Δεν είναι εύκολο να περιγράψω με λόγια όσα ζήσαμε στη συναυλία του Νορβηγού Sivert Hoyem στον όμορφο συναυλιακό χώρο του Lab Art στο Βόλο, όμως, καθώς σκοπός αυτού του κειμένου είναι να μεταφέρει εντυπώσεις από το συγκεκριμένο live, ας προσπαθήσουμε να τον εκπληρώσουμε.
Ας ξεκινήσουμε με κάποια προσωπικά μου δεδομένα. Το ότι θα έβλεπα το συγκεκριμένο μουσικό στο συγκεκριμένο χώρο μου προκαλούσε διπλό ενθουσιασμό. Αρχικά, γιατί θα έβλεπα τον Sivert μετά από πολλά χρόνια (όταν τον είχα δει τελευταία φορά, είχε έρθει με τους Madrugada, για τόσο παλιά μιλάμε) και κατά δεύτερον γιατί θα ήταν η πρώτη φορά που θα έβλεπα μεγάλη συναυλία στην Ελλάδα εκτός Αττικής και σίγουρα αυτό από μόνο του προσέθετε ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη βραδιά. Για αυτούς τους λόγους ξεκίνησα από νωρίς για τον καταπληκτικό πολυχώρο Τσαλαπάτα (κάτι σαν την Τεχνόπολη της Αθήνας) όπου βρίσκεται το πανέμορφο Lab Art.
Δεν αμφέβαλα ποτέ πως η επαρχία έχει κόσμο που διψά για καλή μουσική και συναυλίες «διαφορετικές». Φτάνοντας στο χώρο 15 λεπτά πριν ανοίξουν οι πόρτες αντίκρισα 30 άτομα απέξω να περιμένουν, κάτι που επιβεβαίωσε με τον καλύτερο τρόπο την πεποίθηση μου.
Σύντομα βρεθήκαμε εντός του πολύ ζεστού χώρου, που αν δεν έβλεπες τη σκηνή θα ήσουν σίγουρος πως πρόκειται για club. Η «αίσθηση» club έγινε πιο έντονη όταν λίγο μετά την είσοδό μου στο χώρο, ήρθε σερβιτόρος να με ρωτήσει αν θα πάρω κάτι, πράγμα ασυνήθιστο για συναυλία. Στις 21.40 ακριβώς, μια κοπέλα με την ηλεκτρική κιθάρα της βγήκε στη σκηνή και μας κράτησε συντροφιά για περίπου 35’. Καθώς από συστολή ή λογικό άγχος δε μας είπε το όνομα της, αναγκαστήκαμε να την αναζητήσουμε αργότερα για να το μάθουμε. Πρόκειται για τη Nicole Forlida που δείχνει να συνεχίζει την τρομερή παράδοση που έχει χτίσει η εγχώρια σκηνή στις απίστευτες γυναικείες φωνές. Φοβερή φωνή, όμορφα τραγούδια blues rock υφής -με στάλες jazz- παιγμένα με περίσσεια αυτοπεποίθηση (παρά την πιθανή συστολή στο ενδιάμεσο των κομματιών που αναφέραμε παραπάνω). Κατά την άποψη μου έχει λαμπρό μέλλον στο χώρο, ό,τι μπορεί βέβαια να σημαίνει αυτό στην Ελλάδα.
Λίγο μετά τις δέκα και μισή κάνει την εμφάνιση του ο μαυροντυμένος και στην πένα Sivert μαζί με την αποτελούμενη από 4 άτομα μπάντα του (οι Christer Knutsen που πηγαινοερχόταν μεταξύ πλήκτρων και κιθάρας και είναι μακροχρόνιος συνεργάτης του, Øystein Franzvåg μπάσο, Børge Fjordheim ντραμς και τον κιθαρίστα Robert McVey) και χωρίς πολλά-πολλά περάσαμε κατευθείαν στο προκείμενο. Ο χώρος ήταν ήδη σχεδόν γεμάτος και αν δε πέφτω πολύ έξω πρέπει να πλησιάσαμε το sold out. Λίγη σημασία βέβαια έχει αυτό γιατί για την επόμενη μιάμιση ώρα (συν κάτι ψιλά) θα περνάγαμε όλοι όσοι ήμασταν εκεί πολύ όμορφα και αυτό φάνηκε από το εναρκτήριο Lioness από το ομώνυμο νέο άλμπουμ του και την υποδοχή που είχε αυτό από το κοινό.
Στο Lost At Sea (από το Moon Landing του 2009) είχαμε την πρώτη πραγματικά μεγάλη στιγμή από τις πολλές που ζήσαμε στη βραδιά, με το κομμάτι να εκτελείται σε λίγο πιο γρήγορο tempo από τη κανονική του version. Το κοινό επευφημούσε ήδη πάρα πολύ και έδειχνε να το απολαμβάνει στο μέγιστο. Ακολούθησε το What’s On Your Mind από το άλμπουμ Madrugada του 2008,που όπως ήταν φυσικό, έγινε δεκτό με ενθουσιασμό.
Κάπου εκεί ο Sivert μας ενημέρωσε πώς ο βασικός κιθαρίστας έδινε μόλις το δεύτερο του live με τη μπάντα και έτσι πριν το ξεκίνημα του Where Is My Moon? το κοινό χειροκρότησε παρατεταμένα τον Robert McVey, που παρά το γεγονός ότι κοίταγε συνεχώς προς τον Sivert μέχρι εκείνο το σημείο, έτσι ώστε να «μπαίνει» σωστά στα κομμάτια, ήταν εξαιρετικός, ενώ από εκείνο το σημείο η κίνηση του στη σκηνή έγινε πολύ πιο άνετη και έδειξε και αυτός να το απολαμβάνει. Ακολούθησε το Honey Bee από τη Madrugada περίοδο πάλι, όπου σαν εισαγωγή μας είπε ότι το παίζει γιατί ο ίδιος το γουστάρει πολύ, κάτι σα δώρο στον εαυτό του μέσα στο live. Κανείς μα κανείς φυσικά δε φάνηκε να δυσαρεστείται.
Τρομερή στιγμή στο live και το Into The Sea (από το Exiles του 2006 ενός ακόμα προσωπικού σχήματος του Sivert, του Sivert Høyem & the Volunteers) σε μια πολύ δυναμική και γεμάτη πάθος εκτέλεση. Προσωπική μου άποψη είναι πως αποτέλεσε την δεύτερη καλύτερη στιγμή μιας έτσι κι αλλιώς εξαιρετικής συναυλίας, με τον ντράμερ να «δίνει ρέστα». Μετά το όμορφο Void συγκρουστήκαμε με δύναμη πάνω στον πύραυλο- κομμάτι που λέγεται The Boss Bossa Nova (ίσως το καλύτερο κομμάτι από το φετινό Lioness), μια σκοτεινή ελεγεία.
Η ώρα πέρναγε και μια απορία την είχα αν θα ακούσουμε το Majesty. Η στιγμή αυτή έφτασε, όμως η εκτέλεση του κομματιού ήταν μια μεγάλη έκπληξη, γιατί η μελωδία του πλαισιώθηκε από ένα πρώτης τάξεως τζαμάρισμα από τη μπάντα, που απογείωσε το κομμάτι.
Λίγο πριν το τέλος ο Sivert μας ενημέρωσε πως «παίζουμε το τελευταίο κομμάτι και ξέρετε τώρα... θα κάνουμε πως φεύγουμε και εσείς θα μας ξαναφωνάξετε!». Δεν μπορούσε όμως να αφήσει το κοινό παραπονεμένο, αφήνοντας το να φύγει χωρίς να σιγοτραγουδήσει μαζί του το Sleepwalking Man, το μεγάλο hit του άλμπουμ που ήρθε να παρουσιάσει.
Παρά το... σκηνοθετημένο του πράγματος το κοινό πραγματικά ζήτησε μετ’ επιτάσεως από τη μπάντα να επιστρέψει στη σκηνή. Μάλιστα, εμένα μου φάνηκε πως ο κόσμος ήταν τόσο ζεστός που και 5 ακόμα ώρες να έπαιζαν, όλοι στις θέσεις τους θα βρίσκονταν, να χορεύουν και να χειροκροτούν. Ένδειξη σημαντική του πόσο ακομπλεξάριστος και χωρίς τουπέ είναι ο Sivert, είναι το γεγονός ότι ενώ όλη η μπάντα επέστρεψε για το encore, εκείνος καθυστέρησε για 2-3 λεπτά αφού τον σταμάτησαν στη διαδρομή για selfies που φυσικά δεν αρνήθηκε.
Το encore περιελάμβανε πολύ…Madrugada με Electric και The Kids Are On High Street, ενώ στο τέλος όλη η μπάντα έμεινε πάνω στη σκηνή για αρκετή ώρα ανταποδίδοντας το χειροκρότημα στον κόσμο που τους αποθέωνε. Συμπέρασμα της βραδιάς νομίζω έχει ήδη προκύψει απ’όσα διαβάσατε: Ο Sivert είναι ένας δυναμίτης πάνω στη σκηνή και η μπάντα του εκπληκτικά δεμένη και ικανή να τον υποστηρίξει. Φαίνεται δε, σε κάθε του κίνηση το πόσο εκτιμά το ελληνικό κοινό και την αγάπη που αυτό του δείχνει με κάθε ευκαιρία. Ένα ακόμα συμπέρασμα που προκύπτει για εμένα, είναι πως το κοινό της επαρχίας διψάει για καλές συναυλίες. Μπράβο στους διοργανωτές και το Lab Art για την ευκαιρία αυτή που δίνουν στον κόσμο.
Aκολουθεί ένα video από το live που τραβήχτηκε για το soundgaze.gr:
Κείμενο: Παναγιώτης Ιωαννίδης / Φωτογραφίες: Βέρα Ιωακειμίδη