Print this page
Δευτέρα, 08 Οκτωβρίου 2018 21:00

Αφιέρωμα Crippled Black Phoenix: Extended Play – Extended Pleasure

Written by 

Οι Crippled Black Phoenix είναι από εκείνα τα συγκροτήματα που ακόμα κι αν τα έχεις παρακολουθήσει ζωντανά άπειρες φορές, έχεις πάντα κάποιο κίνητρο για να τους δεις ξανά. Το φετινό ραντεβού με τη μπάντα από την Αγγλία είναι στις 13/10 στο Temple, όπου μάλιστα θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε live το υλικό από το νέο τους δίσκο Great Escape. Το γκρουπ του εμβληματικού Justin Greaves (με τεράστιο παρελθόν σε μπάντες του σκληρού ήχου όπως οι Iron Monkey και Electric Wizard) έχει πίσω του ήδη μια θαυμάσια και περιπετειώδη (αναζητήστε την ιστορία πίσω από τα Ressurectionists / Night Raider και 200 Tons Of Bad Luck) δισκογραφία, την οποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα να ανακαλύψετε και να «βυθιστείτε» σε αυτή. Στο παρόν αφιέρωμα επιλέξαμε να καταπιαστούμε με τα EP που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι τώρα και κατέχουν εξέχουσα θέση στη δισκογραφία τους. Το βασικό χαρακτηριστικό των EP τους είναι η μεγάλη διάρκεια που πλησιάζει αυτή ενός κανονικού άλμπουμ. Επίσης, η λογική του σχήματος διαφέρει από την τακτική της πλειοψηφίας των συγκροτημάτων που κυκλοφορούν ένα EP τοποθετώντας σε αυτό τα «υπολείμματα» των ηχογραφήσεων κάποιου δίσκου που προηγήθηκε. Για τους CBP κάθε EP είναι μια αυτόνομη κυκλοφορία, με νέο υλικό αλλά και -απρόσμενες κυρίως- διασκευές.

Η πορεία μας ξεκινάει από το I, Vigilante, μια από τις καλύτερες ηχογραφήσεις που έχουν να επιδείξουν ως σήμερα. Σε αυτό το υπέροχο mini album βρίσκεται και η ανεπανάληπτη διασκευή τους στο Of A Lifetime των Journey. Σειρά έχει κατόπιν το No Sadness Or Farewell όπου τους συναντάμε με νέο line up (όπως πάντα, άλλωστε) και ήχο ανανεωμένο. Τρίτο στη σειρά το New Dark Age, το οποίο ναι μεν έχει τα λιγότερα κομμάτια σε σχέση με τα υπόλοιπα EP τους (μόνο τέσσερα) αλλά αυτό συμβαίνει γιατί εδώ αποδίδουν ολόκληρο το επικό Echoes των Pink Floyd. Κάπως έτσι, φτάνουμε και στο πιο πρόσφατο, μέχρι στιγμής, EP τους, το περσινό Horrific Honorifics στο οποίο διασκευάζουν μερικά αγαπημένα τους τραγούδια/συγκροτήματα. Ακολουθήστε τη διαδρομή και θα ανταμειφτείτε με μουσικές, που μπορεί να μην βρήκαν το δρόμο τους για κάποιο άλμπουμ των Crippled Black Phoenix, αλλά αποτελούν μικρά διαμαντάκια στην πολύτιμη δισκογραφία τους.

 

1. I, Vigilante (Invada, 2010)

Θα γελούσε οποιοσδήποτε συνειδητοποιημένος μουσικόφιλος - και δικαιολογημένα - αν κάποιος μουσικός του έλεγε πως “το καινούριο ΕΡ της μπάντας μου περιέχει 6 κομμάτια και έχει διάρκεια σχεδόν 50 λεπτά”. Δεν είναι απίθανο αυτό να το υποστηρίζει ακόμη ο Justin Greaves όταν μιλάει για το mini album I, Vigilante. Βέβαια, για μία μπάντα που μας έχει συνηθίσει σε διπλά άλμπουμ με πολλά κομμάτια και μεγάλες συνολικές διάρκειες, ακόμη και η κοντά 1 ώρα μουσικής θα μπορούσε να κατηγοριοποιηθεί ως ΕΡ. Εμείς, επειδή τον αγαπάμε, δεν θα τον κακοκαρδίσουμε και θα το ρίξουμε στο αφιέρωμα με τα ΕΡ για λόγους πληρότητας. Χωρίς υπερβολή, όμως, το I, Vigilante αποτελεί μία από τις 2-3 αντικειμενικά κορυφαίες δουλειές τους (συνήθως βρίσκεται στην κορυφή των προτιμήσεών του γράφοντα, αλλά αυτό δεν μας απασχολεί στην παρούσα φάση): συμπαγές και απρόσμενα σφιχτοδεμένο για ΕΡ (εξού και εμείς το θεωρούμε mini album), με τέσσερις νέες (για τότε) κομματάρες, η μία καλύτερη από την άλλη, και δύο σπουδαίες διασκευές.

