Τρίτη, 15 Νοεμβρίου 2016 17:00

Αποχαιρετισμός για τον Leonard Cohen

Written by 

Οι συντάκτες του Soundgaze καταγράφουν τις σκέψεις και τα αισθήματα τους για τον θάνατο του Leonard Cohen. Ένας μικρός φόρος τιμής για τον σπουδαίο τροβαδούρο. 

Για τον Leonard Cohen

Η αλήθεια είναι ότι το 2016 δεν είναι μια καλή χρονιά για τη μουσική, είναι τόσες πολλές και πυκνές οι απώλειες μουσικών πρώτης γραμμής που μοιάζει αδιανόητο αυτό που συμβαίνει (ελπίζουμε το μέλλον να μην μας εκπλήξει αρνητικά). Όταν μια χρονιά ξεκινάει με το θάνατο του David Bowie (λίγες μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου του δίσκου) και οδεύει προς το τέλος της με την απώλεια του Leonard Cohen (επίσης λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του νέου του άλμπουμ), πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως καλή… Πρέπει να ομολογήσω ότι με σόκαρε η είδηση του θανάτου του Cohen, αν και πριν λίγες μόνο μέρες είχε δηλώσει σε συνέντευξη του ότι είναι έτοιμος να πεθάνει. Ακόμα κι αν ήταν μια δικαιολογημένη φράση ενός ανθρώπου 82 ετών εμένα μου έμοιαζε πως μιλούσε για ένα μακρινό γεγονός.

Για τον Cohen πραγματικά δεν ξέρω τι να γράψω, ό,τι και να πω θα είναι λειψό. Ένοιωθα ανέκαθεν δέος για αυτόν τον άνθρωπο. Τα βιβλία του, τα τραγούδια του, η βαριά φωνή του, το αγέρωχο παρουσιαστικό του μου προκαλούσαν σεβασμό και θαυμασμό. Αυτή η ασκητική φιγούρα που μιλούσε με τον πιο φυσικό τρόπο για τα πιο πρόστυχα θέματα δεν είχε κάποιον όμοιο του ή αντάξιο του. Ακόμα και η σχέση του με τη χώρα μας, που μας άρεσε να την μεγαλοποιούμε (αν και ήταν απολύτως υπαρκτή), ήταν ένα ακόμα στοιχείο που έκανε την προσωπικότητα του Cohen μυθική.

Προσωπικά δεν θα καταφέρω ποτέ να ξεχάσω το μοιραίο μου λάθος να μην πάω στη συναυλία του στη Μαλακάσα, στη μοναδική ευκαιρία που είχα να τον δω ζωντανά. Όλα αυτά ελάχιστη σημασία έχουν πλέον. Τα πολλά λόγια περιττεύουν.

Και τώρα;

Ο κόσμος μοιάζει ακόμα πιο σκοτεινός χωρίς τον Leonard Cohen.

I’m Ready, My Lord

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος 

 

 

Όταν το 1984 είχα αγοράσει το Various Positions μέσα στον βόρβορο του πανκ που σάρωνε τα πάντα, είχα φάει δούλεμα χοντρό απ΄ τους φίλους μου: «τι ακούς απ΄ αυτόν τον χλεχλέ;» Κι ας είχε προηγηθεί ο Nick Cave με την διασκευή του στο Avalanche, όταν οι στάχτες των Birthday Party κάπνιζαν ακόμα. Η φωνή του δεν έπιανε ούτε δύο οκτάβες, αλλά οι στίχοι του ήταν το κάτι άλλο, όταν μάλιστα την εποχή αυτή έκλεινε τα 50! Ανατρέχοντας όμως πίσω στην «χρυσή» φολκ περίοδό του, ανακάλυψα έναν φοβερό καλλιτέχνη (και ποιητή ήδη από τα 50’s) ισάξιο του Dylan και του Buckley, που ο σεβασμός και ο θαυμασμός που ενέπνεε στα μαθητούδια που άφωνα στέκονταν και τον άκουγαν, ήταν ασύλληπτος. Δεν θα ανατρέξω σε όσους και όσες έχουν διασκευάσει μέχρι σήμερα τραγούδια του, αλλά αυτό που κατάλαβα όλ΄αυτά τα χρόνια είναι ότι για ν΄ακούσεις την μουσική του ξέχνα τα πάρτι, κλείσε τα φώτα, βάλε ποτό, άναψε κεριά και βυθίσου στο μώβ πένθιμο μπάσο του λαρυγγιού του.
Είπα «πένθιμο»; Να ένα επίθετο που πάει γάντι στην χρονιά που διανύουμε. Ταιριάζει όμως επίσης και με την μουσική του: ποτέ δεν ύμνησε την χαρά, αλλά την δυστυχία, την απόγνωση και τον θάνατο, τον οποίον ξεγελούσε πάντα, ακόμα και μέσα σε μοναστήρια Θιβετιανών μοναχών με το πορτοκαλί ράσο και τα παντοφλάκια του υμνώντας τις αρετές του ζεν και ψάχνοντας και αυτός την υπέρτατη νιρβάνα.
Ο νομπελίστας Dylan δήλωσε συγκλονισμένος όταν πέθανε ο ξενέρωτος βλάκας Bobby Vee.
Για να δούμε, τι θα πει τώρα για τον Leonard Cohen;
Γιώργος Δ. Δημόπουλος

 

 

Το 2016 δεν το βάζει κάτω. Κοντεύει να φύγει και όμως μέχρι το τέλος μας δείχνει πόσο δε γουστάρει με τίποτα τη μουσική. Το πρωινό ξύπνημα της 11ης Νοεμβρίου μας βρήκε με άλλο ένα τρομερά δυσάρεστο νέο. Ο Leonard Cohen σε ηλικία 82 ετών, ελάχιστες μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του τελευταίου του στούντιο δίσκου (ως άλλος D.Bowie), είπε να αποχωρήσει από τη σκηνή. Έφυγε για πάντα και μας άφησε σε ένα κόσμο που διαρκώς υποβαθμίζεται ποιοτικά, σκληραίνει, γίνεται πιο φτωχός και άσχημος. Και αυτή η απώλεια είναι ένα πολύ δυνατό χτύπημα για όλους μας. Αυτό που από μικρός θυμάμαι, είναι ότι άρεσε πάρα πολύ στον πατέρα μου, που κατά τ’αλλα δεν ακούει και πολύ –μη ελληνική-μουσική. Και για εμένα αυτό λέει πολλά για την ποιότητα του ως καλλιτέχνη, την επιδραστικότητα του και τη δυνατότητα που έχει η διαπεραστική μουσική, η ποίηση και η εκφραστικότητα του να ξεπερνούν τείχη μουσικά, γλωσσικά, ποιοτικά, ηλικιακά. Φτωχαίνουμε επικίνδυνα, και αυτό έχει συνέπειες σε πολλούς τομείς της ζωής μας, και όχι μόνο στη μουσική…

Ring the bells that still can ring
Forget your perfect offering
There is a crack in everything
That's how the light gets in

Αντίο Leonard.

Ιωαννίδης Παναγιώτης

 

 

Υποτίθεται πως σε αυτόν τον χώρο θα πρέπει να αναλύσουμε το μεγαλείο του ανδρός και πώς αυτός αλληλεπιδρά (δεν μπορώ να δεχτώ ακόμη τον παρελθόντα χρόνο) με την προσωπική μας ιστορία - και έτσι θα γίνει στο δικό μου κείμενο, με έμφαση στο δεύτερο σημείο, Διότι, όση κι αν είναι η σημαντικότητα ενός καλλιτέχνη σε ένα γενικότερο πλαίσιο, οι προσωπικές μνήμες παραμένουν τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα και οι πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες που λέγονται γύρω από μία αναμμένη φωτιά (ας την θεωρήσουμε για ευκολία ως “τζάκι”) τα κρύα βράδια του καταχείμωνου. Η πρώτη μου επαφή με τη μουσική του Leonard Cohen, σε ένα σπίτι που η σχέση του με την “ξένη” μουσική περιοριζόταν σε κάποιες μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού συλλογές “για να ακούν τα παιδιά” με disco τραγούδια της εποχής, ήταν οι συνεχείς από ραδιοφώνου αναπαραγωγές του Dance Me To The End Of Love. Πού να ξέραμε τότε βέβαια πως δεν ήταν ακριβώς ο έρωτας η κεντρική ιδέα εκείνου του τραγουδιού… Σε κάθε περίπτωση, ο ελληνικότατος ρυθμός του χασάπικου μαζί με τη βαθιά φωνή ενός τύπου οπωσδήποτε μεγάλου σε ηλικία, αρκετά πιο ερωτική από ό,τι μπορούσε να αντέξει (ή να υποφέρει) η ψυχοσύνθεση ενός άγουρου σχολιαρόπαιδου, είχε κάνει το κομμάτι να ακούγεται παντού και θαρρείς συνεχώς. Λίγο θέλει να το σιχαθεί κανείς; Fast forward στο 2004. Η Madeleine Peyroux διασκευάζει το τραγούδι, κάνοντας μεγάλη επιτυχία στα καθ’ ημάς και φέρνοντας το κομμάτι ξανά στην επικαιρότητα, ξαναθυμίζοντάς μου πως “υπάρχει και αυτό”. Τα χρόνια όμως έχουν περάσει κατά πολύ, ο 6χρονος πιτσιρικάς έχει ήδη άλλα 20 χρόνια εμπειρίας στην πλάτη του και μαζί έχουν αυξηθεί οι μουσικές προσλαμβάνουσες. Κάτι νιώθει να αλλάζει μέσα του ακούγοντας αυτήν την νέα εκτέλεση: μήπως είχε κάνει κάποιο λάθος στην τότε εκτίμησή του; Δεν αναζητά (ακόμη) τη λύση, προτιμά τη λήθη και αφήνει τα πράγματα ως έχουν - στο ενδιάμεσο έχει μάθει το Closing Time, το First We Take Manhattan και το Hallelujah (από την έκδοση Buckley βεβαίως). Τουτέστιν, oύτε τότε έγινε αναζήτηση στο λήμμα Leonard Cohen. Πάμε ακόμη πιο μπροστά, στο 2008, το Μάιο του οποίου ανακοινώνεται πως ο εν λόγω κύριος θα έρθει για συναυλία στο Terravibe στις 30 Ιουλίου. Έχοντας φίλους φανατικούς που ζουν και αναπνέουν Cohen μεταξύ πολλών άλλων, αποφασίζω να ασχοληθώ με το έργο του με μία άλφα σοβαρότητα, ώστε να πάω στη συναυλία ενημερωμένος. Έχω συνειδητοποιήσει, βλέπετε, τη σημαντικότητα της συγκεκριμένης μετάκλησης, αλλά δεν μπορώ να πάω ξυπόλητος στα αγκάθια. Το ρόλο της εισαγωγής παίζει η πιο πρόσφατη διπλή συλλογή (ήτοι το The Essential Leonard Cohen του 2002). Η ακρόαση αποδεικνύεται αποκαλυπτική. Χρειαζόταν, όπως φαίνεται, να φτάσει κανείς σε μία ηλικία για να αρχίζει να εκτιμά κάποια ακούσματα. Όμως τα πάντα κρίθηκαν την ημέρα της συναυλίας. Στην οποία παραλίγο να μην πάω, καθώς είχα καθυστερήσει στη δουλειά και ένιωθα πως δεν είχα όρεξη για να κάνω όλη αυτή τη διαδρομή με αυτοκίνητο. Ευτυχώς άλλαξα γνώμη, πήρα τα κλειδιά μου στο χέρι και κίνησα με το αμάξι μου για τη Μαλακάσα, οδηγώντας μόνος, με το εισιτήριο ανά χείρας. Φτάνω στο Terravibe και βρίσκω την παρέα μου που ανυπομονεί για την έναρξη του live. Λίγα λεπτά μετά, χωρίς ιδιαίτερες τυμπανοκρουσίες, η μπάντα ανεβαίνει στην σκηνή και έπεται ο αστέρας της βραδιάς, φανερά ηλικιωμένος αλλά σεβάσμιος, καλοντυμένος, ευγενέστατος, κύριος. Χειροκρότημα, ένας μικρός λόγος του Cohen στα ελληνικά (εννοείται), από τα οποία ξεχώρισε μακράν η πρόταση “Σ’ αγαπώ αλλά νηστεύω τώρα”. “Εντάξει, αρχίσατε!”, δίνει την εντολή στην μπάντα του και ξεκινάει αυτό το παλιό, άσπονδο, το μισητό Dance Me To The End Of Love, με τα φωνητικά από τα κορίτσια της μπάντας, τις αδερφές Webb και της μόνιμης, προαιώνιας συνεργάτιδας του Cohen, Sharon Robinson. Αυτό που συνέβη μέσα μου ήταν αυθόρμητο και με ξεπέρασε - όμως στην πραγματικότητα με βοήθησε να ξεπεράσω την προσποίηση, διότι τελικά απεδείχθη πως η μελωδία του και τα στοιχεία του αποδομημένα μιλούσαν ανέκαθεν μέσα μου και εκείνη την στιγμή, λυτρωτικά θαρρείς, βρήκαν διέξοδο. Από εκει και ύστερα, για τρεις περίπου ώρες (επαναλαμβάνω, τρεις!) κατά τις οποίες - με το απαραίτητο διάλειμμα στη μέση - ο Cohen στεκόταν αποκλειστικά όρθιος ή γονάτιζε προς το κοινό (τότε ήταν 74 χρονών, όχι κανένας πιτσιρικάς δηλαδή). Αν οι συναυλίες και η τακτική δισκογραφία αποτέλεσαν λύση (οικονομικής) ανάγκης για έναν 74χρονο που υπό άλλες συνθήκες απλώς θα απολάμβανε τα οφέλη της πολυετούς καριέρας του, η στάση του σε αυτές δείχνει ειλικρίνια συναισθήματος και τιμιότητα, ίσως υπέρ το δέον, απέναντι στο κοινό που πλήρωνε εισιτήριο για να παρακολουθήσει ζωντανά έναν θρύλο της μουσικής σε ανέλπιστα γερή φόρμα. Οι επιτυχίες εναλλάσσονταν με τα αγαπημένα τραγούδια του κοινού, κάποια από τα οποία θα γίνονταν και δικά μου αγαπημένα στην πορεία: Ain’t No Cure For Love, Bird On A Wire, Suzanne, In My Secret Life, Who By Fire, I’m Your Man, So Long Marianne, First We Take Manhattan, Famous Blue Raincoat εντελώς ενδεικτικά κάποια από αυτά που ακούστηκαν. Συναυλιακή εμπειρία από τις λίγες και αξεπέραστες που μπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή, ειδικά αν σε πετύχουν απροετοίμαστο.

Από τότε έχουν περάσει έτη οκτώ και δεν έχει σβήσει η φλόγα εκείνης της συναυλίας. Σαν το σημείο μηδέν από το οποίο αρχίζει και μετρά ο Χρόνος. Από τότε θα ακούω Cohen, θα διαβάζω Cohen, θα ασχολούμαι με τη ζωή του, διότι νιώθω πως με αφορά αυτό που κάνει και είμαι έτοιμος και δεκτικός στο να το προσλάβω και να το κάνω δικό μου. Οφείλω σε εκείνη τη συναυλία, στη φυσική δηλαδή παρουσία του Cohen, έξω από μία φωνή σε ένα ψηφιακό ή αναλογικό δισκάκι και ξέχωρα από τις αποτυπώσεις του έργου του σε βίντεο και DVD, πολλές από τις ώρες ακροάσεων που ακολούθησαν και κάποιες ώρες διαβάσματος σχετικού υλικού. Όταν άκουσα το ομώνυμο κομμάτι του πιο πρόσφατου και τελευταίου, όπως αποδείχθηκε, δίσκου εν ζωή του Cohen, η φράση “I’m ready, my Lord” έμοιαζε να βγαίνει από τα τρίσβαθα της ψυχής του. Αδύνατο να μη με καταβάλει ένα συναίσθημα μεταξύ ηδονής και σφιξίματος στην καρδιά. Με το θάνατό του απέδειξε πως ήταν, εν τέλει, πανέτοιμος. Εμείς πάλι που τον ακολουθήσαμε και κάπως, κάποτε τον αγαπήσαμε, δεν ήμαστε και τόσο.

So long Field Commander Cohen...

Μιχάλης Κουρής

 

 

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα