Η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται. Έτσι αναφέρει η γνωστή παροιμία, για να περιγράψει μεταφορικά ότι η έκβαση οποιασδήποτε ενέργειας/κατάστασης προοικονομείται νομοτελειακά από το θετικό ή όχι ξεκίνημά της. Όπως κάθε παροιμία, βέβαια, έτσι και αυτή εύκολα μπορεί να αποδειχθεί πως δεν αποτελεί κάποια αυταπόδεικτη συμπαντική αλήθεια. Ευτυχώς, διότι αν ίσχυε αυτό, η πτώση – μόλις στα πρώτα λεπτά του εναρκτήριου κομματιού – του ηλεκτρονικού drum pad που χρησιμοποιούσε ο Simon Green θα σήμαινε μονάχα αποτυχία του live και μάλιστα παταγώδη. Το αντίθετο συνέβη, όπως καταλάβατε.
Το Fuzz είχε σχεδόν γεμίσει από κόσμο, κυρίως νεαρής ηλικίας, που ήρθε να απολαύσει για άλλη μία φορά τον αγαπητό στο ελληνικό κοινό Bonobo, πριν καλά-καλά συμπληρωθούν 12 μήνες από την προηγούμενη εμφάνισή του στην Αθήνα. Το DJ set του Radical (του ½ των Blue Square), που ανέλαβε το ρόλο του support act, κινήθηκε σε downtempo/chill out/hip hop grooves, σε ύφος δηλαδή που ταίριαζε με αυτό που θα προτιμούσε το κοινό του Bonobo να ακούσει για ζέσταμα συνοδεία κατάλληλου αλκοολούχου ποτού, πριν εκείνος ανέβει στην σκηνή. Η πολύ χαμηλή ένταση του ήχου δεν βοηθούσε να μπούμε σε κάποιο κλίμα, αν και υπήρχαν κάποιοι που λικνίζονταν ανάλαφρα στους ρυθμούς της μουσικής. Η ζέστη μέσα στο Fuzz, που ενίοτε διακοπτόταν από κάποιες δροσερές εξάρσεις του κλιματισμού του χώρου και το ελαφρύ ντύσιμο των πολλών θηλυκών υπάρξεων, θύμιζαν ότι βρισκόμαστε στο καλοκαίρι, άρα οι ήχοι θα πρέπει να είναι αντίστοιχοι.
Για το ξεκίνημα του live, τα είπαμε στην πρώτη παράγραφο. Πραγματικά, λίγα μόλις λεπτά είχε προλάβει να ανέβει στην σκηνή ο άνθρωπος, μόλις που είχε μπει το Cirrus! Κι όμως δεν υπήρξαν εκφράσεις αγωνίας, του τύπου «ωχ το αφεντικό έπαθε ατύχημα, την κάτσαμε, όλη την υπόλοιπη βραδιά θα είναι κακόκεφος και θα μας τα ζαλίσει», αλλά μόνο χαμόγελα μεταξύ των μελών της μπάντας του – τουλάχιστον όσων βρίσκονταν εκείνη την στιγμή μαζί του, δηλαδή του ντράμερ Jack Baker και του πολυοργανίστα (σαξόφωνο, φλογέρα, πλήκτρα) Mike Lesirge. Καθόλου συμπτωματικά, αυτοί οι δύο ξεχώρισαν εκτελεστικά από όλη την υπόλοιπη εξαμελή μπάντα που συνόδευε τον Bonobo, κάτι που εξαργυρώθηκε σε χειροκρότημα από το κοινό κατά τη διάρκεια των σόλο τους στο El Toro, στην φύσει πιο jazz στιγμή της βραδιάς.
Περιμέναμε ότι το setlist θα βασιζόταν αρκετά στο πιο πρόσφατο The North Borders και όντως έτσι συνέβη. Ίσως ο κόσμος να ήθελε περισσότερο από το Black Sands, άλλωστε στο άκουσμα κομματιών από εκείνο το άλμπουμ ένιωσε την ανάγκη να εκφράσει περισσότερο ενθουσιασμό. Το ότι δεν θα ασχολιόταν ο Bonobo καθόλου με το ντεμπούτο του, ήταν επίσης κοινό μυστικό. Αυτό που σίγουρα δεν είχα προετοιμαστεί να δω προσωπικά, ήταν stage diving από το κοινό, δύο φορές μάλιστα, πριν προλάβουν να αντιδράσουν οι υπεύθυνοι ασφαλείας του χώρου, ενώ μπορέσαμε να γίνουμε μάρτυρες ενός σύντομου χορού από έναν fan πριν την τελική εκτίναξή του προς το κοινό. Όλα αυτά, καθώς, εξαιτίας της απουσίας διαχωριστικού για το photo pit (άρα και απουσία photo pit, προφανώς), η απόσταση μπάντας-κοινού ήταν μειωμένη (αν και όχι μηδενισμένη, εξαιτίας της ξύλινης προσθήκης που τοποθετήθηκε στην σκηνή την φετινή σεζόν, αλλά δεν είχε καμία πρακτική χρήση στο συγκεκριμένο live).
Οι γυναίκες τραγουδίστριες κλέβουν πολλές φορές την παράσταση από τα υπόλοιπα μέλη ενός συγκροτήματος και η περίπτωση της Szjerdene δεν θα μπορούσε να διαφέρει. Μία όμορφη φωνή αλλά και μία αέρινη παρουσία, με το πάλλευκο φόρεμά της να κάνει αντίθεση με το μελαμψό χρώμα του δέρματός της, κέρδισε τις εντυπώσεις, ερμηνεύοντας τα μέρη της με ένα ελαφρύ μειδίαμα, συνεχή κίνηση των χεριών, χωρίς φωνητικές ακροβασίες χάριν εντυπωσιασμού, αλλά με μία υποψία Beyonce-ικού λυγμού στη φωνή. Υπέροχη στο Stay The Same και αισθαντική στο Towers, έδωσε μία θηλυκή διάσταση στο First Fires και χειροκροτήθηκε θερμά, όπως της άξιζε.
Ο Green έδειχνε πιο εσωστρεφής στην επικοινωνία του με το κόσμο. Όταν μιλούσε για να ευχαριστήσει το κοινό, να προλογίσει κάποιο τραγούδι ή για να παρουσιάσει την μπάντα του, έμοιαζε σαν να μην τον ενδιαφέρει αν τον ακούει κανένας. Ή, καλύτερα, σαν να ήθελε να τελειώνει με την υποχρέωση της ομιλίας. Για εκείνον μεγαλύτερη σημασία είχε η επικοινωνία μέσω της μουσικής, γι΄αυτό ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στην εκτελεστική του ιδιότητα, ανεβασμένος όπως ήταν στο υπερυψωμένο επίπεδο που είχαν φτιάξει για εκείνον και τα όργανά του.
Δεν μπορώ να πω πώς μου φάνηκε αυτή η συναυλία σε σχέση με τις προηγούμενες του Bonobo στην Αθήνα, διότι δεν ήμουν παρών σε εκείνες. Μπορώ όμως να κάνω κάποιες υποθέσεις ώστε να βρίσκομαι από την ασφαλή πλευρά. Πλέον, οι χώροι που εμφανίζεται ευνοούν την μαζικότερη κατανάλωση/απόλαυση/μέθεξη (επιλέξτε τον όρο που σας ταιριάζει, δώστε όμως πάντοτε την έμφαση στο επίθετο «μαζικότερη») της συναυλιακής εμπειρίας και οπωσδήποτε προσελκύει περισσότερους ευκαιριακούς θεατές ή και απλούς περαστικούς από ό,τι παλαιότερα (φαντάζομαι πως στο, μικρότερο από το Fuzz, Κύτταρο το 2010 η ατμόσφαιρα θα ήταν πιο ζεστή και «αγαπησιάρικη», καθώς εξ ορισμού η συναυλία θα είχε γίνει μεταξύ περισσότερων οικείων). Η αίσθηση που προκαλεί η ζωντανή εκτέλεση των κομματιών του Bonobo δεν γίνεται να αλλάξει σε σχέση με την οικιακή ακρόαση, όταν επάνω στην σκηνή υπάρχουν μουσικοί και ένας μαέστρος, που καταθέτουν ένα κομμάτι από την ψυχή τους στα 100 λεπτά της διάρκειας του live. Ειδικά η προσθήκη ζωντανών και, κυριότερα, αναλογικών drums, λαμβανομένης υπόψη και της ποιότητας του συγκεκριμένου ντράμερ, προσδίδει μεγαλύτερη ένταση στο τελικό άκουσμα. Από την άλλη μεριά, η αυστηρή, τις περισσότερες φορές, προσήλωση στην στούντιο εκτέλεση των κομματιών αφαίρεσε ένα μέρος του αυθορμητισμού που προϋποτίθεται ώστε να απογειωθεί ένα live στις συνειδήσεις των θεατών και να γίνει αντικείμενο συζήτησης και αναμνήσεων τις μέρες που ακολουθούν την συναυλία.
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής