Τυγχάνω φανατικός οπαδός της metal, σε όλα τα παρακλάδια της. Heavy, thrash, progressive, epic, doom… (Η λίστα είναι ατελείωτη). Αισθάνομαι λοιπόν την ανάγκη να μοιραστώ ποιο ήταν αυτό το άκουσμα που με έκανε φαν του βαρέος "μετάλλου". Στην τρυφερή ηλικία λοιπόν των 12 ετών, βρέθηκα στο σπίτι φίλου, ο οποίος είχε μεγαλύτερο αδερφό που άκουγε κλασσικό metal. Είδα λοιπόν στο γραφείο του 2 cd σε περίοπτη θέση. Ήταν το Somewhere in Time και το Live After Death, διαδοχικοί δίσκοι των μεταλοπατέρων Iron Maiden. Και μόνο στην θέα αυτών των καταπληκτικών εξωφύλλων του Derek Riggs, ένιωσα κάτι να με ιντριγκάρει. Ήθελα να ακούσω περί τίνος πρόκειται.
Τα δανείστηκα λοιπόν και απλώς έτυχε να ακούσω πρώτα το Somewhere in Time. Διευκρινίζω ότι έως τότε, η σχέση μου με οποιοδήποτε είδος ‘’σκληρής’’ μουσικής ήταν ελάχιστη, έχοντας μόνο ακούσει κομμάτια Ελληνικού rock που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή (Παπακωνσταντίνου, Ξύλινα Σπαθιά κτλ). Βάζω το cd, πατάω το play και το ταξίδι ξεκινάει.
Έναρξη με τον (παρά μία λέξη) ομώνυμο ύμνο "Caught somewhere in Time". Η εναρκτήρια δισολία με αυτό το απίστευτο μελωδικό συναίσθημα και φυσικά η πομπώδης synth κιθάρα στο παρασκήνιο, ήταν αρκετά για να μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον. Μεγαλειώδης είσοδος και για τα drums, με τον Nicko McBrain να δίνει με σταθερότητα και δυναμικότητα το ρυθμό σ’ αυτό το όργιο δημιουργίας. Το κεφάλι μου αρχίζει να κουνιέται ρυθμικά, μέχρι να "σκάσει" το κύριο riff και να καταλάβω ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά. Είχα να κάνω με ένα νέο μουσικό είδος που εκείνη τη στιγμή ξεδιπλωνόταν μπροστά μου και καταλάβαινα ότι αυτή η μουσική είχε κάτι το ξεσηκωτικό, κάτι που δε γινόταν να σ’ αφήσει αδιάφορο.
Και έρχεται η στιγμή να μπει ο Bruce Dickinson (aka Βρασίδας), αυτή η υπέρτατη φωνή, αυτός ο μεταλλικός βάρδος που δικαίως κατάφερε να γράφεται με χρυσά γράμματα το όνομά του στο χώρο της metal, και όχι μόνο, μουσικής. Ερμηνεία με βάθος και νεύρο, ερμηνεία που μ’ έκανε να εκστασιάζομαι από την άνεσή του να αποδίδει τόσο δυνατά, καθαρά και μελωδικά τους στίχους.
Κουπλέ, ρεφραίν, για να ακολουθήσουν τα μεγάλα σόλο των Murray/Smith, αυτού του ανυπέρβλητου κιθαριστικού διδύμου, που μαζί με 2-3 άλλα που μου έρχονται στο μυαλό, σφράγισαν καθοριστικά το χώρο του metal, αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλον.
Όλα αυτά φυσικά, έχοντας ως ακλόνητο κορμό, τη μπασάρα του ιδρυτή και συνθέτη Steve Harris που "γέμιζε" τον ήχο, δίνοντας σ’ αυτό το μουσικό άνθος τις απαραίτητες σταγόνες δροσιάς.
Φτάνοντας αισίως στο ονειρικό φινάλε του κομματιού, με όλη τη μπάντα να λάμπει, κάτι είχε αλλάξει. Καταλάβαινα ότι η μουσική αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες και είχε έρθει για να μείνει. 21 χρόνια μετά, καταλαβαίνω ότι η αίσθηση εκείνη που είχα, ήταν ολόσωστη. Όχι μόνο δεν έφυγε, αλλά με την πάροδο των ετών, γιγαντώθηκε μέσα μου.
Τα υπόλοιπα άσματα του δίσκου εννοείται ήταν δυναμίτες (το άκουσα μονομιάς από την αρχή ως το τέλος), με δυνατότερες στιγμές τα ‘’Sea of Madness’’, ‘’Déjà vu’’ και φυσικά το υπέρλαμπρο έπος ‘’Alexander the Great’’. Το τελευταίο, το αντιμετώπισα με αυθεντικό θαυμασμό και ως σπουδαία κίνηση από έναν Βρετανό μουσικό, να υπογράφει δηλαδή ένα τραγούδι, γραμμένο για μια ανυπέρβλητη φιγούρα της Ελληνικής Ιστορίας.
Κάπου εκεί τελείωσε ο δίσκος και συνέχισα με το Live After Death, διαφορετικής φύσεως δίσκος (live γαρ) που εννοείται λάτρεψα και λατρεύω μέχρι σήμερα. Δε νομίζω όμως ότι χρειάζεται να πω κάτι γι’ αυτόν. Όλα από εκεί και μετά, είχαν μπει στον αυτόματο πιλότο. Η "ζημιά" είχε ήδη γίνει με το Somewhere in Time και οτιδήποτε ακολούθησε ήταν για συντήρηση ενός γερού οικοδομήματος που μόλις είχε θεμελιωθεί. Το λένε heavy metal.