντα ανταμείβει εκείνους που κρατούν τα αυτιά τους ανοιχτά, πήρε το πρόσωπο μιας φίλης μου και μου χάρισε την αντιπροσωπευτική δισκοθήκη της με τα είδη αυτά που είχα αρχικά περιφρονήσει.
Η αφορμή για το όμορφο αυτό πισωγύρισμα μου δόθηκε από την επερχόμενη κυκλοφορία Greatest Soul / Funk & Disco 12’’ Singles of the 70s & 80s, που μας θυμίζει όχι μόνο πόσο διαχρονικές και απόλυτα χορευτικές είναι αυτές οι μουσικές, αλλά και πόσο απλό είναι να σου φτιάξει το κέφι ανά πάσα στιγμή μέσα από ένα τραγούδι. Αν δεν έχετε κι εσείς δώσει στα μουσικά αυτά είδη τη σημασία που τους αρμόζει, με το boxed set αυτό σας δίνεται μια αξιόλογη ευκαιρία, διότι στους τέσσερις δίσκους του περιλαμβάνονται κλασικά και αξεπέραστα τραγούδια, άλλα υπέροχα που τους άξιζε να τύχουν της φήμης των πρώτων και μερικά που χρήζουν περαιτέρω μελέτης. Αν την είχατε εξαρχής δώσει, τότε γνωρίζετε καλά για τι μιλάμε.
Μη ξεχνάτε ότι ο λόγος που επινοήθηκαν τα 12” singles πήγαζε από την ανάγκη των DJs να κρατήσουν τον κόσμο περισσότερη ώρα στην πίστα, κάτι που με τα 7” σίγουρα γινόταν πιο δύσκολα. Το πρώτο 12” εμφανίστηκε το 1970 από την Αμερικανική εταιρεία Cyclone Records και δεν ήταν άλλο από την ορχηστρική διασκευή του τραγουδιού For Once In My Life του Stevie Wonder από τον jazz-pop κιθαρίστα Buddy Fite. Η βινυλιακή αυτή μορφή όμως επρόκειτο να δημιουργήσει αίσθηση τέσσερα χρόνια αργότερα με το Νεοϋορκέζο παραγωγό Tom Moulton, που αποτύπωνε extended mixes χορευτικών τραγουδιών με την προσθήκη instrumental breakdowns ή, αλλιώς, breaks. Το πρώτο από αυτά που διατέθηκε προς πώληση ήταν το Ten Percent των Double Exposure, ξεκινώντας μια μικρή μουσική επανάσταση με τραγούδια κομμένα και ραμμένα για χορό.
Ας δούμε τώρα κάποια από τα αξιότερα λόγου περιεχόμενα της συλλογής. Ανάμεσα στα κλασικά και άμεσα αναγνωρίσιμα από το ευρύ κοινό 12’’, βλέπουμε ότι υπάρχει το διασκευασμένο από τους Luther Vandross και The Force MD’s κλασικό disco με την υπέροχη bass line του James Williams Ain’t No Stopping Us Now (1979) των McFadden & Whitehead, που ήταν ήδη γνωστοί από τις παραγωγές τους σε τραγούδια των The O’Jays, Harold Melvin & The Blue Notes και The Jacksons. Το Boogie Wonderland (1979) των Earth, Wind & Fire, που ήταν το πιο κοντινό στη disco τραγούδι που έγραψαν και είχε τα πολύτιμα φωνητικά των The Emotions, έχασε την πρωτιά στο US R&B chart από τη Donna Summer (Bad Girls) και την Anita Ward (Ring My Bell, αλλά και το Grammy από τη Gloria Gaynor (I Will Survive). Επίσης, συναντάμε το Do What You Wanna Do (1977) των προερχόμενων από τις Μπαχάμες T-Connection, το funky Do It Any Way You Wanna (1975) των People’s Choice στη Special Disco Version του πολυτάλαντου παραγωγού Tom Moulton, αλλά και το τρομερό And the Beat Goes On (1980) των πολυγραφότατων The Whispers, που δίδαξαν τι σημαίνουν cult χορευτικές κινήσεις, με αποκορύφωμα εκείνες στο Keep On Lovin Me.
Τώρα, τι να πω για το πέρα από κάθε μύθο και μέρος της κορωνίδας της disco δημιουργίας Good Times (1979) των κορυφαίων Chic; Ο θεωρητικά εμπνευσμένος αυτός ύμνος από το Hollywood Swinging των Kool & The Gang πιστοποίησε για ποιο λόγο ο Nile Rodgers ήταν η προσωποποίηση της disco και ο Bernard Edwards ένας από τους μέγιστους μπασίστες, που στην προκειμένη περίπτωση τη bass line του ζήλεψαν οι Sugarhill Gang (Rapper’s Delight) και οι Queen (Another One Bites The Dust). Μαζί με αυτά υπάρχει το Flashlight (1977) των τρομερών Parliament, όπου η παρέα του George Clinton παραδίδει funk μαθήματα από το απώτερο διάστημα που επηρέασαν αργότερα τους Digital Underground, Snoop Dogg και 2Pac, όπως και το χιλιοσαμπλαρισμένο He’s the Greatest Dancer (1979) των τεσσάρων Sister Sledge από το We Are Family, που φέρει εμφανή την υπογραφή των Chic. Το Disco Inferno (1977) των The Trammps, με τα δεύτερα φωνητικά που λένε “Burn, baby, burn!”, δε χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, αφού έγινε πασίγνωστο λόγω του σάουντρακ Saturday Night Fever και διασκευάστηκε από πολλούς μεταξύ των οποίων οι Notorious B.I.G και Madonna, ούτε και το Is It Love You’re After (1979) των Rose Royce, που έφτασε σε κάθε γωνιά της γης εννέα χρόνια αργότερα με το Theme From S’Express. Τέλος, τι πιο κλασικό από το πρώτο Ten Percent (1976) των Double Exposure, που είχαν ξεκινήσει με τη Stax Records, αλλά γνώρισαν επιτυχία με τη Salsoul και ειδικότερα με το remix του Walter Gibbons, τη διασκευή του Now That We Found Love (1978) των O’Jays από το εξαμελές Τζαμαϊκανό reggae fusion σχήμα των Third World, αλλά και το Just Be Good to Me (1983) των S.O.S. Band που με τη βοήθεια των πρώην μελών των Time, Jimmy “Jam” Harris και Terry Lewis, έβαλαν στον ήχο τους περισσότερα synths και απογειώθηκαν. Το τραγούδι αυτό επανήλθε στο προσκήνιο ως Dub Be Good To Me το 1990 από τους Beats International του Norman Cook (aka Fatboy Slim).
Στη συλλογή όμως αυτή θα βρείτε και μερικά πολύ καλά τραγούδια που ναι μεν δεν έχουν την ευρύτατη αναγνωρισιμότητα όσων προαναφέρθηκαν, αλλά διακρίθηκαν τόσο λόγω της ποιότητάς τους, όσο και της παρουσίας τους στο R&B chart. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει ένα από τα σχήματα που συνεργάστηκε ο πρώην εργαζόμενος στη Motown Norman Whitfield ήταν οι The Undisputed Truth, των οποίων το soulful funky You + Me = Love (1975) έχει στα φωνητικά την Taka Boom, που ήταν η νεότερη αδελφή Chaka Khan. Επίσης, το γεμάτο υπέροχα πνευστά disco-funk Movin’ (1976) των Brass Construction, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην εδραίωση του Brit-funk κινήματος στα τέλη των ’70s, όπως και το αληθινά εξαιρετικό post-disco Call Me (1981) των Skyy, με το οποίο οι αδελφές Denise, Delores και Bonny Dunning χτύπησαν την παρθενική από τις τρεις πρωτιές τους στο US R&B chart.
O Edwin Starr, ο οποίος είχε γίνει γνωστός χάρη στα βαθιά του φωνητικά και τις Motown επιτυχίες του War, Twenty-Five Miles και Funk Music Sho Nuff Turns Me On, συνέχισε σταθερά ανοδικά με το Contact (1979) που η συγκεκριμένη εκτέλεσή του είναι εμπλουτισμένη με επιπλέον όργανα, ενώ ο πολυσχιδής Narada Michael Walden που ξεκίνησε ως jazz-rock ντράμερ με τους Mahavishnu Orchestra, λοξοδρόμησε για λίγο προς τη disco με το I Shoulda Loved Ya (1978), όπου παίζει μπάσο ο βασιλιάς T. M. Stevens. Το χορευτικό From East to West (1978) των Γάλλων disco-funk Voyage που φτιάχτηκαν από τον κιθαρίστα André “Slim” και είχαν τη Βρετανίδα Sylvia Mason James στα φωνητικά γνώρισε επιτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ενώ το Running Away (1977) του “Godfather of Acid Jazz” Roy Ayers παραδίδει jazz-funk μαθήματα με τις Dee Dee Bridgewater και Sylvia Cox να τραγουδούν. Οι περισσότεροι άκουσαν το funky dance Money's Too Tight (to Mention) (1982) τέσσερα χρόνια αργότερα από τους Simply Red, αλλά εδώ έχουμε την πρωτότυπη εκδοχή του από τους The Valentine Brothers, που υπήρχε στο δεύτερο άλμπουμ τους First Take σε παραγωγή του jazz πιανίστα Bobby Lyle. Τέλος, άλλο ένα αληθινά εξαιρετικό δείγμα αποτελεί το funky Southern Freeez (1981) των Freeez, που κυκλοφόρησε στη Beggars Banquet και ξεχωρίζει για το στυλ του, το μπάσο του Peter Maas και την αβίαστα cool φωνή της Ingrid Mansfield Allman.
Η τρίτη άτυπη κατηγορία του boxed set αφορά τραγούδια για περαιτέρω μελέτη, μεταξύ των οποίων διακρίνουμε το Fantastic Voyage (1980) των Lakeside, που ξεκίνησαν ως Ohio Lakeside Express που είχαν δεκαεπτά US R&B hit singles, αλλά και το groovy Disco Nights (Rock-Freak) (1979) των G.Q. με το πολύ ζωντανό μπάσο του Keith Crier που έγινε επιτυχία σε Ευρώπη και Αμερική. Το disco-funk Devil’s Gun (1977) ήταν το δεύτερο single των C.J. & Co από το Detroit, σε παραγωγή του πρώην κιθαρίστα της Motown Dennis Coffey, όπως και το post-disco Searching (1980) των πολυεθνικών Change, που κάλεσαν ως session τραγουδιστή τον Luther Vandross, ο οποίος συχνά συμπεριλάμβανε το συγκεκριμένο τραγούδι στα setlists των ζωντανών του εμφανίσεων ως σόλο καλλιτέχνης. Η τότε δεκαεπτάχρονη Evelyn “Champagne” King συμμετέχει με τα ερωτικά φωνητικά στο τραγούδι του T (Theodore) Life Shame (1977), όπου ξεχωρίζει το σαξόφωνο του Sam Peake, τη στιγμή που με το jazzy disco Dancing in Outer Space (1979) των Λονδρέζων Atmosfear που συμμετείχαν στην έκρηξη του ’70s Brit-funk μάθαμε πώς χόρευαν οι εξωγήινοι. Τέλος, ξεχωρίζουμε και το disco-funk Gotham City Boogie (1976) της μυστηριώδους αποτελούμενης από session μουσικούς στούντιο μπάντας των Ultrafunk, οι οποίοι, αν και έπαιζαν καθαρά μαύρη μουσική, ήταν δημιουργία του λευκού κιμπορντίστα Gerry Shury, που έπαιζε στο Kung Fu Fighting του Carl Douglas.