Η βραχεία πορεία των MC5 στα μουσικά χρονικά είναι γραμμένη με φωτιά και ιδρώτα. Από το πολιτικά και κυριολεκτικά φλεγόμενο Detroit των τελών της δεκαετίας του 60 μέχρι τις εκρηκτικές εμφανίσεις στις σκηνές των ΗΠΑ όπου οι συνθήκες γίνονταν διονυσιακές, το συγκρότημα κούνησε για τα καλά τα σώματα και της καρδιές της τότε νεολαίας, σπέρνοντας proto – punk φυντάνια τα οποία ακόμα ανθίζουν.
Από τις ανοιχτές αριστερές πολιτικές τοποθετήσεις, τους λευκούς πάνθηρες και το dope, guns and fucking in the streets, σταδιακά τα ναρκωτικά, η αδηφάγα μουσική βιομηχανία και η εξαιρετικά ¨εύφλεκτη¨ φύση των μελών της μπάντας τους οδήγησε στη διάλυση έχοντας 3 ιστορικούς δίσκους, με κορυφαίο το Ευαγγέλιο Kick Out The Jams. O επιζήσας από το κλασσικό lineup κιθαρίστας και ωραία περσόνα Wayne Kramer, γιορτάζοντας τα 50 χρόνια από την κυκλοφορία του KOTJ περιοδεύει με μια μπάντα – όνειρο για να μας υπενθυμήσει πόσο τεράστιο και επιδραστικό είναι αυτό (και μαλλον για να βγάλει και κάνα φράγκο, που είναι λογικο). Έτσι, με τη βοήθεια του Kim Thayil (Soundgarden), Billy Gould (FNM), Brendan Canty (Fugazi ρεεεεε) και Marcus Durant (Zen Guerila, φοβερή μπάντα) βρέθηκε στο Λονδίνο το βράδυ της 12ης Νοεμβρίου και απλά μας ξετίναξε.
Τη συναυλία άνοιξε ο Michael Monroe με τη μπάντα του. Δεν είμαι γνώστης της μουσικής του, ξέρω τα βασικά (Hanoi Rocks, τεράστια επιρροή σε glam – sleaze μπάντες, ο Axl και οι Μotley Crew προσκυνούν κτλ.). Λοιπόν, το σετ του ήταν ένα 40λεπτο τιμιότατου glam –sleaze – punkish rock όπου εύκολα μπορούσες να ξεχωρίσεις τις επιρροές των New York Dolls, των Dead Boys και λοιπων κουμασιών καθώς και να εντοπίσεις το πόσο έχει επηρεάσει και ο ίδιος πάρα πολύ κόσμο. Βασιζόμενος στις προσωπικές του δουλειές (απ’ ό,τι κατάλαβα) κέρδισε τους αρχικά αδιάφορους θεατές που όλο και πύκνωναν στο (υπέροχο η αλήθεια) Shepherd’s Bush Empire, μας έπαιξε και λίγο CCR (Up Around The Bend) λίγο Nazareth (Not Faking It) λίγο Alice Cooper (Long Way To Go από το αγαπημένο Love It To Death), λίγο Hanoi Rocks και αποχώρησε χειροκροτούμενος και ικανοποιημένος (τον ξαναείδαμε και μετά βέβαια). Πάντως η κλάση του και τα χρόνια στο σανίδι φάνηκαν στο με πόση υπομονή και μαστοριά κέρδισε τον γηραιό κατα κύριο λόγο κόσμο. Άξιος.
Και μέτα από 20 λεπτα και 2 μπύρες, τα φώτα έσβησαν, ο Brother JC Crawford μας έδωσε τις ηχογραφημένες ευλογίες του και το Rambling Rose βρυχήθηκε! Ο Kramer με πατήματα 20αρη μας κοπανούσε με το αθάνατο γκαζάτο ριφ και η μπάντα απόλυτα καλιμπραρισμέμη πλαισίωνε το απτικοακουστικό αποτέλεσμα το οποίο πραγματικά σε έκανε να ανατριχιάζεις. Garage, Punk, ένταση heavy riffs, στίχοι φωτιά και χαμόγελα. Πολλά χαμόγελα, κυρίως απο τη μπάντα (γιατί το κοινό, κλασικό Λονδρέζικο, απλά κοιτούσε). Δε νομίζω να έχω ξαναδει τον Thayil να χαμογελάει τόσο πολύ σε λάιβ. Ο Gould αριστερα της σκηνής να τα σπάει συνεχώς πίσω απο τον Kramer και o Durant με την αφανάρα του να ψέλνει τροπάρια rock επανάστασης, έστω και μόνο στα λόγια (γιατί η πραγματική είναι άλλου παπά ευαγγέλιο). Ο δίσκος αποδόθηκε στην ολότητα του και πραγματικά δυνατά. Το αειθαλές ομώνυμο κομμάτι που έχει διασκευάσει η μισή ροκ κοινότητα (από τους Blue Oyster Cult μέχρι τους Monster Magnet και τους Rage Against The Machine), το Rocket Reducer No 62 με το ξεσηκωτικό ρεφραίν και τη πανκογκαράζ ριφάρα, το Motor City Is Burning που με τα blues του μας έβαλε στα όδοφραγματα και τους καπνούς του Ντιτρόιτ του ‘67 και του ‘68, μέχρι να φτάσουμε στο Starship και το ψυχεδελικό τζαμάρισμα με κρουστά και λοιπά αξεσουάρ φασαρίας.
Μετά λοιπόν από τη ολοκλήρωση του KOTJ, η μπάντα με την ίδια ένταση και πάθος μας έπαιξε άλλα 8 τραγούδια από τους εξαιρετικούς αλλά μάλλον αδικημένους 2 επόμενους δίσκους. Κομμάτια όπως το Shakin Street και το Looking At Υou, για παράδειγμα για μένα είναι σίγουρα μέσα στα καλυτερα MC5. O Kramer συχνά πυκνά έπαιρνε το μικόφωνο και επικοινωνούσε με τον κόσμο κάνοντας χαβαλέ και γενικά περνόντας καλά και απολαμβάνοντας 100% το λάιβ. Όσον αφορά τους άλλους MC50, πραγματικά έδιναν την εντύπωση ότι εκπληρώνουν κάποιο εφηβικό τους όνειρο παίζοντας αυτά τα κομμάτια. Ακομπλεξάριστοι και ιδρωμένοι, όλοι μαζι μετέδιδαν αυτό το vibe της παρέας – της μπάντας που πραγματικά γουστάρει χωρίς πολλά – πολλά στο ενδιάμεσο. Στο encore ο Monroe τζάμαρε με το σαξόφωνό του στα Sister Anne και Let Me Τry και το τέλος του Looking At You με έστειλε στο μετρό μέ ένα χαμόγελο που προσέγγιζε αυτό της μπάντας.
Τέτοιες βραδιές σε βάζουν να σκέφτεσαι πως θα ήταν τα πράγματα την εποχή που κυκλοφορούσαν αυτοί οι ιστορικοί δίσκοι, χωρίς να μειώνεις όμως την αξία της εμπειρίας του λάιβ που έζησες, καθώς δε σε νοιάζει η ιστορική ακρίβεια αλλά μόνο το rock που βίωσες. Και αυτό στο κάτω κάτω μετράει. Μετά από 50 χρόνια, η μουσική των MC5 εξακολουθεί να ταρακουνάει κόσμο.
ΥΓ: Τα αυτονόητα (τέλειος ήχος, φοβερό venue, τήρηση προγράμματος) για Αγγλία δε χρήζουν περαιτέρω αναφοράς.
Κείμενο: Παύλος Πανανουδάκης