Δεν μπορώ να κρύψω πως περίμενα πως και πως αυτήν την ιδιαίτερη εμφάνιση μιας αγαπημένης φωνής. Κι ας είχαν περάσει μόλις πέντε μήνες από τις προηγούμενες εμφανίσεις του στην Ελλάδα. Το εκκωφαντικό sold out της 1ης ημέρας (ακόμη κι αν αναιρέθηκε στιγμιαία λίγες μέρες πριν) έδωσε το δικαίωμα στην παραγωγή να επαναλάβει το εγχείρημα και για δεύτερη ημέρα. Έχω ένα προσωπικό βίτσιο που αφορά events που πραγματοποιούνται για δύο ή περισσότερες βραδιές: αν έχω επιλογή, προτιμώ να πηγαίνω την πρώτη μέρα, κι ας γνωρίζω (ή τουλάχιστον υποθέτω με ασφάλεια) πως εκείνη η βραδιά είναι πιο αναγνωριστική και στη δεύτερη υπάρχει το περιθώριο να διορθωθούν τα όποια τεχνικά ή μη λάθη της πρώτης. Η πρώτη όμως παραμένει “πρώτη” και πιο συναισθηματικά φορτισμένη, τουλάχιστον για τον καλλιτέχνη, άνθρωπος είναι κι αυτός όπως κι εμείς (εδώ θυμάμαι ενδεικτικά τις πρόσφατες επανασυνδέσεις των Μουσικών Ταξιαρχιών και των Διάφανων Κρίνων). Και είναι σίγουρο πως, για να καλέσει κουαρτέτο εγχόρδων και την Marie Munroe να τον συνοδεύσουν, το γεγονός αποτιμήθηκε ως σημαντικό και για τον ίδιο τον Sivert Hoyem.
Η κλωτσιά (!) που έριξε σε έναν προβολέα εδάφους που τον ενοχλούσε μαρτυρούσε όχι τόσο τον ασυμβίβαστο rock ‘n’ roll χαρακτήρα του (ο οποίος θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί αν, α λα Patti Smith, ζητούσε από το κοινό να αφήσει τις κερκίδες και να απολαύσει τη συναυλία όρθιος στην πλατεία του Ηρωδείου - αλλά ΟΚ τι ζητάω κι εγώ;), όσο το άγχος του ψηλού μπροστά σε ένα επιβλητικό σκηνικό που δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ και ένιωθε πως όλα πρέπει να κυλήσουν άψογα. Δεν είναι και λίγο, από τα μεσαίου μεγέθους club να παίζεις ξαφνικά σε ένα χώρο με ιστορία χιλιάδων ετών. Οπωσδήποτε επρόκειτο για ένα μεγαλεπήβολο project, που τελικά, αν επιθυμείτε την ταπεινή μου γνώμη, ίσως περιείχε ένα στοιχείο υπερβολής - “this is too much” είπε από σκηνής ο εμφανέστατα συγκινημένος Hoyem, εννοώντας μέσα στην ταπεινότητά του πως όλο αυτό που (του) συνέβαινε του φαινόταν υπερβολικά μεγάλο, πως δεν του άξιζε. Δεν έχει σημασία αν “του άξιζε” ή όχι, άλλωστε μπροστά στις αψίδες του Ηρωδείου έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς προσωπικότητες υποδεέστερες σε ιστορία, ειδικό βάρος και λαοφιλία. Το ουσιαστικό πρόβλημα ήταν πως το όλο concept θα μπορούσε να είχε στηθεί έτσι, ώστε να αναδειχθεί η μουσική του μέσω του χώρου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως διαφορετικοί χώροι απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση. Ένας χώρος ορθίων τύπου club προσφέρεται για δυνατές εντάσεις και ηλεκτρικές εκκενώσεις. Οι πιο rock στιγμές όμως δεν έλαμψαν τόσο πολύ υπό το “βάρος” των μαρμάρων του Ηρωδείου, oύτε καν το καθ’ ημάς τρανό hit Moon Landing και το πάντοτε (αλλά όχι τόσο τώρα) συγκινητικό The Kids Are On High Street.
Ο ήχος δεν βοήθησε στα πρώτα κομμάτια. Υπέθεσα στην αρχή πως έφταιγε η κάπως πλάγια θέση μου, αλλά όλα βελτιώθηκαν από το τρίτο κομμάτι και πέρα. Προσοχή, δεν αναφέρομαι στην ένταση του ήχου, η οποία επιβάλλεται στο συγκεκριμένο χώρο να μην πιάνει τα ντεσιμπέλ των “κανονικών” rock συναυλιών. Ο Hoyem επέλεξε να ξεκινήσει ηλεκτρικά το set του, έχοντας ως αρχή το ομώνυμο κομμάτι του τελευταίου του δίσκου και συνέχεια το Black & Gold, επίσης ηλεκτρικό, επίσης μέσα από το Lioness. Κάπου εδώ υπήρξαν οι πρώτες σοβαρές ανησυχίες πως το setlist θα βασιζόταν κατά μεγάλο μέρος σε αυτό της προηγειθείσας περιοδείας, κάτι που ίσχυσε κατά βάση. Ευτυχώς, το setlist του Ηρωδείου καταρτίστηκε μετά κάποια καίρια και απαραίτητα makeovers, όμως κάποια πιο αδύναμα κομμάτια παρέμειναν, κυρίως για να μας θυμίζουν την έλλειψη κάποιων… άλλων. Τα requests για κομμάτια που τελικά έλειψαν (και, εντελώς προβλέψιμα, προέρχονταν στην πλειονότητά τους από τη δισκογραφία των Madrugada) ακούγονταν συνέχεια ανάμεσα στα τραγούδια. Φαντάζομαι τι θα γινόταν αν έπαιζε αυτό το ρημάδι το Strange Colour Blue που αφιονίστηκε ένας πίσω μου να αναφέρει (και προσωπικα το μνημόνευσα κι εγώ στη δική μου παρέα)...
Ο προσεγμένος φωτισμός της σκηνής και της πρόσοψης του Ωδείου (όχι το ίδιο επιτυχημένος στη δεύτερη περίπτωση) δημιουργούσε την κατάλληλη ατμόσφαιρα. Όμως ακόμη και κάποιες εκπλήξεις (π.χ. το Belladonna που προσωπικά δε θυμάμαι να έχω ακούσει ποτέ σε solo συναυλία του Hoyem) δεν κατάφερναν να φτάσουν βαθιά στην ψυχή και να την ταρακουνήσουν. Η πραγματική μαγεία, εκεί που το εγχείρημα έδειξε να έχει πραγματικό νόημα, βρισκόταν στα μουσικά άκρα της συναυλίας: στα πιο ευαίσθητα τραγούδια, αλλά και στις πιο έντονες εκρήξεις. Το January 3rd αρχικά υπέδειξε πως κάπως έτσι θα έπρεπε να κυλήσει όλη η συναυλία - σχεδόν ακουστικά, με την ευαισθησία της φωνής του Hoyem να κυριαρχεί στο χώρο. Το What’s On Your Mind τραγουδήθηκε από όλους και έδωσε τις πρώτες μεγάλες ανατριχίλες, με την ουσιαστικότατη συμβολή των εγχόρδων και έναν Hoyem να πιάνει τις χαμηλές συχνότητες που αγαπάμε.
Η Marie Munroe, ως δεύτερη φωνή και με αμφίεση...Ηρωδείου, καταχειροκροτήθηκε με την είσοδό της, απέδωσε ακριβώς την δισκογραφημένη ερμηνεία της στο My Thieving Heart και χρησιμοποιήθηκε συνοδευτικά με τη φωνή και το autoharp της σε δεύτερο ρόλο κατόπιν, με το δεύτερο μέρος ενός μαγικού Honey Bee, ίσως την κορυφαία στιγμή της συναυλίας, να ξεχωρίζει αναπόφευκτα ανάμεσα στις συμμετοχές της. Το Honey Bee φαίνεται να υπήρξε το κομβικό σημείο στο οποίο η συναυλία πήρε τα πάνω της, αφού ο Hoyem άρχισε φανερά πλέον να απελευθερώνεται και να αφήνει πίσω του το τρακ που του δημιουργούσε η θέα πέντε χιλιάδων ατόμων σε αμφιθεατρική διάταξη να τον κοιτούν στα μάτια και να κρέμονται από κάθε του λέξη. Ομοίως, το Sleepwalking Man έτυχε της καλύτερης δυνατής αντιμετώπισης με την αγαστή συμπαράσταση των εγχόρδων, που τόσο έλειπαν από τις προηγούμενες φετινές ζωντανές αποδόσεις του κομματιού. Για το Step Into This Room And Dance For Me και Majesty δεν έχω λόγια, η υποβλητική τους ατμόσφαιρα καθήλωσε και ευχαρίστως θα δεχόμουν μία επανάληψή τους. Εξεπλάγην όμως πολύ θετικά όταν ακούστηκαν σερί τα Boss Bossa Nova και Gorlitzer Park, όχι γιατί αποτελούν το απαύγασμα των συνθέσεων του πρόσφατου Lioness, αλλά γιατί η ατμόσφαιρα που δημιούργησε το ηχητικό σε συνδυασμό με το οπτικό κομμάτι (η φωτιστική ενορχήστρωση έδωσε ρέστα, εκμεταλλευόμενη τη χωροταξία της πρόσοψης του Ηρωδείου, του background όπως το βλέπαμε εμείς) έδεσε απόλυτα με το χώρο και δημιούργησε συναισθήματα τέτοιας έντασης που παρόμοια δεν νιώσαμε στην υπόλοιπη συναυλία.
Είμαι σίγουρος πως, έχοντας πια την εμπειρία της Πέμπτης, την Κυριακή όλα θα κύλησαν ομαλότερα και λιγότερο άνισα (το set βέβαια παρέμεινε το ίδιο). Παραδέχομαι ότι το μεγαλεπήβολο του εγχειρήματος με έκανε να έχω απαιτήσεις που ίσως δεν βρίσκονταν στις προθέσεις του καλλιτέχνη ή/και της διοργάνωσης, όμως περίμενα η συνολική εμπειρία να με αγγίξει περισσότερο ως θεατή/ακροατή/κοινωνό τέλος πάντων του θεάματος, έτσι η οπτική που σας παρουσίασα εδώ βασίστηκε περισσότερο στη προσδοκία αυτών που θα μπορούσαν δυνητικά να συμβούν παρά σε αυτά που έλαβαν πράγματι χώρα. Όσο παράξενο κι αν φαίνεται, νιώθω πως το μαγικό άγγιγμα θα γίνει στο DVD ή στην όποια μαγνητοσκόπηση προκύψει από αυτές τις δύο εμφανίσεις. Ο Sivert Hoyem, πάντως, ως ατομικότητα ανταποκρίθηκε με ειλικρίνια και τιμιότητα απέναντι στο κοινό και στο προσωπικό του συναίσθημά, τα λόγια του ήταν γεμάτα αγάπη και ευγνωμοσύνη και η απόδοσή του όπως πάντα σε υψηλά επίπεδα, ειδικά όταν σταμάτησε να τον εξουσιάζει το άγχος. Τι σημαντικότερο για να διατηρήσει την ακεραιότητα της εικόνας του απέναντί μας;
Κείμενο: Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά