Πέμπτη, 09 Νοεμβρίου 2017 22:00

Live Review: Fraternity Of Sound Festival 2017 @ Fuzz Live Music Club, 27, 28 & 29/10/2017

Written by 

Η πρώτη απόπειρα του Fraternity Of Sound Festival περιείχε πολλά και ενδιαφέροντα ονόματα και είχε ως φιλοδοξία να ενώσει τους μουσικόφιλους ανεξαρτήτως προτιμήσεων σε ένα φεστιβάλ.

ΗΜΕΡΑ 1η  - Η ΛΕΥΚΗ / main event (27.10.17)

Η πρώτη μέρα του πρώτου φεστιβάλ Fraternity of Sound ξεκίνησε με τον πιο όμορφο (κυριολεκτικά μιλώντας) τρόπο, με τη Σουηδή καλλονή Linnea Olsson και την ολόφρεσκη μπάντα της Maggot Heart. Το σχήμα μετρά λίγους μόνο μήνες ύπαρξης, με το ντεμπούτο ΕΡ City Girls να έχει κυκλοφορήσει μόλις τον προηγούμενο Μάιο, οπότε πρέπει να θεωρούμε τους εαυτούς μας τυχερούς που είχαμε την ευκαιρία να δούμε το γκρουπ ζωντανά τόσο σύντομα. Στο καθαρά μουσικό κομμάτι, το καταιγιστικό post punk των Maggot Heart φάνταζε στα αυτιά μου τουλάχιστον το καλύτερο «ορεκτικό» για τη συνέχεια. Παρά τις όποιες μικροαδυναμίες της μπάντας, οι οποίες δικαιολογούνται καθώς, όπως προείπαμε, παίζουν λίγο καιρό μαζί, ενώ αυτό το live ήταν η πρώτη παρουσία με το νέο line up, όπως μας εξήγησε η Olsson στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, συνολικά άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, με το σκοτεινό, δυναμικό ήχο και κυρίως τις ακαταμάχητες κιθάρες (η  Olsson άλλωστε είναι ικανότατη κιθαρίστρια, με προϋπηρεσία σε σημαντικά metal και rock συγκροτήματα). Η ίδια, μπορεί να μην έχει φτάσει ακόμα στο υψηλότερο επίπεδο στο κομμάτι των φωνητικών (λογικό καθώς είναι η πρώτη της απόπειρα σε αυτό το κομμάτι) ωστόσο με την αυτοπεποίθηση και το πάθος της έμοιαζε πειστικότατη. Το υλικό από το πρώτο τους ΕΡ ακουγόταν ακόμα καλύτερο ζωντανά, ενώ το ολοκαίνουριο Show Them Your Teeth αποτέλεσε την κορυφαία στιγμή της εμφάνισης τους. Προσωπικά έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από τη σύντομη, έστω, εμφάνιση τους και ευελπιστώ να έχουμε την ευκαιρία να τους δούμε στο μέλλον ως headliners πια. 

Ένα ρυθμικό πανηγύρι στήθηκε μετά την είσοδο των Kooba Tercu στη σκηνή του Fuzz. Όσοι είχαν την τύχη να τους δουν ως support στους Goat πριν κάποια χρόνια, θα αναγνώρισαν τη στενή ηχητική συνάφεια των δύο σχημάτων. Οι Tercu δίνουν μεγάλη έμφαση στο τελετουργικό ρυθμικό στοιχείο, με σαφώς περισσότερες ηλεκτρονικές αναφορές - afro-electro θα το λέγαμε και δεν θα πέφταμε και πολύ έξω. Έδειξαν πως άξιζαν να έχουν θέση σε ένα τέτοιο πολυποίκιλο φεστιβάλ, καθώς η εμφάνισή τους είχε ουσία, αξία και νόημα σε σχέση με τη φιλοσοφία και τη σύνθεση του φεστιβάλ. Επίσης, δεν σας φάνηκε κι εσάς ξεχωριστό πως το ελληνικό group της ημέρας δεν εμφανίστηκε, ως συνήθως συμβαίνει, πρώτο (κάτι που έμελλε να επαναληφθεί και την επόμενη ημέρα);

Καλώς ήρθατε στο πρώτο πραγματικό highlight του φεστιβάλ. Καλώς σας βρήκαμε κι εμείς από το Fuzz Club κατά τη διάρκεια της εμφάνισης των Circle. 6 τύποι που έκαναν soundcheck με παρδαλά spandex και γούνινες μπότες! Μόνο οι υποψιασμένοι περίμεναν πως θα έδιναν τέτοιο show οι Φινλανδοί «αστειάτορες», πιθανώς όμως ούτε εκείνοι περίμεναν να είναι τόσο καλοί! Η μουσικοθεατρινίστικη παράσταση των Circle έλαβε τέλος μετά από σχεδόν 1 ώρα. Μέχρι τότε ακούσαμε πολλά φινλανδικά, καθώς σε κανένα σημείο ο Mika Rättö δεν απευθύνθηκε στο κοινό σε κάποια πιο κοινή (γνωστή, δηλαδή) γλώσσα. Παρακολουθήσαμε γυμναστικές επιδείξεις ευλυγισίας και πομπώδους ερωτισμού. Θαυμάσαμε τον οτινανισμό στις περιβολές όλων των μελών (σπάντεξ, βίνυλ, φούντες στις μπότες, παρδαλά χρώματα… δείτε φωτογραφία). Κολλήσαμε στα σημεία όπου κατέλυαν επίτηδες οποιαδήποτε έννοια συγχρονισμού, για να “ξαναβρεθούν” σε καίριο σημείο του κομματιού. Απολαύσαμε κατά κύριο λόγο το τελευταίο τους άλμπουμ Terminal, με την ευχάριστη μέταλ εσάνς που του έδινε η σκηνική του απόδοση. Όσοι βρέθηκαν στο Fuzz και την επόμενη για Pharaoh Overlord (δηλαδή… ακριβώς τα ίδια άτομα αλλά με “κανονικά” ρούχα και instrumental stoner rock προσανατολισμό), σίγουρα έπιασαν το αστείο ακόμη καλύτερα. Η ετυμηγορία βγήκε: Θέλουμε να τους ξαναδούμε οπωσδήποτε σύντομα!

Το σκηνικό άλλαξε άρδην με το τέλος της εμφάνισης των Circle. Τα ρούχα στις πρώτες σειρές σκοτείνιασα, τα βαψίματα έγινα πιο έντονα και πιο εκκεντρικά, πιο goth. Θα τολμήσουμε να γράψουμε πως, από την μεγάλη αλλαγή στη “φυλετική” σύνθεση των πρώτων σειρών, οι Nurse With Wound αποτέλεσαν το όνομα που ενδιέφερε περισσότερο το κοινό της πρώτης μέρας. Η σκηνή γέμισε από τρία μεγάλα τραπέζια στα οποία τοποθετήθηκαν laptop, μίκτες και εφφεδιέρες διαφόρων τύπων. Η τριάδα των Nurse With Wound (προεξάρχοντος φυσικά του Steven Stapleton) γέμισε με την σκοτεινή avant-garde αισθητική της την ατμόσφαιρα του Fuzz και καθήλωσε με τα soundscapes που δημιουργούσε. Δομημένοι ήχοι, με αρχή, μέση και τέλος, με αυξανόμενη ένταση και ατμόσφαιρες που παρέλυαν τις αντιστάσεις. Για ένα μουσικό σύνολο που έχει διαπεράσει πάμπολλα μουσικά είδη και έχει διατηρήσει την αισθητική του αναλλοίωτη στον χρόνο ακούγεται παράδοξο πως κυρίως τα “πλάσματα της νύχτας” εκτίμησαν τους ήχους που παρήγαγαν. Δεν ήταν όμως μόνο οι ήχοι, αλλά και ο φωνητικός/στιχουργικός αυτοσχεδιασμός του Μάνου Six (Skull & Dawn και φυσικά ιδρυτικό μέλος - η μία εκ των τριών “σκιών” της οικοδέσποινας εταιρίας 3 Shades Of Black) με απαγγελίες και κραυγές (και στα ελληνικά) που έδωσε τις απαραίτητες νότες σκότους και ζόφου. Η εμφάνιση των Nurse With Wound και η κυριακάτικη του Drew McDowall αποτέλεσαν μοναδικές ευκαιρίας για μια μερίδα κοινού να γνωρίσει την σκοτεινή πειραματική ambient από τα χέρια και τις ψυχές των παλαιών του είδους. Πόσο τεράστια η αντίθεση με τα “πανηγύρια” των Circle μόλις μία ώρα πριν...

Θα διαβάσετε αρκετές φορές σε αυτό το κείμενο φράσεις που να εννοούν “η ώρα ήταν ήδη περασμένη” και γεγονός είναι πως ο συνολικός προγραμματισμός του φεστιβάλ πήγε αρκετά πίσω, τουλάχιστον σε σχέση με άλλες διοργανώσεις. Δεν είναι φυσικά εύκολο να δουλέψουν όλα στην εντέλεια όταν έχεις να διαχειριστείς τόσο κόσμο (μιλάμε φυσικά για μουσικούς, crew και λοιπούς εμπλεκόμενους) σε ένα club festival. Ευτυχώς που το τριήμερο (με μία αργία στη μέση) βόλεψε τους παριστάμενους ώστε τα παράπονα να είναι σχετικά περιορισμένα, σε συνδυασμό φυσικά με την άρτια μουσική εικόνα του φεστιβάλ. Έτσι τελικώς οι Soft Moon ξεκίνησαν σαφώς μετά τα μεσάνυχτα. Για το main act της 1ης “κανονικής” ημέρας του FOS Festival υπήρχε μεγάλη ζήτηση, αν και η παρέα του Luis Vasquez είχε ήδη έρθει δύο φορές στην Ελλάδα. Η σκοτεινή χορευτική μουσική τους φαίνεται να αγγίζει μία υπολογίσιμη μερίδα κοινού. Και φυσικά όσοι είχαμε βρεθεί στην πρώτη τους εμφάνιση, ως headliners στο Gagarin 205 πριν τεσσεράμιση χρόνια, θυμόμαστε ακόμη τον απίθανο ήχο και το έντονο light show. Κάπως έτσι κύλησαν και τώρα τα πράγματα στο Fuzz, με αρκετό περισσότερο νεότερο υλικό προφανώς. 

Δυστυχώς, λόγω του αρκετά προχωρημένου της ώρας, το κοινό του Fuzz δεν έμεινε το ίδιο πυκνό ως το τέλος της συναυλίας, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία είχε πως όσοι έμειναν βρίσκονταν πλήρως μέσα στο πνεύμα του live και χόρευαν με την ψυχή τους - μια σωστή έξοδος για Παρασκευή βράδυ! Λίγο η μπητάτη μουσική των Soft Moon, λίγο η απαράμιλλη ενέργεια του αεικίνητου Vasquez, ο οποίος πραγματικά δεν σταματούσε λεπτό να χορεύει, ακόμη κι όταν τραγουδούσε ή βρισκόταν πάνω από τα synth του, με την κιθάρα παντα ανά χείρας.. Μας ψάρωσε λίγο στην αναφώνηση «this is our last song» προλογίζοντας το Zeros κοντά στην πραγματική μέση του σετ, αλλά ευτυχώς δεν τήρησε τα λεγόμενά του, συνεχίζοντας ακάθεκτος το χορευτικό πάρτυ που είχε στήσει. “Αντικειμενικά” ίσως η εμφάνιση των Soft Moon να μην εκτοξεύτηκε ποτέ, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να μνημονεύεται για καιρό, αλλά όσοι ίδρωσαν τη φανέλα χορεύοντας οπωσδήποτε πέρασαν άψογα και αυτό πρέπει να το πιστώσουμε αποκλειστικά στην μπάντα. 

 

ΗΜΕΡΑ 2η  - Η ΜΑΥΡΗ (Σαβ. 28.10.17)

 

Το τρελό παρεάκι Circle / Pharaoh Overlord έδωσε και δεύτερη παράσταση στο πλαίσιο του φεστιβάλ, αυτή τη φορά ως Pharaoh Overlord, το side project δηλαδή που δημιούργησαν οι Circle το 2000 και συνεχίζει ακάθεκτο το «θεάρεστο» έργο του. Οι έξι Φινλανδοί εμφανίστηκαν στη σκηνή λιγότερο «παρδαλά» ντυμένοι σε σχέση με το προηγούμενο βράδυ, όταν εμφανίστηκαν ως Circle με αμφίεση που θα έφτανε στα όρια του οποιονδήποτε στυλίστα… Άπαξ και πήραν στα χέρια τους τα όργανα, «χάθηκε η μπάλα»! Αδύνατο να περιγράψεις τη μουσική πανδαισία που ξεκίνησε με ένα μονότονο κομμάτι που νόμιζες ότι δεν θα τελείωνε ποτέ και εξελίχθηκε σε ένα ηχητικό ντελίριο. Η λογική του πειραματισμού και του αυτοσχεδιασμού σε όλο της το μεγαλείο! Μπορεί πάνω στη σκηνή η μπάντα να έμοιαζε εντελώς «χύμα» (για να μην πούμε «ό,τι να ΄ναι») ωστόσο τίποτα δεν έμοιαζε τυχαίο. Ακόμα και τα επί σκηνής δρώμενα, όπως αυτό που ο μπασίστας σε ρόλο μαέστρου -και αφού οι τρεις κιθαρίστες είχαν γονατίσει- τους «διεύθυνε» κουρδίζοντας ή ίσως ξεκουρδίζοντας τις κιθάρες τους, έδειχναν ότι όλα γίνονταν μελετημένα. Με το που ακούστηκε η τελευταία νότα και αποθεώθηκαν από όσους γενναίους (ή καλύτερα: τυχερούς), η πρώτη σκέψη ήταν ότι θέλω να τους ξαναδώ, δεν ζεις άλλωστε κάθε μέρα τέτοια live. Μακάρι στο μέλλον να δούμε ξανά το «πακετάκι» Circle / Pharaoh Overlord στα μέρη μας (γιατί όχι και μαζί, αν είναι δυνατόν, μόνο ρούχα θα χρειαστεί να αλλάξουν…).

Όπως μας πληροφόρησε ο Ευστάθιος Ταμβίσκος της 3 Shades Of Black στην εκπομπή του Soundgaze Radio που αφιερώσαμε στο φεστιβάλ, οι Omega Monolith αποφάσισαν από εδώ και μπρος να μην παίζουν παλαιότερα κομμάτια τους όταν παίζουν ζωντανά, καθώς με το νέο setup του Πάνου (κιθάρες, πλήκτρα, εφφέ) δεν θα έχουν κανένα νόημα. Σεβαστή η επιλογή του βαρέως ντουέτου, αν και ελαφρώς υπερβολική, όπως σκέφτηκα τότε από μέσα μου. Οι μέρες κύλησαν, η βραδιά της συναυλίας τους έφτασε και όσο οι Omega Monolith βρίσκονταν στην σκηνή, έψαχνα τις κατάλληλες λέξεις για να ζητήσω (και πάλι σιωπηρά) συγγνώμη από την μπάντα, αφού “εσείς τελικά ξέρατε καλύτερα”. Ο νέος ήχος των Monolith στις κιθάρες ελάχιστη σχέση έχει με τον παλαιότερο: βαρύς όπως πάντα, αλλά πιο διαυγής και συνάμα πιο “βρώμικος” (ελπίζω να αντιλαμβάνεστε την αντίθεση). Στα ντραμς, πάλι, δεν μπορούν εκ των πραγμάτων να αλλάξουν πολλά πράγματα, δεδομένου και του υφολογικού πλαισίου στο οποίο κινείται η μπάντα, όμως και πάλι κάτι ακούγεται διαφορετικά, πάντα βέβαια με το ιδιαίτερο groove του Αλέξη Ταμπακάκη. Όλες οι περιγραφές του κόσμου, πάντως, ωχριούν μπροστά στο βορβορώδες κιθαριστικό κρεσέντο προς το τέλος του σετ, με όγκο που χτυπούσε στο στομάχι και συναισθηματική φόρτιση που έβρισκε κέντρο… Φωτιστικά, ηχητικά και από πλευράς απόδοσης, η εμφάνιση των Omega Monolith ήταν επιπέδου headliner και ίσως η καλύτερη που (π)έτυχε να τους δω ζωντανά. Και βρισκόμαστε ακόμη σχεδόν στην αρχή της βραδιάς!

Οι Ghold, οι νέουρες της βραδιάς, είναι ένα θορυβώδες τρίο εκ Βρετανίας. Με βάση τους δίσκους τους, όγκος περιμέναμε να βγει από τα ηχεία του Fuzz και όγκο όντως ακούσαμε. Στην αρχή επιδεύκνυαν απλώς την ικανότητά τους να αναπαράγουν άψογα το “κλασικό” sludge με γενναίες δόσεις βρωμιάς σε εκκωφαντική ένταση. Αυτό οφείλεται πιθανώς στο ότι επέλεξαν να ξεκινήσουν το σετ τους με “παλιό” κομμάτι (Partake Incarnate), όμως η συνέχεια ήταν κάπως διαφορετική. Βλέπετε, μπροστά σε ένα ούτως ή άλλως “παρθένο” στη live μουσική τους κοινό, αποφάσισαν να μην δώσουν περισσότερα δείγματα του παρελθόντος τους (όχι ότι απέχει χρονικά τόσο πολύ...), αλλά να κάνουν ισχυρές νύξεις για την κατεύθυνση του ήχου τους στο άμεσο μέλλον. Έτσι ακούσαμε σχεδόν αποκλειστικά υλικό που θα περιέχεται στον επερχόμενο δίσκο των Ghold (για την πληρότητα, το άλμπουμ θα καλείται Stoic). Ποικιλία στις αλλαγές ήχων, δυνατά φωνητικά που έσκιζαν τον αέρα του Fuzz, και φυσικά ο όγκος για τον οποίο ήδη μιλήσαμε, προαπαιτούμενο για τέτοιες μπάντες, χαρακτήρισαν το μεγαλύτερο μέρος του σετ τους. το νεότερο υλικό ακούγεται σαφώς ανώτερο από τις προηγούμενες προσπάθειές του group και σαφώς πιο ενδιαφέρον, ειδικά για τους λάτρεις συγκροτημάτων όπως οι Melvins, εννοείται στο πιο σκληρό και μεταλλικό. Ίσως και γιατί η κιθάρα δεν κατείχε, τουλάχιστον στο live, τόσο διακοσμητικό ρόλο όπως στα album, όπου το rhythm section επικρατεί κατά κράτος στις συνθέσεις και στην μεθοδολογία σύνθεσης. Ίσα ίσα που χρωμάτιζε γλυκά τον ήχο τους. Στο τέλος του σετ των Ghold κατανοήσαμε τη σημασία και τη χρησιμότητα των ωτασπίδων σε τοσο δυνατά live. Αναμένω με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πλέον τα επόμενα δισκογραφικά τους βήματα.

Έχω την εντύπωση ότι την παρθενική επίσκεψη των Unsane στη χώρα μας την περίμεναν πολλοί. Το καταλάβαινες άλλωστε από τις συζητήσεις που λάμβαναν χώρα στην πλατεία του Fuzz πριν την εμφάνιση του γκρουπ. Μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για ένα ιστορικό σχήμα για το αμερικάνικο underground (για να μην το περιορίσουμε στα στενά όρια του noise rock), με τρεις δεκαετίες στην πλάτη του και μια περιπετειώδη καριέρα, που συνεχίζεται επάξια μέχρι σήμερα. Το αποδεικνύει περίτρανα το καλό φετινό άλμπουμ Sterilize (το πρώτο τους στην εκλεκτική Southern Lord). Το Νεοϋορκέζικο trio ήταν ανέκαθεν «ζόρικο» και προφανώς δεν θα άλλαζε μυαλά τώρα στα «γεράματα». Παρότι υποψιασμένοι, λοιπόν, δεν περιμέναμε ότι η ηχητική επίθεση τους θα εκδηλωνόταν με τέτοια μανία, δίχως κανένα έλεος. Μετά από ένα μάλλον μουδιασμένο ξεκίνημα κατέστη σαφές ότι δεν υπήρχε γυρισμός, το σφυροκόπημα που ακολούθησε μας άφησε άναυδους! Οφείλω να ομολογήσω ότι σε κάποιο σημείο, κατά τη διάρκεια του live, αναλογιζόμουν «τι να μας πουν τα μοντέρνα metal συγκροτήματα όταν έχεις αυτούς του γεροπάνκηδες να το κάνουν με τρόπο αποστομωτικό και χωρίς καμία διάθεση εντυπωσιασμού και επίδειξης». Ο ηχητικός όγκος που δημιουργούσαν ήταν ωμός, ακατέργαστος, ευθύς, χωρίς το παραμικρό «φτιασίδωμα», όπως αρμόζει σε γνήσιους πάνκηδες, σαν αυτούς. Έβλεπα δίπλα μου πολλούς να παραληρούν με αυτό που συνέβαινε επί σκηνής, απολύτως δικαιολογημένα κατά την άποψη μου. Το πάθος, η ένταση και αφοσίωση στα πρόσωπα των μουσικών «φώναζε» από μακριά ότι αυτό που κάνουν το νιώθουν όσο δεν πάει. Μετά από μια ώρα και ατελείωτο ιδρώτα, κοπάνημα και ηλεκτρικές εκκενώσεις, οι Unsane μας αποχαιρέτησαν, με τον Chris Spencer να μας ευχαριστεί και με ένα αυστηρό βλέμμα, που δήλωνε «αυτό που λέω, το εννοώ», να ομολογεί τον ενθουσιασμό του που επιτέλους βρέθηκαν στην Ελλάδα! Μια από τις καλύτερες εμφανίσεις του φεστιβάλ, χωρίς δεύτερη κουβέντα.  

