Το boxed set Chronology: Albums, Singles, B-Sides, Remixes & Demos έχει εξορισμού μια πολύ δύσκολη αποστολή: να αποδείξει τι μουσική έγραφαν οι Chapterhouse. Τώρα θα μου πείτε, πού έγκειται η δυσκολία; Κι όμως. Αν ήταν απλά πρωτεργάτες του shoegaze μαζί με τους Slowdive, τους Moose και τους Ride, τα πράγματα θα ήταν απλά. Στην ουσία όμως η κατάσταση δυσκολεύει επειδή ακριβώς θα πρέπει να μας πείσει πως, ενώ αναμφίβολα υπήρξαν τέτοιοι, απείχαν πολύ από το να περιορίσεις τη μουσική τους αποκλειστικά σε αυτήν την ετικέτα.
Κι όταν τα ερωτήματα είναι τόσο λεπτεπίλεπτα, τότε τα εφόδια που πρέπει να έχουμε για να καταλήξουμε σε σωστό συμπέρασμα δε μπορεί να εξαντλούνται μονάχα στη στούντιο δισκογραφία. Γι’ αυτό κι εδώ υπάρχουν έξι ψηφιακοί δίσκοι με τις στούντιο ηχογραφήσεις των EP Freefall (1990), Sunburst (1990) και Pearl (1991), τα στούντιο άλμπουμ Whirlpool (1991) και Blood Music (1993), αλλά και η διασκευή του τελευταίου υπό τον τίτλο Pentamerous Metamorphosis (1993) από τους Global Communication των Tom Middleton και Mark Pritchard. Επίσης, συναντάμε singles και B-sides, σπάνιες εκτελέσεις, remixes από συγκροτήματα της εποχής, όπως τους Drum Club και τους Spooky, εξαιρετικά demos από τη διετία 1994 - 1995, αλλά και είκοσι ακυκλοφόρητα τραγούδια, τα οποία θα περιλαμβάνονταν στο τρίτο άλμπουμ τους, που δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Με δυο λόγια, στο Chronology: Albums, Singles, B-Sides, Remixes & Demos περιλαμβάνεται ολόκληρη η ιστορία της μπάντας, την οποία αφηγούνται τα ίδια τα μέλη της στον Nathaniel Cramp (Sonic Cathedral). Κι αυτό λέει πολλά.
Τελικά, τι μπάντα ήταν οι Chapterhouse; Για να δούμε… Ναι, σίγουρα ήταν shoegazers την εποχή που άρχιζε το grunge να παρασύρει τα πάντα, ήταν acid-rockers εν μέσω acid house, περιστασιακοί φίλοι του ήχου του Manchester και πειραματιζόμενοι dance rockers σε μια εποχή που τα φώτα στρέφονταν στη Britpop. Δεν υπονοώ, φυσικά, ότι η μουσική τους δεν εκτιμήθηκε. Το αντίθετο μάλιστα. Μπορώ όμως με βεβαιότητα να ισχυριστώ ότι άξιζε ακόμα ευρύτερης αναγνώρισης, όχι μόνο επειδή έκαναν ταυτόχρονα καλά όλα τα παραπάνω, αλλά και διότι δεν είχαν υιοθετήσει το σε πολλές περιπτώσεις εκνευριστικό attitude των επιτυχημένων συγκροτημάτων της εποχής, αποδεικνύοντας έτσι ότι το κέντρο του ενδιαφέροντός τους ήταν η ίδια η μουσική.
Σχηματίστηκαν στο Reading την άνοιξη του 1987 από τρεις φίλους που πήγαιναν στο ίδιο σχολείο, τους Stephen Patman, Andrew Sherriff και Simon Rowe, που έπαιζαν κιθάρα, είχαν τους ίδιους δίσκους στις δισκοθήκες τους και γούσταραν πολύ τους The Stooges. Ακούστε το Sixteen Years και θα καταλάβετε. Σε λίγο καιρό συναντήθηκαν με τους Ashley Bates (ντραμς) και Jon Curtis (μπάσο) και έτσι η μπάντα με το απρόσμενο αυτό όνομα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Έχοντας κάποιες ζωντανές εμφανίσεις στο ενεργητικό τους, κατόρθωσαν να ανοίξουν για τους λατρεμένους τους Spacemen 3 το Νοέμβριο στο After Dark club και από τότε όλα άλλαξαν. Ο Sonic Boom τρελάθηκε τόσο με τη ψυχεδελική διασκευή του S’Express, αλλά και με το Die, Die, Die, που τους προσκάλεσε να παίξουν μαζί και σε άλλες συναυλίες. Η μπάντα μετακινήθηκε στο Rugby και το γειτονικό Λονδίνο, όπου ήδη έμενε ο Sherriff ως φοιτητής του UCL, πανεπιστήμιο στο οποίο σπούδαζε και ο Russell Barrett της garage punk μπάντας The Bikinis, που αντικατέστησε τον Curtis. Τους ανέλαβε ο Gerald Palmer, μάνατζερ των Spacemen 3, οδηγώντας τους στα VHF Studios για να ηχογραφήσουν και ονομάζοντάς τους αρχικά ως All Bright Cleaners.
Η μπάντα αρχικά έπαιζε acid-rock. Κλασικό παράδειγμα των απαρχών της αποτελεί το κατακλυσμικό Die Die Die, που παρέμενε σταθερά τα επόμενα χρόνια στα live set, για να θυμίζει το ξεκίνημά τους. Αν και η Fire Records, δισκογραφική εταιρεία των Spacemen 3, έδειξε ενδιαφέρον για αυτούς, υπέγραψαν στην Dedicated Records του Doug D’Arcy της περίφημης Chrysalis, ύστερα από μια εμφάνισή τους στο Camden Falcon. Επειδή όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι με την εταιρεία αυτή δε θα έβρισκαν εύκολα θέση στα indie charts, έπεισαν τον D’Arcy να αναθέσει τη διανομή στη Rough Trade. Πρώτες τους κυκλοφορίες ήταν τα Freefall EP και Sunburst EP, που προηγήθηκαν λίγους μήνες από το ντεμπούτο των Slowdive, δίνοντας έμπνευση για τον όρο shoegaze, ο οποίος δεν είχε υιοθετηθεί ακόμη, αλλά περιγραφόταν ως “frictional guitar pop” ή “The Scene That Celebrates Itself”. Άλλωστε, οι δύο αυτές μπάντες δεν προέρχονταν απλά από το Reading, αλλά τα μέλη τους διατηρούσαν φιλικούς δεσμούς, αφού ο Stephen Patman δούλευε μαζί με τον Christian Savill σε δημόσια υπηρεσία, ενώ ο Andrew Sherriff έκανε παρέα με τον Neil Halstead και την Rachel Goswell, η οποία επρόκειτο σύντομα να κάνει δεύτερα φωνητικά στο Pearl.
Στα τέλη Απριλίου του 1991 ήρθε το ντεμπούτο μεγάλης διάρκειας Whirlpool, που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση και κατέχει περίοπτες θέσεις στα καλύτερα shoegaze άλμπουμ όλων των εποχών, με το επιδραστικότατο τότε NME να του δίνει 8/10. Ήταν, μάλιστα, το δεύτερο σε πωλήσεις indie album στη Βρετανία εκείνη τη χρονιά, μετά το The White Room των The KLF. Ενώ όμως το shoegaze προσπαθούσε να εδραιωθεί, από το βροχερό Seattle ήρθε το grunge, για να τραβήξει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας. Φανταστείτε πως ήδη στο Reading Festival οι Chapterhouse έπαιξαν μετά τους Nirvana και μάλιστα κάπως απότομα, αφού το σετ τους τελείωσε νωρίτερα, όταν ο Kurt Cobain έκανε βουτιά πάνω στα ντραμς του Dave Grohl. Το καινούργιο single Mesmerise που ακολούθησε έδειξε την πιο φιλική και ήδη εκφρασμένη με το φόρο τιμής στους Mighty Lemon Drops Breather προς την pop και τη dance πλευρά τους, ιδιαίτερα στα remixes που ακολούθησαν, με τον αστικό μύθο να λέει ότι επηρέασε τον Robert Smith που δούλευε το Wish των The Cure.
Η μέχρι τότε μη παρεμβατική εταιρεία ζήτησε από τη μπάντα να γράψει μια επιτυχία σαν το Pearl. Στην προσπάθειά της αυτή προέκυψαν πολλές από τις ηχογραφήσεις στα Courtyard studios, που περιλαμβάνονται στο δεύτερο δίσκο του boxed set και αποτελούν ένα είδος demo προοριζόμενων για το δεύτερο άλμπουμ τους, που όμως δεν έπεισαν τους υπεύθυνους, οι οποίοι τελικά έδωσαν το πράσινο φως, μόνο αφού άκουσαν τα Everytime, She’s a Vision και We Are the Beautiful. Κάπως έτσι προέκυψε το πειραματικό Blood Music, που κυκλοφόρησε το Σεπτέμβριο του 1993 και αγαπούσε την ψυχεδέλεια και το rock, όσο απολάμβανε τη dance. Η «στροφή» σε ύφος ανάλογο των Primal Scream και των The Orb δεν εξοβέλιζε το shoegaze, αλλά το άφηνε σε δεύτερη μοίρα, φέρνοντας στο προσκήνιο κάτι παλιό που φιλοδοξούσε να ακουστεί ως νέο. Μόνο που, όπως έμελλε σύντομα να αποδειχτεί, το υποτιθέμενα νέο στην προκειμένη χρονική στιγμή ερχόταν κάτω από το όνομα Britpop. Εκτός από τα remixes των Spooky και Drum Club που υπήρχαν στα δύο singles, τα πρώτα αντίτυπα του άλμπουμ συνοδεύονταν από το bonus disc Pentamorous Metamorphosis, το οποίο περιλαμβάνεται αυτούσιο στον τέταρτο δίσκο του boxed set, που αποτελούνταν samples των τραγουδιών ενταγμένα σε ευρύτερες ambient techno συνθέσεις. Στο μεταξύ, δεν ήταν και λίγα τα τραγούδια που έγραψαν, τα οποία ήταν εμφανώς επηρεασμένα από τον ήχο του Manchester, όπως τα Falling Down, In the Way, Precious One και She’s a Vision.
Οι όντως όχι ικανοποιητικά αναγνωρισμένες δυνατότητες της μπάντας από τη δισκογραφική εταιρεία και ιδίως η τύχη των ηχογραφήσεων Courtyard studios οδήγησαν τον Ashley Bates σε πρόωρη αποχώρηση, με τη μπάντα να μη βρίσκει ντράμερ ανάλογου επιπέδου και, τελικά, να μη μπορεί να συνεχίσει. Την ίδια τύχη με τα προηγούμενα είχαν και κάποια demos που ακολούθησαν, τα οποία δεν εκτιμήθηκαν σωστά υπό το κράτος της μονοπωλούσας το ενδιαφέρον Britpop, που έπαιρνε μυθικές διαστάσεις με την ατέρμονη και για πολλούς συντηρούμενη από το μουσικό τύπο «διαμάχη» μεταξύ Blur και Oasis. Μερικά από αυτά τα demos ηχογραφημένα με τους ντράμερ Steve Wren και Simon Scott (Slowdive) κυκλοφόρησαν το 1996 στη συλλογή Rownderbowt, σε μια στιγμή που η μπάντα μάλλον αναπόφευκτα είχε ήδη διαλυθεί. Πολλά από αυτά περιλαμβάνονται στον έκτο δίσκο του boxed set, που προσωπικά εκτιμώ περισσότερο από όλους, αφήνοντας απέξω μόνο τον εκτός συναγωνισμού πρώτο που έχει τα ΕΡs και το ντεμπούτο τους. Ενώ είχαν πάρει την απόφαση να διαλυθούν από τις αρχές του 1995, η εμφάνισή τους στο UXI Festival της Ισλανδίας, που οργάνωσε ο Einar των The Sugarcubes, τους κράτησε μαζί ως το καλοκαίρι.
Χρειάστηκε μα περάσουν σχεδόν δεκατρία χρόνια για να επανενωθούν για λίγο καιρό, ανοίγοντας το δρόμο στους φίλους Slowdive και Ride. Στα χρόνια που μεσολάβησαν οι Stephen και Andrew ασχολήθηκαν με τη μουσική επένδυση ταινιών για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο Simon έπαιξε στους Mojave 3 και ακολούθησε προσωπική καριέρα, ο Russell έπαιξε στους Sun Dial και ο Ashley έφερε μπάντες στη 4AD, όπως τους Cuba και τους Tunng. Σε περίπτωση δε που τους ρωτήσει κάποιος αν σκέφτονται μία ακόμα επανένωση, αποφεύγουν ευγενικά να αρνηθούν κάτι τέτοιο, προβάλλοντας την πιο αληθινή επιφύλαξη που μπορούσαν να έχουν, δηλαδή ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε και τίποτα δε μπορεί να μοιάζει με όσα έχουν ζήσει. Τίμιο. Δε συμφωνείτε;