Το mini album κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά το διπλό άλμπουμ The Resurrectionists/Night Raider, δίσκο που τους απομάκρυνε από την κοινότητα του post rock με την οποία είχαν συνδεθεί περισσότερο μετά από το εκπληκτικό ντεμπούτο τους Α Love Of Shared Disasters. Παρεμπιπτόντως, ο Greaves ποτέ δεν αποδέχτηκε κάποια συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση για την μπάντα του και δεν ήθελε να αποτελεί μέρος κανενός “κινήματος” - εξού και οι κλασικές πλέον δηλώσεις στις αρχικές σελίδες των κοινωνικών μέσων (MySpace σε έλεγαν τότε) που εν μέρει διασώζονται ακόμη και εξηγούσαν “τι δεν είμαστε”. Η πολιτική - καλύτερα κοινωνική - τοποθέτηση του Greaves έχει γίνει σαφής από την αρχή και δεν χρειάζεται πλέον να εξηγηθεί. Όπως σαφές είναι πως αυτή η μπάντα δρα περισσότερο ως χαλαρή κολεκτίβα παρά ως ένας συνεκτικός οργανισμός, τουλάχιστον σε εκείνη την περίοδό της. Αλλιώς και ορθότερα ειπωμένο, πρόκειται για σχήμα του Greaves, ο οποίος δεν εφησυχάζεται μέχρι να βρει τα κατάλληλα μέλη, που θα του κάνουν κυρίως ως χαρακτήρες και όχι απαραίτητα ως μουσικές ποιότητες. Η παραπάνω φράση θέλει να αναζητήσει πλαγίως τους λόγους για τους οποίους (είναι κοινό μυστικό πως) οι Crippled Black Phoenix πάντα είχαν στις τάξεις τους αξιοπρεπείς αλλά όχι πραγματικά σπουδαίους τραγουδιστές που θα απογειώσουν τις συνθέσεις τους ακόμη περισσότερο. Ευτυχώς η μουσική τους είναι τόσο δυνατή και συναισθηματική που καθιστά ασήμαντα όλα τα επιμέρους θέματα που μπορεί να εντοπίσει ο (υπερ)αναλυτικός παρατηρητής τους.

Δεν υπάρχει κομμάτι που να υστερεί σε σχέση με τα υπόλοιπα και το αυτό ισχύει και για τις διασκευές. Ο Greaves βρίσκεται σε απίστευτη συνθετική φόρμα από το πρώτο ως το τελευταίο λεπτό των αυθεντικών συνθέσεων του ΕΡ. Το Troublemaker κάνει τη σύνδεση με το δυνατό εξώφυλλο (The wolf changes its fur but not its nature) και δίνει την ευκαιρία στον Joe Volk να γράψει εξαιρετικούς στίχους και να “γράψει” τα καλύτερα φωνητικά του σε δίσκο των CBP. Η κορυφή του δίσκου έρχεται αμέσως μετά με το We Forgotten Who We Are, του οποίου τα σχεδόν 11 λεπτά ρέουν τόσο όμορφα και αβίαστα κι ας βάζουν τον ακροατή σε rollercoaster διαθέσεων. Οι υπέροχες μελωδίες, τα στακάτα ρυθμικά μέρη στα οποία βασίζεται το κομμάτι και η πλούσια ενορχήστρωση φανερώνουν τεράστιο ταλέντο και όλα τα μέλη συμβάλλουν στην ανάδειξη αυτού. Συγκλονιστικά και τα κιθαριστικά soli από Greaves και Demata. Δεν προλαβαίνει καλά καλά να τελειώσει το κομμάτι και ξεκινάει το Fantastic Justice, πιο απλό στη δόμησή του αλλά εξίσου υπέροχο με την χαρακτηριστική κεντρική πιανιστική μελωδία και το υμνικό ρεφρέν με κυρίαρχο το τρομπόνι. Το Bastogne Blues κλείνει την τετράδα των νέων κομματιών με αναφορά στη μάχη των Αρδεννών, της τελευταίας και πλέον αποτυχημένης στρατιωτικής επιχείρησης των Γερμανικών δυνάμεων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που οδήγησε τελικώς στη συνθηκολόγηση του Τρίτου Ράιχ (αλλά όχι ακόμη την οριστική λήξη του πολέμου). Η βασική μελαγχολική μελωδία στο πιάνο και τα παραδοσιακά έγχορδα (βιολί, βιόλα) που τη συνοδεύουν στήνουν ένα μεγαλειώδες υπόβαθρο για τους ιδιαίτερα ανθρώπινους στίχους του Volk, που αποτυπώνουν τις σκέψεις ενός στρατιώτη από την πλευρά των Συμμάχων. Το ΕΡ κλείνει με δύο υπέροχες διασκευές. Το Of Lifetime των Journey από το ομώνυμο πρώτο άλμπουμ τους, πριν έρθει στις τάξεις τους ο Steve Perry και τους κάνει superstars παγκοσμίου βεληνεκούς, είναι από μόνο του ένα αριστούργημα, αλλά η σύγχρονη αυτοσχεδιαστική οπτική των Phoenix, αν και ιδιαιτέρως σεβαστική στο πρωτότυπο, και τα απίθανα classic rock φωνητικά της Daisy Chapman ανάγει τη διασκευή σε μνημειώδη. Το αντιπολεμικό Burning Bridges (των Mike Curb Congregation, από την ταινία Kelly’s Heroes  - ελληνιστί… “Ήρωες με βρώμικα χέρια”! - του 1970 με πρωταγωνιστή τον Clint Eastwood) δεν απέχει μυριοστό από την αυθεντική εκδοχή και, ως hidden track, δεν υπάρχει καταγεγραμμένο στο οπισθόφυλλο του δίσκου, αναφέρεται όμως στις πληροφορίες του booklet. Οι Crippled Black Phoenix έχουν ανέβει πλέον επίπεδο και το οποίο κρατούν και στις επερχόμενες κυκλοφορίες τους.

 

2. No Sadness Or Farewell (Cool Green Recordings, 2012)

Μέσα στην ίδια χρονιά οι Crippled Black Phoenix παρέδωσαν στην κυκλοφορία τρία (!) άλμπουμ: το “κανονικό” (Mankind) The Crafty Ape τον Ιανουάριο, το live Poznan 2011 A.D. τον Σεπτέμβριο και το No Sadness Or Farewell τον Οκτώβριο. Όμως με τις εσωτερικές ζυμώσεις που συμβαίνουν μέσα στην μπάντα, η σύνθεση δεν μένει σταθερή. Ο Joe Volk ήδη αποχωρήσει μετά την ηχογράφηση του Mankind… και στα live αντικαθίσταται από τον Matt Simpkin, με τον οποίο μάλιστα είχαν έρθει εκείνη τη χρονιά και στην Αθήνα για ένα ΕΠΙΚΟ με όλη τη σημασία της λέξης τρίωρο live στο Κύτταρο! Στο No Sadness Or Farewell, πάλι, μας συστήνεται ως lead τραγουδιστής ο John E. Vistic (ο οποίος δεν θα αντέξει για παραπάνω από εκείνο το ΕΡ και κάποιες συναυλίες, όπως βέβαια και η μισή μπάντα μετά τα γνωστά γεγονότα...). 

Το συνθετικό tribute στους Pink Floyd βαράει κόκκινο στο συγκεκριμένο ΕΡ και οι σχετικές επιρροές γίνονται και σε αυτήν την κυκλοφορία πολύ ξεκάθαρες. Ο δίσκος ξεκινάει με το οργανικό How We Rock σε τυπικό υμνικό στυλ, θυμίζοντας λίγο δομικά τις post-rock απαρχές της μπάντας με κάποια Gilmour-ικά κιθαριστικά μέρη, αλλά σε σαφώς σκληρότερη εκδοχή στο δεύτερο μισό του κομματιού, όπου η κεντρική μελωδία της κιθάρας αρχικά και του πιάνου μετέπειτα λειτουργεί ως εφαλτήριο για την ανάπτυξη της σύνθεσης και το τελικό κρεσέντο. To “hit-potential” κομμάτι του ΕΡ είναι φυσικά το Hold On (So Goodbye To All That), όπου o Vistic αφήνει τα πρώτα του διαπιστευτήρια. Στο What Have We Got To Lose? ακούμε τη φωνή της Belinda Kordic (ζευγάρι με τον Greaves στη ζωή, αλλά και στη μουσική με τους Se Delan λίγα χρόνια μετά) και ηρεμούμε, τουλάχιστον σε σχέση με τα υπόλοιπα κομμάτια του ΕΡ, με ένα κομμάτι πολύ χαρακτηριστικό του συνθετικού τρόπου των Crippled Black Phoenix. Το σύντομο (για CBP πάντα - διαρκεί “μόλις” 3 λεπτά) οργανικό One Armed Boxer δρα περίτεχνα ως συνδετικός κρίκος, outro του προηγούμενου και intro για το επόμενο. Στο μελαγχολικό prog του Jonestown Martin έχουμε τρεις (!) τραγουδιστές να ενώνουν τις φωνές τους, με προεξάρχουσα τη Martina Wolf, ενώ στο Long Live Independence υψώνουμε τη γροθιά μαζί με τον Vistic στο εξυψωτικό ρεφρέν σε δικούς του στίχους μάλιστα, εντελώς μέσα στο πνεύμα της μπάντας - Who will protect us from our protectors? Οι εκδόσεις του CD και του LP περιλαμβάνουν τον ίδιο αριθμό κομματιών, αλλά ενώ στο CD υπάρχει το 10λεπτό What Have We Got To Lose, το βινύλιο πέφτει θύμα των περιορισμών του μέσου και περιλαμβάνει στη θέση του το (⅓ της διάρκειας) Maniac Beast, ένα αρκετά ευθύ (και σύντομο) rock κομμάτι για τα δεδομένα των CBP. Το ΕΡ αποτελεί την τελευταία αποτύπωση εκείνης της σύνθεσης του σχήματος.

 

3. New Dark Age (Season Of Mist , 2015)

Το τρίτο EP της μπάντας New Dark Age αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία των CBP στη γαλλική εταιρία του μεταλλικού ήχου Season of Mist, με την οποία συνεργάζονται μέχρι σήμερα. Παρότι, όπως προαναφέραμε, περιέχει τα λιγότερα κομμάτια σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα, η διάρκεια του αγγίζει τη μια ώρα (ξεπερνάει τα 56 λεπτά). Η εναρκτήρια σύνθεση Spider Island θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η πιο τυπική του EP μιας και «περιορίζεται» στα πέντε λεπτά και μουσικά δεν προσφέρει κάποια έκπληξη. Αμέσως μετά, ακολουθεί το 14λεπτο New Dark Age το οποίο βάζει τα πράγματα στη θέση τους με την επική διάθεση του. Σειρά έχει ένα ακόμα πιο μακρόπνοο εγχείρημα, μιας και το γκρουπ αποφασίζει να διασκευάσει το μυθικό Echoes των Pink Floyd. Όσοι έχουν παρακολουθήσει την πορεία των Crippled Black Phoenix όλα αυτά τα χρόνια προφανώς γνωρίζουν πως η παρακαταθήκη των Pink Floyd βρίσκεται παντού, τόσο στα άλμπουμ τους όσο και τα live τους (πως να ξεχάσουμε εκείνη την φλοϋδικής έμπνευσης τρίωρης σχεδόν διάρκειας εμφάνιση τους στο Κύτταρο το 2012, που μας είχε κάνει να παραμιλάμε!). Με αυτή την προοπτική, μόνο εντύπωση δεν προκαλεί το ότι επέλεξαν να διασκευάσουν (και εδώ) Pink Floyd και μάλιστα μια ιδιαιτέρως απαιτητική σύνθεση τους. Για λόγους ευκολίας -προφανώς- χωρίζουν το Echoes σε δυο μέρη (19:19 και 18:18 λεπτά, αντίστοιχα) και ενώ δείχνουν τον απαραίτητο σεβασμό στο πρωτότυπο, το μπολιάζουν ταυτόχρονα με τη δική τους «τρέλα». Φροντίζουν μάλιστα να συμπεριλάβουν αποσπάσματα ηχογραφήσεων όπου ακούγονται οι φωνές των μελών των Pink Floyd, ενώ στο τέλος του δεύτερου μέρους εντάσσουν μια διασκευή στο Childhood's End των Floyd, χωρίς όμως να κατονομάζεται στα credits (κάνουν επίσης ένα πέρασμα και από το κλασικό Telstar των Tornados, άνευ credit φυσικά…). Και μόνο για αυτό τον ιδιαίτερο φόρο τιμής στους μουσικούς πατεράδες τους, το New Dark Age κατέχει σημαντική θέση στη δισκογραφία τους (οι φανατικοί ας τσεκάρουν και το split Crippled Black Phoenix / Se Delan ‎– Oh'Ech-oes, της ίδια χρονιάς).

 

 

4. Horrific Honorifics (Season Of Mist, 2017)

Είναι ξεκάθαρο πως για τους CBP οι διασκευές είναι ένα αγαπημένο «σπορ» και προφανώς αρκετά διασκεδαστικό για τους ίδιους. Δεν μας εξέπληξαν λοιπόν όταν πέρσι κυκλοφόρησαν το EP Horrific Honorifics, το οποίο περιελάμβανε αποκλειστικά διασκευές. Μας εξέπληξαν ωστόσο με τις επιλογές τους που μόνο προφανείς δεν ήταν (για άλλη μια φορά). Λένε ότι το μουσικό υπόβαθρο και τα ακούσματα ενός καλλιτέχνη αποκαλύπτουν πολλά για την μουσική του ταυτότητα αλλά και την επιλογές που κάνει. Στην περίπτωση του Justin Greaves αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως πρόκειται για ένα μουσικό με ευρύ μουσικό ορίζοντα και οπωσδήποτε πολύ «ψαγμένο» ακροατή, τα ονόματα που θα διαβάσετε παρακάτω το επιβεβαιώνουν και με το παραπάνω.  

Το EP ξεκινά με την εκτέλεση τους στο False Spring των Αμερικανών Arbouretum (των οποίων το άλμπουμ The Gathering του 2011 προτείνουμε ανεπιφύλακτα ως ένα θαυμάσιο δείγμα stoner folk!) και έπεται το The Golden Boy Swallowed By The Sea των μέγιστων Swans (από το Love Of Life του 1992, που καλό είναι να μην λείπει από τη δισκοθήκη σας). Οι απρόσμενες επιλογές συνεχίζονται με το μελοδραματικό Will-O-The-Wisp των Magnolia Electric Co., του πρόωρα χαμένου Jason Molina (εδώ τα φωνητικά ανήκουν στην Belinda Kordic, σύζυγο του Greaves και σταθερό μέλος πια του γκρουπ). Τους Καναδούς No Means No δεν ξέρω πόσοι τους γνωρίζουν, ο Greaves ωστόσο μάλλον είναι fan τους, μιας και διαλέγει να συμπεριλάβει στο EP την άποψη του για το κομμάτι τους Victory. Για την επόμενη ειδικά επιλογή οφείλω να εκφράσω το τεράστιο respect μου στην μπάντα (εντάξει και για όλες τις υπόλοιπες, επίσης) κι αυτό γιατί διασκευάζει το In Bad Dreams των σκανδαλωδώς υποτιμημένων God Machine, ενός από τα καλύτερα heavy rock γκρουπ γενικώς, που ελάχιστοι μέχρι σήμερα έχουν ανακαλύψει, δυστυχώς.  To EP ολοκληρώνεται με μια βουτιά στα 70s, με μια διασκευή στο κομμάτι The Faith Healer των Sensational Alex Harvey Band. Όλες οι διασκευές, είναι αναμενόμενα φροντισμένες και προσαρμοσμένες στο στυλ της μπάντας, αν όμως έπρεπε να διαλέξουμε δυο, αυτές θα ήταν τα Will-O-The-Wisp και In Bad Dreams, μιας και η σκοτεινιά και η μελαγχολική διάθεση τους ταιριάζει απολύτως.

 

Επιμέλεια αφιερώματος: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος – Μιχάλης Κουρής

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Latest from Soundgaze team

Related items