Μετά την εμφάνιση των Unsane θα μπορούσε να είχε λήξει η 2η μέρα του φεστιβάλ και να νιώθουμε ήδη πλήρεις, έχοντας χορτάσει δυνατούς ήχους και εξαιρετικές μπάντες (και φυσικά την αρχηγική εμφάνιση των Νεοϋορκέζων. Όμως όλων αυτών έπρεπε να ηγηθεί για 70 λεπτά μία μπάντα τόσο σημαντική που ακόμη και ο Al Jourgensen τη θεωρεί σημαντική επιρροή ώστε να αλλάξει τον ήχο των Ministry από new wave στο γνωστό βιομηχανικό metal που αγαπήσαμε. Ας “υποστούμε” λοιπόν για ακόμη 70 λεπτά τους Godflesh των Justin K. Broadrick, G.C Green και του... laptop που ανέλαβε το ρόλο του drummer και των λοιπών εφφέ. Όσο αναμένουμε το νέο δίσκο τους, Post Self, δεύτερο μετά την επανασύνδεση, εκείνοι μας έδωσαν ένα best-of setlist μόνο με “παλιά” για να εγκαινιάσουν την πρώτη φορά που εμφανίζονται στην Ελλάδα. Ακούγοντας βέβαια τη λέξη “παλιά”, ποιος ξέρει τι θα φαντάζεται ο ανυποψίαστος αναγνώστης, πάντως ούτε νοσταλγία νιώσαμε ούτε στα χαλαρά μας είχαν. Πέρα από μάθημα ιστορίας στον σκληρό ήχο, η ενέργεια στα κόκκινα και η πειστικότητα που έβγαζαν οι J.K. και G.C. θα ήταν ζηλευτή από πολλές σαφώς νεότερες σύγχρονες μπάντες. Οι φανς ευχαριστήθηκαν με έντονο headbanging κομμάτια που, για να λέμε την αλήθεια, δεν περίμενε κανείς πριν λίγα χρόνια πως θα ακούγαμε ποτέ να ξεδιπλώνονται μπροστά μας και μάλιστα τόσο απειλητικά.  

Ο θρίαμβος ξεκίνησε από νωρίς με επική τετράδα μέσα από το Streetcleaner και ο πεντακάθαρος και πολύ δυνατός ήχος (πόσα έχει αντέξει το καημένο το Fuzz, αλήθεια...) έδωσε το παρών ουσιαστικά μετά το Like Rats που έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα ενός σετ με αγωνιώδη ένταση. Τα σκληρά μονότονα φωνητικά του Brοadrick χαρακτηρίζουν τον ήχο των Godflesh και οι απαραίτητοι συνειρμοί έγιναν αβίαστα (ρωτήστε και τον Burton C. Bell σχετικώς). Χαμός στο Mothra, πανικός στο Bigot όπου το μπάσο άλλαζε τη δομή των τεκτονικών πλακών… Παρά το προχωρημένο της ώρας, είχαμε και encore (σιγά μην έφευγαν έτσι!) με επιστροφή στο Streetcleaner και το Veins για το οριστικό κλείσιμο μέσα σε αναμενόμενη αποθέωση. Παραφράζοντας και συμπληρώνοντας την απολογιστική ατάκα ενός φίλου μετά το τέλος του σετ, οι Godflesh χτυπούσαν ανελέητα τη “λαμαρίνα” και μας έκαναν να νιώσουμε από πωρωτικά έως ακόμη και άβολα. Διότι η πραγματικά νεωτεριστική μουσική δημιουργεί τέτοια συναισθήματα ακόμη και 30+ χρόνια μετά. O Broadrick μπορεί να αποχαιρέτησε, αλλά όλοι ξέραμε πως ήταν προσωρινό, καθώς την επόμενη ημέρα θα μοιραζόταν την ίδια σκηνή με τον The Bug στο ηλεκτρονικό project των Zonal.

 

ΗΜΕΡΑ 3η / Η ΜΠΛΕ (Κυρ. 29/11/2017)

Η 3η μέρα είχε μεν στο lineup της το πιο “εμπορικό” όνομα του τριημέρου (Thurston Moore), αλλά ενείχε και το μεγαλύτερο ρίσκο από πλευράς προσέλευσης, καθώς περιείχε μεγάλα ονόματα, έκαστο στο ύφος του, αλλά με διαφορετικούς ηχητικούς προσανατολισμούς ο καθένας. Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε πως το συγκεκριμένο φεστιβάλ ήταν η χαρά του ανοιχτόμυαλου ακροατή και η τρίτη μέρα το απέδειξε περίτρανα.

 

Η αρχή έγινε με τους Αθηναίους Afformance στην πρώτη τους εμφάνιση μετά την κυκλοφορία των νέων τους άλμπουμς (Pop Nihilism και Music For Imaginary Film #1). Η επίσημη παρουσίαση, βέβαια, των δίσκων θα γίνει σε άλλη ημερομηνία (23/11 στο six d.o.g.s.), αλλά ευκαιρίας δοθείσης μας έδωσαν την δυνατότητα να ακούσουμε ζωντανά κάποια τμήματα των νέων τους πονημάτων. Το σετ τους κατευθύνθηκε προς το πιο ατμοσφαιρικό κομμάτι της μουσικής τους - έτσι κι αλλιώς η εποχή που ο όρος post rock με την κλασική έννοια τους εξέφραζε ανοικτά φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το έτσι κι αλλιώς κινηματογραφικό Music For… κατείχε μεγαλύτερο ποσοστιαίο μέρος στο σετ από το ...Nihilism, δεν έλειψαν όμως και παλιότερα κομμάτια, όπως το Cordyceps (έστω και όχι ολόκληρο βέβαια - θα έπιανε τη μισή εμφάνιση!) και το Stride. Η παρουσία της Μαρίας Σαχπασίδη στα πλήκτρα και στα φωνητικά, νέα μόνιμη προσθήκη στον ήχο της μπάντας, δίνει τα στοιχεία που χρειάζεται ο ήχος των Afformance για να φρεσκαριστεί (όχι ότι πρόλαβε να μπαγιατέψει κιόλας). Οι νέοι δίσκοι είναι και οι δύο υπέροχοι και αναμένουμε να τους ακούσουμε καθ’ ολοκληρία στην επίσημη πρώτη τους.

Δεν είχαμε την ευκαιρία να δούμε τον Drew McDowall στην προηγούμενη εμφάνισή του στην Αθήνα, ξανά ως καλεσμένος της 3 Shades Of Black και λίγο μετά την κυκλοφορία του πρώτου προσωπικού (με το βάρος του ονόματός του) δίσκου του. Αυτή τη φορά, ο χώρος που τον φιλοξενεί (Fuzz Club, για όποιον ξεχάστηκε προσωρινά) είναι πολύ μεγαλύτερος από το Death Disco και μάλιστα γεμάτος με κοινό που δεν έχει απαραίτητα έρθει για εκείνον αποκλειστικά. Ευτυχώς ο σχεδόν γερόλυκος του πειραματισμού (56 χρονών είναι ο άνθρωπος) φάνηκε να συγκινεί τουλάχιστον όσους είχαν τη θέληση να ακούσουν με τη δέουσα προσοχή τις συχνοτικές εναλλαγές που επέβαλλε στην κονσόλα του. Οι παραγόμενοι ήχοι και η προκύπτουσα ατμόσφαιρα αναπόφευκτα έφερνε στο νου τους Coil σε αρκετά σημεία - ατμόσφαιρα που πύκνωνε και αραίωνε και δημιουργούσε υπόβαθρο για micro ρυθμούς, σαν soundtrack για στιγμές εσωτερικής αναζήτησης με ψυχολογικά ξεσπάσματα, είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω. Περισσότερο βίωμα παρά ολοκληρωμένη μουσική πρόταση, η εμφάνιση του McDowall έδειξε πώς χτίζονται και αποδομούνται τείχη διαφορετικών συχνοτήτων από μουσικούς που γνωρίζουν τι πράττουν και πώς. Όπως επίσης πως και η ησυχία έχει τη σημασία της.

Ο μέγας Justin Broadrick θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το τιμώμενο πρόσωπο του φεστιβάλ καθώς εμφανίστηκε σε τρεις διαφορετικές μέρες, με τρία διαφορετικά σχήματα (και κατ’ επέκταση διαφορετικό μουσικό προσανατολισμό κάθε φορά). Δεν θα μπορούσε φυσικά να λείψει από το κλείσιμο του φεστιβάλ, αυτή τη φορά έχοντας ως συνοδοιπόρο τoν Kevin Martin (γνωστός τα τελευταία χρόνια κυρίως ως The Bug). Μπορεί να μοιάζει απίστευτο αλλά η συνεργασία Broadrick – Martin μετρά περίπου τρεις δεκαετίες, με διαφορετική μορφή κάθε φορά. Αρχικά ήταν οι GOD, μετά οι Ice, στη συνέχεια οι Techno Animal και κατόπιν οι Zonal, οι οποίοι ουσιαστικά είναι μετεξέλιξη των τελευταίων. Ως Zonal εμφανίστηκαν, λοιπόν, στην Αθήνα σε ένα set ηλεκτρονικής/ πειραματικής μουσικής. Παρακολουθώντας την εμφάνιση τους σχημάτισα την εντύπωση ότι η ψυχή του σχήματος ήταν ο Martin και ότι ο Broadrick είχε περισσότερο συμπληρωματικό ρόλο, χωρίς όμως να έχουμε εικόνα από τη διαδικασία σύνθεσης, ηχογράφησης και παραγωγής της μουσικής τους. Βεβαίως, η συγκεκριμένη παρατήρηση έχει δευτερεύουσα σημασία, η ουσία βρίσκεται στην ίδια τη μουσική τους. Σε αυτό το κομμάτι δεν έχουμε αντιρρήσεις, τα σκοτεινά beats, η αποπνικτική ατμόσφαιρα, οι αλλαγές ρυθμών μας κράτησαν αμείωτο το ενδιαφέρον. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε ότι φάνηκε να γίνεται κατάχρηση του χρόνου από πλευράς τους (με τις ανάλογες συνέπειες και για το πρόγραμμα του φεστιβάλ). Τα περίπου 75 λεπτά της εμφάνισης τους ήταν υπεραρκετά, ένα πιο σφιχτοδεμένο set (45 λεπτών για παράδειγμα) θα λειτουργούσε σαφώς υπέρ τους στην τελική αποτίμηση. Ακόμα και έτσι όμως, η εμφάνιση τους είχε αναμφίβολα τις στιγμές της και προσωπικά θα έλεγα ότι την βρήκα ανώτερη από την αντίστοιχη του Martin ως The Bug στο χειμερινό Plisskën του 2014.     

 

Ο Thurston Moore ήταν ένα από τα πιο «δυνατά» ονόματα του φεστιβάλ, ικανό να φέρει κόσμο από μόνο του (ή μόνο για αυτό, αν προτιμάτε). Αυτό επιβεβαιώθηκε και στην πράξη, τσεκάροντας φάτσες στο Fuzz μπορούσες να εντοπίσεις το δικό του κοινό, έβλεπες αρκετούς να περιμένουμε με αδημονία να τελειώσει το υπόλοιπο πρόγραμμα για να έρθει η ώρα του μεγάλου. Και αν κάποιοι αναρωτιούνται πως μπορεί να «κολλάει» ο Moore με το υπόλοιπο line up, η απάντηση είναι απλή: μια μουσική ιδιοφυΐα σαν αυτόν μπορεί να χωρέσει οπουδήποτε. Συνεπώς, μόνο χαρούμενοι μπορούσαμε να αισθανόμαστε που θα τον ξαναβλέπαμε έστω και στα πιο στενά (χρονικά) πλαίσια ενός φεστιβάλ.

Το μόνο που είχε αλλάξει σε σχέση με την προηγούμενη μυθική εμφάνιση του στην Ελλάδα (στον ίδιο μάλιστα χώρο) ήταν ότι η μπάντα του πλέον ονομάζεται Thurston Moore Group αντί για Thurston Moore Band (σε πρόσφατη συνέντευξη δήλωσε χαριτολογώντας ότι στο μέλλον σκοπεύει να την μετονομάσει σε Thurston Moore Experience και κατόπιν Thurston Moore Ensemble και Thurston Moore Explosion…) συν ότι είχε επανέλθει η χαρακτηριστική μακριά κόμη του. Στα πιο ουσιαστικά, ένα ακόμα εξαιρετικός δίσκος προστέθηκε έκτοτε, στην έτσι κι αλλιώς, πλούσια δισκογραφία του, ο λόγος για το φετινό Rock n Roll Consciousness. Κατά τα λοιπά η εντυπωσιακή μπάντα του είχε παραμείνει σταθερή: η τρομερή Debbie Googe (των My Bloody Valentine) στο μπάσο, ο απίθανος James Sedwards στη δεύτερη κιθάρα και ο ογκόλιθος Steve Shelley στα τύμπανα.

Η εμφάνιση του Thurston Moore Group ξεκίνησε με γκολ από τα αποδυτήρια (για να δανειστούμε ποδοσφαιρική ορολογία). Το θαυμάσιο Cease Fire, το οποίο έμεινε εκτός του φετινού LP (άμα λέγεσαι Thurston Moore μπορείς να αποφασίσεις ένα τέτοιο έπος να το βάλεις ως bonus track της Ιαπωνικής έκδοσης, απλώς και μόνο επειδή μπορείς…), μας έμπασε για τα καλά στο live. Αμέσως μετά ήρθε το εξαίσιο Speak to the Wild από το προηγούμενο άλμπουμ του The Best Day (2014). Με δεδομένο ότι τα κομμάτια του Thurston Moore είναι μεγάλης διάρκειας, το set της μπάντας περιείχε λίγα και καλά. Μεταξύ των highlight σίγουρα θα κατατάσσονταν τα Smoke of Dreams και Aphrodite (αμφότερα από το φετινό Rock n Roll Consciousness).

Ειλικρινά ακόμα κι αν θέλαμε να βρούμε κάποιο ψεγάδι στο live του Thurston Moore Group θα ήταν δύσκολο το έργο μας. Ο ίδιος ο Moore εμφανίστηκε με τρομερή διάθεση, αφού έστησε μόνος του τα πετάλια του πήγε στα παρασκήνια για να φέρει πίσω τη μπάντα του, η οποία είχε εν τω μεταξύ γίνει «καπνός» και δεν ανταποκρινόταν ούτε στις από μικροφώνου παραινέσεις του. Στο εκτελεστικό κομμάτι λίγα μπορούν να ειπωθούν για αυτόν τον τεράστιο (όχι μόνο λόγω ύψους…) μουσικό. Το παίξιμο στην κιθάρα είναι μοναδικό, το αναγνωρίζεις «με κλειστά μάτια», ενώ η φωνή του, παρότι σχεδόν 60άρισε πια, παραμένει αναλλοίωτη. Για την μπάντα δε, τι να πει κανείς. Μιλάμε για μια καλολαδωμένη μηχανή ακριβείας. Προσωπικά αισθανόμουν δέος και μόνο που έβλεπα αυτούς τους απίστευτα ικανούς μουσικούς να παίζουν μπροστά μου. Από τις πιο δεμένες και ουσιαστικές μπάντες που μπορεί κανείς να συναντήσει. Κάποιοι ίσως να παραπονιούνταν για τη διάρκεια, ωστόσο το έξτρα κομμάτι (και μάλιστα από το παρελθόν) που παίχτηκε σαν encore, σίγουρα θα τους γλύκανε, έστω και μερικώς (όπως και να το κάνουμε δεν μπορούσε η εμφάνιση τους να έχει την ίδια διάρκεια με την προηγούμενη τους, καθότι μέρος ενός φεστιβάλ).

Κλείνοντας, κάτι γενικότερο. Όταν σε ένα φεστιβάλ με πολλά ονόματα, δυο από τις καλύτερες εμφανίσεις έρχονται από τον Thurston Moore και τους Unsane, ονόματα που ξεκίνησαν στα 80s, τότε αυτό κάτι δείχνει. Το προφανές είναι αυτό που ο σοφός λαός εννοεί λέγοντας «η γριά κότα έχει το ζουμί». Αν το πηγαίναμε πιο μακριά, ίσως θα έπρεπε να πάμε σε μια συζήτηση του τύπου «δεν μπορούμε να ξεγράφουμε με ευκολία τα παλιά γκρουπ», η οποία όμως δεν είναι της παρούσης. Αυτό που κρατάμε είναι ότι καλλιτέχνες σαν τον Thurston Moore παραμένουν σταθερές αξίες, όσο και να περνάνε τα χρόνια.

Η ώρα ήταν ήδη αρκετά προχωρημένη, είχαμε ήδη περάσει ωρολογιακά στη Δευτέρα, αλλά το φεστιβάλ δεν είχε τελειώσει. Άσχημα τα πράγματα για όσους εργαζόμενους αποφάσισαν να μην θυσιάσουν λίγες ώρες ύπνου και να φύγουν από το Fuzz Club πριν ξεκινήσει ο Ben Frost - ή ακόμη και να αποχωρούν λίγο αφότου ξεκίνησε. Έστω κι αν οι συνθήκες δεν ήταν ιδανικές για το κοινό εξαιτίας της ώρας, το show του Ben Frost αποζημίωσε για την αναμονή και με το παραπάνω. Πολλά όμορφα πράγματα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της εμφάνισής του. Κι όμως, το ξεκίνημα δεν προμήνυε φοβερά πράγματα, ειδικά για τους ανυποψίαστους εξ ημών. Το σκοτάδι έπεφτε πυκνό στο Fuzz και οι μοναδικές εκλάμψεις προέρχονταν από τον ελάχιστο φωτισμό που αντανακλούσε στην εντυπωσιακή “κουρτίνα” από μουσαμά που είχε απλωθεί πίσω από τα decks του Frost. Απεδείχθη πως επρόκειτο για ζέσταμα απλώς. Το πρώτο “wow” ήρθε με τις πρώτες βιντεοπροβολές - τελικά o μουσαμάς έκανε θαύματα λαμπιρίζοντας και αλλάζοντας δημιουργικά όποιο βίντεο έπαιζε πάνω του! Κυρίως όμως, οι ήχοι, ψυχροί και συγχρόνως ουράνιοι με υφή που παρέπεμπε σε soundtrack παλιών ταινιών επιστημονικής φαντασίας, συμβάδιζαν με την εικόνα και δημιουργούσαν μία ατμόσφαιρα ονειρική, σε ιδιαίτερα υψηλή ένταση. Ίσως όχι πάντως τόσο ώστε να δικαιολογείται το κλείσιμο των πορτών του Fuzz, για να μην περνάει ο ήχος στον έξω χώρο, όσο αυτό ήταν δυνατόν… φυσικά όμως αυτό αποτέλεσε μία αρχική και ανακριβή εν τέλει εκτίμηση, καθώς σε πολλά σημεία η ένταση του ήχου έφτανε στα όρια, ακόμη και αν ακούγονταν, ουσιαστικά, μόνο συχνότητες από τα ηχεία και όχι μια συγκεκριμένη μελωδία με beat. Όσοι έχουν παρεβρεθεί σε live των Swans τα τελευταία χρόνια, έχουν έτοιμη την αναφορά. Η υψηλή ένταση διέγειρε τις αισθήσεις και αγκάλιαζε τα σώματα των παριστάμενων - όσων τέλος πάντων είχαν απομείνει, καθώς το σετ του Ben Frost τελείωσε στις 2:30! - οι οποίοι ζούσαμε μια εμπειρία που θα την καλούσαμε, χωρίς υπερβολή, έως και υπερβατική. Δεν θα μπορούσε να γίνει καλύτερο κλείσιμο για το νέο φεστιβάλ.

Για το κλείσιμο θα πρέπει να γίνει οπωσδήποτε μία αποτίμηση για το πρώτο Fraternity Of Sound, καθώς και είχαμε τη δυνατότητα να παραστούμε σε όλο το συναυλιακό κομμάτι του (οι club nights ήταν πολύ σκληρές για μας, ομολογούμε…). Οφείλουμε να ξεκινήσουμε από το πρακτικά μοναδικό αρνητικό σημείο της διοργάνωσης: η χρονική καθυστέρηση στην έναρξη κάθε βραδιάς παρατηρήθηκε σε όλο το φεστιβάλ, κάτι στο οποίο έχουμε ξεμάθει τα τελευταία χρόνια, κακά τα ψέματα. Καλό είναι να τηρείται όσο πιο ευλαβικά γίνεται το όποιο χρονοδιάγραμμα, ειδικά σε ένα φεστιβάλ που ουσιαστικά, πέρα από τη μουσική, δεν είχε κάποια άλλη «φεστιβαλική» δραστηριότητα ή υπηρεσία να προσφέρει (π.χ. κάποιο stand με φαγητό - αν και τα κοντινά ψητοπωλεία έκαναν τη δουλειά τους). Για το σχετικά ελλιπές merch πιθανολογώ πως η διοργάνωση δεν έχει ευθύνη, οπότε το παραβλέπουμε (αλλά φυσικά το αναφέρουμε). Κατά τα λοιπά μόνο καλά λόγια έχουμε. Το μουσικό curation ήταν πραγματικά άψογο, με πανδαισία διαφορετικών ήχων και ποιοτικά ονόματα σε όλο το τριήμερο - η χαρά του αυθεντικού μουσικόφιλου! Πολλά από αυτά δεν είχαμε ποτέ τη ευκαιρία να δούμε ξανά στη χώρα μας και απεδείχθησαν μεγάλη παράλειψη που διορθώθηκε, όπως π.χ. τα τρελοκομεία των Circle/Pharaoh Overlord, τους αειθαλείς Unsane και τους ιστορικούς Godflesh. Γνωρίσαμε νέες μπάντες που έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τη διαφορά, όπως τους Maggot Heart και τους Ghold. Ακούσαμε σκληρό rock/metal σε διάφορες εκφάνσεις του, αλλά και πειραματική ambient από μάστορες του είδους, όπως οι Nurse With Wound, Drew McDowall & το δίδυμο των Zonal. Κάποιους τους ξαναείδαμε σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα, όπως την εκπληκτική μπάντα του Thurston Moore, άλλοι ήταν ακόμη καλύτερα από το παρελθόν, όπως ο Ben Frost και το απίστευτο show του. Η ηχητική κάλυψη του Fuzz ξεπέρασε τον εαυτό της πολλές φορές (αξέχαστος π.χ. ο ΕΠΙΚΟΣ ήχος του Thurston Moore) και η φωτιστική κάλυψη εξέφραζε κάθε φορά το πνεύμα της εκάστοτε μπάντας, πράγμα όχι πάντα εύκολο σε ένα club festival. Ελπίζω την επόμενη χρονιά το συναυλιακό κοινό να στηρίξει ακόμη περισσότερο την ιδέα του Fraternity Of Sound Festival, διότι αυτό το ανοιχτόμυαλο φεστιβαλικό concept χρειάζεται να παραμείνει ενεργό.

 

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος, Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα