Τετάρτη, 16 Ιουλίου 2014 22:26

Live review: The Brian Jonestown Massacre / The Velvoids @ Fuzz Club, 14/7/2014

Written by 

Όταν είσαι το support ενός θρυλικού, στην πραγματικότητα συγκροτήματος, που μάλιστα εμφανίζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά, υπάρχει άμεσος κίνδυνος να μην ενδιαφερθεί κανένας για την περίπτωσή σου. Οι Velvoids βρέθηκαν σε αυτή την δύσκολη εξ ορισμού θέση, αλλά, όπως όλοι όσοι εκείνη την ώρα ήταν παρόντες στο Fuzz μπορούν να βεβαιώσουν, πολύ λίγο τους ένοιαξε. Μία αργόσυρτη κιθαριστική εισαγωγή με αρκετά blues στοιχεία έδωσε την θέση τις σε τέσσερα εξαιρετικά κομμάτια που ηχούσαν σαν μία ανάμιξη Velvet Underground με Americana. Κοφτερές κιθάρες, μπόλικο feedback, αφαιρετικά φωνητικά από το Αθηναϊκό τρίο (δύο κιθάρες, ντραμς, που ενισχύθηκε από ένα τέταρτο μουσικό που έπαιξε φυσαρμόνικα στα δύο τελευταία κομμάτια) και μία εμφάνιση που εξήγησε γιατί οι BJM τους επέλεξαν ανάμεσα σε αρκετά και αξιόλογα άλλα σχήματα για να εμφανιστούν μαζί τους στο Fuzz. Μία μόνη ένσταση έχω και αυτή είναι ότι δεν θα με πείραζε καθόλου να ακούσω μερικά κομμάτια ακόμα!

Όμως, η ώρα των BJM είχε φτάσει. Σύντομα θα διαπιστώναμε πόσα από αυτά που τόσα χρόνια γράφονται και λέγονται για αυτούς είναι αλήθεια και πόσα μύθος.

Αυτό που είχε ακουστεί πιο πρόσφατα για τους BJM είναι ότι η τρέχουσα τουρνέ τους είναι η πλέον επαγγελματική για τα δεδομένα τους. Αυτό εξασφαλίζει την απουσία παρατράγουδων επί σκηνής και αντίστοιχα κακών shows. Από την άλλη, δεν αφήνει περιθώριο για την μαγεία που μπορούν να δημιουργήσουν επί σκηνής στην καλή τους μέρα.

Το ξεκίνημα της συναυλίας βρήκε τους BJM σε αρκετά καλό κέφι μεν, να επιβεβαιώνουν τις πληροφορίες περί επαγγελματισμού δε. Ο Anton Newcombe κάθισε στο αριστερό άκρο της σκηνής, με τα ιστορικά μέλη του γκρουπ που έχουν επιστρέψει να παίρνουν τις θέσεις τους: Δίπλα του ο Matt Holywood, στο μέσο ο Joel Gion με τις μαράκες του, δεξιότερα ο Ricky Maymi στην κιθάρα, κοντά τους οι υπόλοιποι, με συνολικά τέσσερις (κάποιες φορές και πέντε) κιθάρες να βρίσκονται επί σκηνής. Ο Newcombe αρχίζει την επιτήρηση των υπολοίπων πριν ξεκινήσει καν η μουσική. Θα συνεχίσει να το κάνει σχεδόν ως το τέλος της συναυλίας (αλλά για αυτό θα μιλήσουμε παρακάτω). Το velvet-ικό Whoever You Are ξεκινά και είναι αρκετό για να αρχίσει το κατάμεστο Fuzz να έχει κάποιο παλμό. Το Who? ανέβασε με επιτυχία την ένταση, για να δώσει τη θέση του στο αριστουργηματικό Wisdom και το What You Isn’t που είναι παιγμένα σωστά, απλώς παραείναι σωστά. Από την άλλη, ο ήχος, που σε εκείνο το σημείο βγαίνει με αρκετό βάθος, σε συνδυασμό με το ύφος των κομματιών, δίνει στον ήχο έναν βρετανικό αέρα, λίγο σαν Ride, λίγο περισσότερο, ίσως, σαν Jesus and Mary Chain, που λειτουργεί εξαιρετικά. 

Και η συναυλία προχώρησε με αυτό τον βρετανικών κατευθύνσεων ήχο να υποχωρεί βαθμιαία, το συγκρότημα να παίζει αρκετά καλά και το κοινό να διασκεδάζει, όλα αυτά όμως με μέτρο. Ο υπερβολικός επαγγελματισμός βλέπετε, σκοτώνει το συναίσθημα και αν το πράγμα είχε συνεχίσει έτσι, η συναυλία θα άφηνε μεν θετική εντύπωση, σίγουρα όμως δεν θα ήταν αξιομνημόνευτη. Φυσικά η επιλογή των κομματιών και σε αυτό το σημείο ήταν εξαιρετική, με πρώτο το Anemome, αλλά και το Food For Clouds να ξεχωρίζουν, όμως έλειπε το κάτι παραπάνω, που το κοινό εύλογα απαιτεί από μπάντες τέτοιου μεγέθους.

Όμως, όπως σημειώνεται στην πρώτη γραμμή των liner notes της συλλογής τους Tepid Peppermint Wonderland: A Retrospective, «σε μία συναυλία των BJM μπορεί να συμβεί οτιδήποτε». Στην προκειμένη περίπτωση, συνέβη από το πoυθενά αυτό που χαρακτήριζε τις καλές συναυλίες των BJM στο παρελθόν: το συγκρότημα άρχισε λίγο-λίγο στην αρχή, όλο και περισσότερο όσο πέρναγε η ώρα, να παράγει μαγεία. Δυνατά κομμάτια (παιγμένα συνήθως ανά δύο) εναλλάσσονταν με mid ή low-tempo κομμάτια με τον πιο αρμονικό τρόπο, ο ήχος, που ούτως ή άλλως δεν ήταν σε καμία περίπτωση κακός, άρχισε προοδευτικά να «καθαρίζει», μέχρι που έγινε κρυστάλλινος, ο Matt Hollywood και ο Newcombe εναλλάσσονται στα φωνητικά και φαίνονται σε καλή διάθεση, ο Maymi μας χάρισε μερικά καλά κιθαριστικά περάσματα και όλα ξαφνικά μπήκαν στην θέση τους. Το θέαμα αυτού του τόσο ιστορικού συγκροτήματος που ξαφνικά «έχει πάρει φωτιά», σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά κομμάτια που ακούγονται έχει ανεβάσει τον ενθουσιασμό του κοινού στα ύψη. Και το live άρχισε να αποκτά άλλη ουσία.

Έτσι, είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε ένα φοβερό No Come Down, που, όπως παίχτηκε θα μπορούσε να λειτουργήσει ως tribute στους Spacemen 3, το αιθέριο Sailor (διασκευή από Cryan’ Shames), το εκτός προγράμματος (γενικά το play list δεν ακολουθήθηκε ιδιαίτερα) Nevertheless, ίσως λίγο πιο κιθαριστικό από ό,τι θα θέλαμε αλλά πάντα ευπρόσδεκτο, αλλά και το Prozac vs Heroin, που ενθουσίασε το κοινό. Ακούσαμε όμως και πολλά ρυθμικά κομμάτια, όπως το Not If You Were The Last Dandy On Earth, που επίσης απέσπασε θερμότατο χειροκρότημα, το γκαραζίστικο Oh Lord (σύνθεση του Hollywood) που παίχτηκε με φοβερό νεύρο, το Servo που λειτούργησε άψογα, αν και το rhythm section τμήμα βγήκε υπερβολικά χαλαρό, όπως και το Got My Eye On You, σε μία πολύ πιο θορυβώδη εκτέλεση, σαφώς ανώτερη αυτής του Strung Out In Heaven.

Η συναυλία κατέληξε σε ένα γενικό ξέσπασμα, από αυτά που θυμάται κανείς για πολύ καιρό μετά, με το συγκρότημα να παίζει εξαιρετικά, τον Newcombe να αφήνει την θέση του και να φαίνεται ευδιάθετος έως και χαλαρός και ένα θεσπέσιο When Jokers Attack να καταλήγει, αναμενόμενα, σε μία θάλασσα από feedback ολοκληρώνοντας την συναυλία, ενώ το κοινό, εντελώς δικαιολογημένα χειροκροτούσε ακατάπαυστα. Στο σημείο αυτό, οι BJM εγκατέλειψαν την σκηνή κάτι περισσότερο από δύο ώρες μετά την αρχή της συναυλίας, για να μην επιστρέψουν ξανά. Αυτή η ακύρωση της σύμβασης που έχει καταλήξει να είναι το encore ήταν ευθέως ανάλογη με την όλη εμφάνιση: τίποτα περισσότερο από την ουσία του πράγματος, δηλαδή την ίδια την μουσική. Το τέλος του live είχε βάλει τα πράγματα στην θέση τους: οι BJM δεν είναι μόνο το μεγαλύτερο συγκρότημα του συγκεκριμένου είδους, αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη το πιο αξιόλογο αμερικανικό γκρουπ της μετά Nirvana εποχής.

 

Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Παναγιώτης Γαβρίλης

 

Ο Παναγιώτης Γαβρίλης είναι επιφανειακά ένας εξωστρεφής τύπος που αγαπά την μπύρα και τις θορυβώδεις κιθάρες, όμως στην πραγματικότητα είναι ένας ρομαντικός: αγαπά την λογοτεχνία και την ποίηση και ονειρεύεται κάποτε (σύντομα, η ζωή είναι μικρή), να επικρατήσει παγκόσμια ειρήνη και ευμερία και η ΑΕΚ να «σηκώσει» το Champions League. Φυσικά, τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβεί. Ποτέ.

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα