(Από αριστερά) Vince McCusker, Martin Foye, Stephen Houston, Peter Farrelly
Από την πλούσια μουσική παράδοση της Ιρλανδίας, δρέποντας δάφνες στο πέρασμά τους, πέρασαν με πλατινένια γράμματα στην ιστορία του ροκ ονόματα όπως Rory Gallagher, Thin Lizzy, Gary Moore και U2 μεταξύ άλλων.
Υπήρξαν όμως και αρκετοί Ιρλανδοί καλλιτέχνες που δεν τους δόθηκε η δέουσα προσοχή, παρ΄ ότι το άξιζαν.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η ΒορειοΪρλανδέζικη μπάντα Fruupp, που σχηματίστηκε στο Μπέλφαστ στις αρχές του 1971 από τους Vince McCusker (κιθάρα, φωνητικά), έναν πέρα για πέρα εξαιρετικό και ευρηματικότατο κιθαρίστα, χωρίς το παίξιμο του οποίου δεν θα μιλάγαμε τώρα γι΄ αυτούς, Stephen Houston (κήμπορντς, όμποε, φωνητικά) έναν επίσης αξιολογότατο πιανίστα – συνθέτη που έδενε τέλεια με την κιθάρα του McCusker, υφαίνοντας με το χάμμοντ και το μέλλοτρόν του κομψοτεχνήματα, Peter Farrelly (μπάσο, φλάουτο, πρώτη φωνή) ο οποίος ήταν υπεύθυνος και για τα χειροποίητα εξώφυλλα – πίνακες των δύο πρώτων άλμπουμ τους και Martin Foye (ντράμς), και με την πολύτιμη συνδρομή του «5ου μέλους» της και ταυτόχρονα στιχουργού, roadie, χορογράφου στις συναυλίες τους και βιογράφου της Paul Charles, πήραν το όνομά τους κατά το Melody Maker από ένα φάντασμα γυναίκας που στοίχειωνε το μέρος που πρόβαραν και τζάμαραν στο Μπέλφαστ και, τι πιο φυσικό την στιγμή μάλιστα που οι Ιρλανδοί έχουν τα φαντάσματα για «ψωμοτύρι».
Παρ΄ ότι όμως γαλουχήθηκαν μέσα στην διανθισμένη και εμπλουτισμένη με κάθε λογής μύθους για νεράϊδες, δράκους, ιππότες, και πλούσια μπολιασμένη με αναγεννησιακές και μπαρόκ πινελιές Ιρλανδική φολκ, που όμοιά της δεν βρέθηκε ποτέ απανταχού στον πλανήτη ανά τους αιώνες, δεν ακολούθησαν την «πεπατημένη», αλλά αφοσιώθηκαν στο progressive, πράγμα που μας ξενίζει, αν σκεφτούμε ότι τότε οι αιματοχυσίες στο Belfast και στο Derry μεταξύ Προτεσταντών, Καθολικών και Άγγλων κομάντος ήταν καθημερινή υπόθεση και απορούμε πώς έβρισκαν την (απαραίτητη) ψυχική και νοητική ηρεμία που απαιτείται για να σκαρώσεις τέτοια μουσική, ειδικά σε μια χώρα που μερικά χρόνια αργότερα μας φιλοδώρησε με τα (επίσης) άξια τέκνα της Stiff Little Fingers, που, όπως ήταν φυσικό από τέτοια επίπεδα φτώχειας και (ουσιαστικά) εμφυλίου πολέμου, ήταν θέμα χρόνου να βγούν.
Πρωτοτυπώντας λοιπόν στο πεδίο αυτό οι φίλοι μας, μπόλιασαν τα τραγούδια τους με τις φολκ καταβολές τους (τις οποίες τις είχαν φυλάξει καλά σε σφραγισμένα μικρά μπουκαλάκια) και πρόσθεσαν και λίγο χαρντ-ροκ, συνθέτοντας στην πλειονότητά τους μικρές συμφωνίες με το ίδιο ακριβώς μοτίβο στην αρχή και το τέλος των τραγουδιών τους, να πλαισιώνει υπέροχα θέματα στην κιθάρα και στα κήμπορντς, τα οποία δένουν μοναδικά με την συνδρομή του μπάσου – γκρέϊντερ και τα οποία, παρά τον αυτοσχεδιαστικό τους χαρακτήρα, δεν κουράζουν, αλλά αντίθετα σε δαμάζουν στη στιγμή και τραβούν μονομιάς την προσοχή σου. Το μελανό τους σημείο ήταν ότι στα φωνητικά τα θαλάσσωναν (έτσι είναι: δεν γίνεται κάθε γκρουπ να έχει κι από έναν Gabriel, Lake, Αnderson ή Wetton), αλλά δεν πειράζει, γιατί η υπέροχη μουσική τους, που ποτέ δεν έπεσε κάτω από το όριο του «αξιοπρεπούς», απλά μέστωσε σαν το παλιό καλό κρασί και διατηρήθηκε στο σφραγισμένο με την Ιρλανδική παράδοση των ποτοποιών μπουκάλι της αναλλοίωτη όσα χρόνια κι αν πέρασαν και αποζημιώνει πλήρως. Αν είχαν και ικανό τραγουδιστή, θα ήταν σήμερα σοβαροί αντίπαλοι των Genesis!!
Με φανατικούς οπαδούς στα Βρετανικά Πανεπιστήμια, το χρονικό διάστημα από το 1971 έως το 1976 που διαλύθηκαν έδωσαν τετραψήφιο αριθμό συναυλιών (περίπου 230 ετησίως, φτάνοντας να παίζουν κάποτε και μπροστά σε 10.000 άτομα) και ανάμεσα στα σαππόρτ που έπαιξαν ήταν και οι Queen, Supertramp, Electric Light Orchestra, Focus, Hawkwind, Man, Steve Harley & Cockney Rebel, Focus και οι συνοδοιπόροι τους τότε Genesis το 1974, ενώ ηχογράφησαν σε διάστημα δύο (2) μόλις ετών τέσσερα (4) άλμπουμς, πράγμα συνηθισμένο για τα τότε δεδομένα, ανήκουστο όμως για τα σημερινά, τα οποία αγκαλιάστηκαν αμέσως από τους κριτικούς που χαρακτήρισαν την μουσική τους μεταξύ άλλων και ως «λαγνεία», «εκκλησιαστική», «σκοτεινή», «αιθέρια», «καταστολική», «μανιακή», «μεγαλοπρεπή», «μελωδική», και «μουσική που κόβει την ανάσα».
Έδρασαν όμως σε λάθος εποχή, γιατί μαζί με το πρώτο τους άλμπουμ βγήκε και το «Selling England…» των Genesis έναν κατά τον Αργ. Ζήλο δίσκο «…ιστορικό, ο οποίος όχι μόνο θεωρείται από πολλούς ο κορυφαίος τους και όχι μόνο θριάμβευσε εμπορικά, αλλά επιπλέον αναθεώρησε την έννοια του prog ροκ, θέτοντας αισθητικά στάνταρ τόσο υψηλά, που…δεν ξέρουμε αν έκαναν εν τέλει καλό ή κακό. Γιατί ουδείς μπορούσε πια να διανοηθεί να προσεγγίσει το κλασσικά επηρεασμένο ροκ, χωρίς να έχει ως συνειδητή ή υποσυνείδητη αναφορά τις λαμπρές κατακτήσεις του Selling… Γι΄ αυτό και οι προοδευτικοί άρχισαν έκτοτε να αραιώνουν διακριτικά από την κυκλοφορία, μέχρι που τους κατάπιε το 1977 και το πάνκ…». Έτσι και οι φίλοι μας με το που άρχισαν, είχαν ημερομηνία λήξεως και σύντομη μάλιστα.
Ενώ έδωσαν το πρώτο τους gig στις 23\6\1971 στο Ulster Hall του Belfast, σαν σαπόρτ στο πατριωτάκι τους Rory Gallagher, έπειτα από προτροπή του αρχηγού τους McCusker, μετακόμισαν απέναντι στην Αγγλία (όπου εκεί οι prog μπάντες μεσουρανούσαν) και μόλις λίγες μέρες αργότερα την 2\7\1971 έπαιξαν στο «Mr. Smiths» του Manchester. Και ήταν τυχεροί γιατί εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ τους είδε ο Robin Blanchflower, το αφεντικό της εταιρείας Dawn που θα υπέγραφε όλα τους τα άλμπουμ, ο οποίος ενθουσιασμένος από το τραγούδι «Decision» που είχαν τελειώσει, τους έκλεισε αμέσως:
1\- Future Legends (5 ΟΚΤ 1973)
Tracklist: Future Legends – Decision - As Day Breaks With Dawn - Graveyard Epistle - Lord Of The Incubus - Olde Tyme Future - Song For A Thought - Future Legends.
Dawn DNLS 3053
Παραγωγός: Dennis «It’s all work out in the mix» Taylor
Σπάνια μια prog μπάντα ξεκινά τόσο εντυπωσιακά την πορεία της. Τούτο το άλμπουμ είναι χαραγμένο μέχρι τα μπούνια με την φοβερή και εκπληκτική κιθάρα του McCusker, που σε σημεία χαρντ-ροκίζει λίγο σε επίπεδα Wishbone Ash (εποχής Αrgus φυσικά) ή Uriah Heep, αλλά στέκεται και μόνη της εφάμιλλη των συνοδοιπόρων του Αndy Latimer (Camel) και Steve Hackett (Genesis). Εκτός από την διάρκειας μόλις 1,30΄΄ ομότιτλη εισαγωγή που με το μέλλοτρον-βιολί, νομίζεις ότι έβαλες δίσκο της Deutsche Grammophon και τον χορωδιακό διαρκείας 20΄΄ επίλογο με τον ίδιο τίτλο, όλο το υπόλοιπο άλμπουμ βρίθει από εξαιρετικές συνθέσεις που αφήνουν βαθιά παρακαταθήκη για το μέλλον το οποίο θα ακολουθούσε (βλ. παρακάτω). Τα φτωχά φωνητικά (ο Farrelly τραγουδάει σαν μέσα από σπηλιά) δεν εμποδίζουν την κιθάρα να μεγαλουργήσει, έστω κι αν στο Decision έχουν κλέψει το ριφ του μπάσου και του μέλλοτρον από το Εpitaph των Κing Crimson, έστω και αν προηγείται ένα ξεκάρφωτο τζαζέ θέμα πριν την πολύ καλή κιθάρα του McCusker. Η φόλκ ανακατεύεται ωραία στο As Day Breaks With Dawn και με καταλύτη τα φωνητικά που θυμίζουν ακριβώς την αυγή (Dawn) δένει θαυμάσια με την α λα Uriah Heep κιθάρα, όπως και στο Graveyard Epistle, μόνο που εδώ προστίθεται ένα ανατολίτικο θέμα. Το Lord Of The Incubus θα μπορούσε να είναι το καλύτερο του άλμπουμ εάν του έλειπε το ξεκάρφωτο r’n’b ριφάκι στην μέση του και είναι κρίμα γιατί οι τρίλιες του πιάνου του Houston είναι μοναδικές και δένουν τέλεια με την (ξανά) καταπληκτική κιθάρα του McCusker και με coda βγαλμένη από τo A Sauceful Of Secrets. Δεν ξέρω από τα κομμάτια που απόμειναν ποιο να χαρακτηρίσω το καλύτερο του δίσκου: το Olde Tyme Future με την ωραία φόλκ εισαγωγή και με το χάμοντ που κεντάει και τις δισολιές της κιθάρας που την καθιστούν εφάμιλλη του Hackett σε σημείο που να αναρωτιέσαι ποιος αντιγράφει ποιόν ή το Song For A Thought με την κιθάρα να καλπάζει και την μαγευτική τρομπέτα – μέλλοτρον;
Ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο που μας αποζημιώνει και με το παραπάνω παρά το ότι το γκρούπ είναι ακόμα «σφιγμένο».
( * * * )
2\- Seven Secrets (19 ΑΠΡ 1974)
Tracklist: Faced With Shekinah - Wise As Wisdom - White Eyes - Garden Lady - Three Spires – Elizabeth - The Seventh Secret
Dawn DNLS 3058
Παραγωγός: David Lewis
Τα επτά υπέροχα μυστικά που οι φίλοι μας κρατούσαν καλά κρυμμένα όλα αυτά τα χρόνια, μας προσφέρονται εδώ σε ισάριθμα μαγευτικά τραγούδια, πλημμυρισμένα με φόλκ και αναγεννησιακά μπαρόκ αρώματα, που αναδεικνύουν την αρτ πλευρά του γκρουπ, έστω και με περιορισμένη κάπως την κιθάρα του αρχηγού τους (σε σχέση πάντα με το 1ο άλμπουμ τους). Έχοντας δέσει καλά μεταξύ τους από τις πολλές συναυλίες που έδωσαν στο αναμεταξύ, εδώ «λύνονται» και απελευθερώνουν απλόχωρα την πλούσια μουσική τους παιδεία, υπογράφοντας το καλύτερο άλμπουμ τους, ένα έργο – σταθμό στο progressive rock, το οποίο δυστυχώς μπορεί να αγκαλιάστηκε από τους κριτικούς, αλλά σε μια εποχή που «θέριζαν» από την μια πλευρά του Ατλαντικού οι Genesis, Yes, ELP, VDGG και από την άλλη οι Eagles, ήταν φανερό ότι δεν μπορούσε να συναγωνιστεί μεγαθήρια τέτοιου βεληνεκούς και έτσι πέρασε απαρατήρητο, καθιστάμενο όμως με το πέρασμα του χρόνου «cult» και περιζήτητο στην νέα γενιά των prog μουσικών (ρωτήστε για του λόγου το αληθές τον Steve Harris ή τους Dream Theater για την επιρροή των Fruupp στην μουσική τους).
Η αναγεννησιακή φόλκ χρωματίζει τα πάντα στον δίσκο είτε με χάρπσικορντ στο Faced With Shekinah, στο οποίο έχουν ξεπατικώσει και το βασικό θέμα του έργου «Water Music» του George F. Handel, είτε με τσέλο – μέλλοτρον στο Three Spires, με την επιρροή και των Yes, ένα πανέμορφο κομμάτι με φωνητικά α λα Αmerica, με τον παραγωγό David Lewis να παίζει πιάνο και με τον McCusker στην πρώτη φωνή, έστω και χωρίς κιθάρα. Η ψυχεδέλεια κυριαρχεί στο Wise As Wisdom που με τα ουράνια φωνητικά του νομίζεις ότι πετάς σε όνειρο και στο White Eyes, με το μέλλοτρον να υφαίνει πολύχρωμα χαλιά και το ακορντεόν να δένει «γάντι», αλλά η κιθάρα του McCusker που μέχρι τώρα είχε παραμεληθεί, αντεπιτίθεται με όλη της τη δύναμη στο Garden Lady και με έναν λυρισμό που σε σημεία θυμίζει Αrgus, πατάει καλά στα σκαλοπάτια του μελωδικότερου από ποτέ μπάσου: πουθενά αλλού σε δουλειά των Fruupp δεν πρόκειται να την ξανακούσουμε έτσι.
«…Seven secrets I’ve told you…» τραγουδάει ο Farrelly στο Elizabeth και μας φανερώνει την κρυφή αιτία για τον τίτλο του δίσκου σε ένα κλασικότροπο μοτίβο με βιολιά - μέλλοτρον που θυμίζει την εισαγωγή του Future Legends και τα πάει περίφημα, έστω και με απουσία κιθάρας.
Το τελευταίο κομμάτι – 7ο μυστικό του άλμπουμ όμως μας αιφνιδιάζει: σε ένα χωροδιακό μπαρόκ χαλί μια άγνωστη γυναικεία φωνή με βορειοϊρλανδική προφορά μας λέει μεταξύ των άλλων: «…το μικρό μυστικό λέγεται με 1000 τραγούδια και 1000 ήχους…αλλά τα ωραία πράγματα δεν εξαφανίζονται τόσο γρήγορα, σαν τα εκατομμύρια όνειρα φτιάχτηκαν για ν΄αντέξουν…» και μας αποχαιρετά γλυκά – γλυκά με αυτή την διαρκείας μόλις 1 λεπτού ωδή στα μικρά μυστικά που κρατάει βαθιά κρυμμένα μέσα του ο καθένας μας.
( * * * * )
3\- The Prince Of Heaven's Eyes (8 ΝΟΕ 1974)
Tracklist: It's All Up Now - Prince Of Darkness - Jaunting Car – Prince of Heaven - Annie Austere - Knowing You - Crystal Brook - Seaward Sunset - The Perfect Wish
Dawn DNLH 2
Παραγωγός: Fruupp
Πριν καλά – καλά οι οπαδοί τους συνέλθουν από το magnum opus τους, οι Fruupp επανέρχονται με νέο άλμπουμ μόλις 7 μήνες μετά το προηγούμενο! Αν και ήταν συνηθισμένο τότε για τα ροκ γκρούπς να βγάζουν συχνά δίσκους, έπρεπε οι δίσκοι αυτοί και να είναι αντάξια των προκατόχων τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβη με τους φίλους μας, που με αυτό το άλμπουμ και έχοντας δυστυχώς αναλάβει και το βάρος της παραγωγής, φαίνεται να κουράστηκαν από την προγκ κατεύθυνση και αρχίζουν να δείχνουν την ποπ πλευρά τους, ρίχνοντας «νερό στο κρασί τους» και αποσκοπώντας στην δόξα των Bread, των Smokie ή των Three Dog Night που μεσουρανούσαν τότε. Και αυτό φαίνεται στα πέντε (5) πρώτα κομμάτια του δίσκου, με το Jaunting Car να περιέχει και κάντρυ (!), ή με το Prince Of Darkness να είναι απλά μια κακή αντιγραφή των Genesis με Iρλανδική προφορά. Αυτά που σώζουν το δίσκο είναι το Crystal Brook με έντονο το επικό στοιχείο και την επιβλητική κιθάρα στα καλύτερά της να θυμίζει τους παλιούς Fruupp και με ένα φλάουτο στο βασικό θέμα να χρωματίζει σωστά το κομμάτι και το The Perfect Wish με εκπληκτική α λα Camel κιθάρα και ωραίο φινάλε, αλλά και το ουράνιο Seaward Sunset που με το πιάνο και το όμποε, μόλις μέσα σε 3 λεπτά σε κάνει να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στην ακρογιαλιά και ατενίζεις το ηλιοβασίλεμα (Sunset) δένοντας υπέροχα με τους κυματισμούς του φινάλε.
Αξιοπρεπή κομμάτια, αλλά έχουν αποβάλλει την προγκ μαγεία τους. Εάν οι φίλοι μας είχαν βγάλει μόνο αυτό το άλμπουμ, το οποίο παιζόταν ολόκληρο επί μια βδομάδα καθημερινά από τον διάσημο πειρατικό σταθμό Radio Caroline και το οποίο (δυστυχώς) σημείωσε τις μεγαλύτερες πωλήσεις απ΄ όλα τα άλμπουμ τους, δεν θα μιλούσαμε για τίποτε άλλο σήμερα. Αλλά την στιγμή που υπάρχουν τα προηγούμενα δύο άλμπουμ τους, τούτος ο δίσκος μάλλον σαν «αγκάθι» φαντάζει στην δισκογραφία τους. Στο τέλος του 1974 ο καταπληκτικός Stephen Houston τους εγκατέλειψε, παίρνοντας όμως μαζί του την βαθιά αρτίστική του ικανότητα και την διανθισμένη με τις πλούσιες Βρετανικές εκκλησιαστικές παραδόσεις σχεδόν θρησκευτική του προσήλωση στα κήμπορντς, για να γίνει πάστορας (άλλωστε και στην φωτογραφία της μπάντας που παραθέτω είναι ο μόνος που φοράει σταυρό) και να συνεχίσει ηχογραφώντας χριστιανική μουσική με το χριστιανο-ροκ γκρουπ Liberation Suites. Τον Houston αντικατέστησε ο John Mason. Η αποχώρησή συνέβη μάλιστα την στιγμή που η μπάντα ήταν έτοιμη να υπογράψει στην μεγάλη πολυεθνική Sire Records, καθόσον το αφεντικό της Seymour Stein ήταν φαν της μουσικής τους, στερώντας τους την ευκαιρία για μεγαλύτερα ακροατήρια.
( * * ¾ )
Με τον John Mason δεύτερο από αριστερά
4\- Modern Masquerades (14 ΝΟΕ 1975)
Tracklist: Misty Morning Way - Masquerading With Dawn – Gormenghast - Mystery Might – Why - Janet Planet - Sheba's Song
Dawn DNLS 3070
Παραγωγός: Ian McDonald
Ο Mason μπορεί να μην ήταν εφάμιλλος του προκατόχου του, αλλά έστω και για λίγο έδεσε θαυμάσια με τους υπόλοιπους και εμπλούτισε τις συνθέσεις του αρχηγού με φρέσκες ιδέες και το πλούσιο μέλλοτρόν του. Όμως και ο McCusker αποφασίζει να «ξαναλαδώσει» εδώ την κιθάρα του και να μας μαγέψει για άλλη μια φορά με τα σόλο του. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και ο πολϋοργανίστας των King Crimson Ian McDonald που έκανε εδώ παραγωγή και έπαιξε και σαξόφωνο. Με εξαίρεση τα ποπ Why και Janet Planet (το όνομα της 1ης συζύγου του πατριώτη τους Van Morrison), όλο το υπόλοιπο άλμπουμ βυθίζεται στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του μέλλοτρον που άλλοτε οργιάζει μόνο του, όπως στο στο Misty Morning Way ή στο Mystery Might, άλλοτε συνοδεύεται από ηλεκτρικό πιάνο με ένα α λα Hatfield and the North χρώμα (Gormenghast και με ωραίο σαξόφωνο), αλλά και στην αυτοκρατορική κιθάρα που θυμίζει έντονα Camel, όμως πάει ακόμα πιο βαθιά σε τζαζ ροκ στοιχεία και αυτό την καθιστά μοναδική, έστω και αν χαρντροκίζει κάπου - κάπου (Masquerading With Dawn). Μας αποχαιρετούν με το Sheba's Song το τελευταίο και αναμφισβήτητα το καλύτερό κομμάτι του δίσκου, με φωνητικά να κλέβουν λίγο από Neil Young και Αmerica, αλλά όταν παίρνεις όρκο ότι την πένα κρατάει ο Hackett και όχι ο ΜcCuster και μετά το σαγηνευτικό συμφωνικό φινάλε, ξεχνάς τα πάντα! Μάλιστα το κομμάτι αυτό το 2006 μπήκε sampling στο άλμπουμ Ear Drum του ράπερ Talib Kweli με την Norah Jones στα φωνητικά και έφτασε μέχρι το № 2 των Αμερικάνικων charts!!
Παρόλο που ο δίσκος σε τίποτα δεν έδειχνε ότι θα ήταν ο τελευταίος τους, έμελλε τελικά να ήταν το πανέμορφο αντίο τους. Έδωσαν την τελευταία τους συναυλία στο Roundhouse του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1976 και διαλύθηκαν ήσυχα τον Δεκέμβριο πάνω στο peak τους, στερώντας μας έκτοτε την ευκαιρία να ακούσουμε ξανά κάτι γι΄ αυτούς και αφήνοντας στο 5ο μέλος τους και βιογράφο τους Paul Charles να επιμελείται σήμερα τις επανεκδόσεις των δίσκων τους.
( * * * )
Γιώργος Δ. Δημόπουλος
ΠΗΓΕΣ:
1\- Wikipedia
2\- YouTube
3\- Αllmusic
4\- Discogs
5\- Song365
6\- Melody Maker (9 Μαρτίου 1974, σελ. 34)
7\- NME (26 Mαϊου 1973)
8\- paulcharlesbooks.com
9\- Ζοο τεύχος 11 (ΣΕΠ – ΟΚΤ 1998) σελ. 55
10\- Ποπ και Ροκ τεύχη: Νο: 29 (ΙΟΥΛ 1980) σελ. 28, 49 (ΜΑΡ 1982) σελ. 64, 216 (ΦΕΒ 1997) σελ. 78