Συμβαίνουν “πραγματάκια” τελικά και στα συναυλιακά της χώρας. Χρειαζόμαστε περισσότερα ιδιαίτερα live που να μην μένουν μεταξύ γνωστών και φίλων, που να μην χρειάζεται να μπεις μέσα σε ένα λαγούμι για να τα παρακολουθήσεις, που να εκτιμηθεί η όποια ιδιαιτερότητα σε μία μεγάλη (για club) σκηνή και με ένα αξιόλογο ηχοσύστημα. Διότι αξίζουν και οι “βλαμμένοι” αυτής της γης την πχιότητά τους. Και το live των (μάλλον, του) Igorrr συνέβη στο Fuzz Club χάρη στη διαστροφή, αν θέλετε, της 3 Shades Of Black και ναι, ήταν live για “βλαμμένους”.
Για ζέσταμα πριν την εμφάνιση του Γάλλου DJ Gautier Serre και της live παρέας του, επιστρατεύτηκαν δύο ελληνικά σχήματα. Εν αρχή ήταν ο God In A Cone, κατά κόσμον Νίκος Μαρίνος, η φανέλα Clyde Drexler στους Rockets και ο συνθετητής του. Πραγματικά, υποθέτω πως όσο κι αν ψάξουμε στην ελληνική επικράτεια, δεν θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε πιο ταιριαστό support act για τους συγκεκριμένους headliners και σίγουρα όχι τόσο δημιουργικό. Ο Μαρίνος είναι η φωνή των Madleaf & των Slitherum, αλλά ως God In A Cone πλησιάζει την υπερπαραγωγικότητα τύπων όπως ο Ty Segall ή οι King Gizzard & The Lizard Wizard, με 5 άλμπουμ ήδη μέσα σε ένα χρόνο! Κρυμμένος ουσιαστικά μέσα στην κουκούλα του, άλλαζε ρυθμούς και διαθέσεις, ξεκινώντας με ένα πιο ηλεκτρονικό σετ, αναλαμβάνοντας τα φωνητικά όποτε χρειαζόταν. Στη συνέχεια προστέθηκε η κιθάρα του Αχιλλέα Διαμαντέα και η εμφάνιση απέκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον για όσους θεωρούν το συγκεκριμένο όργανο πανάκεια για οποιαδήποτε συναυλία - έδωσε όμως και τη δυνατότητα να ακουστούν πιο γλαφυρά οι περίφημες μίξεις των ειδών που επιχειρεί ο Μαρίνος. Αν και πιστεύω πως η πιο ενδιαφέρουσα μίξη ακούστηκε στο τέλος (ο Χάρος, από το πιο πρόσφατο άλμπουμ Shark Was A Boy), όπου στο ίδιο κομμάτι αναμειγνύονται ηπειρώτικα, black metal και groove metal, το σετ του God In A Cone ήταν αρκετό ως πρώτη γνωριμία (δεν έχει κάνει και τόσα πολλά live…) με μία ιδιαίτερη μουσική προσωπικότητα που, αν συνεχίσει με τον ίδιο αυθορμητισμό, έχει τη δυνατότητα να δώσει πολλές καλές κυκλοφορίες και στο μέλλον.
Όσο ταιριαστός και αν ακουγόταν ο God In A Cone, τόσο αταίριαστοι με το κλίμα φαίνονταν οι Still Falling. Τους είχαμε δει στο τέλος της προηγούμενης χρονιάς ως support στους Tardive Dyskinesia, μας είχαν κάνει πολύ καλή εντύπωση και αυτή η εντύπωση παρέμεινε και στο live στο Fuzz. Όμως σε ένα live πακέτο που κυριαρχούσαν οι ιερόσυλες επιμιξίες και η λογική “ξεφεύγουμε από όλα τα μουσικά είδη μιξάροντας τα πάντα”, η άποψη των Still Falling ακούστηκε…ως και συμβατική. Φυσικά τα παιδιά απέδωσαν ωραιότατα το τεχνικό death metal τους, με επιρροές από Isis & Gojira μεταξύ άλλων, έστω κι αν χρειάζονταν λίγο ποιοτικότερο και πιο “συγκεντρωμένο” ήχο. Είναι όλοι εξαίρετοι παίχτες και διαθέτουν ένα από τα καλύτερα λαρύγγια-βόθρους στη χώρα. Στηρίχτηκαν προφανώς στο άξιο περσινό ντεμπούτο τους Free Of Avidya, παρουσιάζοντας μαζί του κάποια καινούρια κομμάτια. Σημαντική λεπτομέρεια και πρέπει να αναφερθεί πως υπήρχε μία μερίδα κοινού που ήρθε και για εκείνους.
Άμεσα μετά το τέλος του live των Still Falling, η σκηνή άδειασε, τα drums μετακινήθηκαν στα πίσω δεξιά της σκηνής και στα πίσω αριστερά εγκαταστάθηκε η τράπεζα εργασίας του Laurent Serre, με το laptop και τις γεννήτριες συχνοτήτων. Ο χώρος μπροστά έμεινε άδειος, μέχρι να φτάσει το συνεργείο καθαρισμού και να ρίξει μια ηλεκτρική “σκουπιά” στη μοκέτα του Fuzz - εύλογα, όπως απεδείχθη, καθώς οι τραγουδιστές των Igorrr θα αλώνιζαν ξυπολητοι κάθε εκατοστό της σκηνής. Λίγο πριν την εμφάνιση των Igorrr, το Fuzz ήδη είχε φτάσει σε ανεκτά επίπεδα πληρότητας, ξεπερνώντας, αν θέλετε, τις προσωπικές μου προσδοκίες σχετικά με τη δυναμική της συγκεκριμένης συναυλίας. Κατά τη διάρκεια του live η ματιά μου περιδιάβαινε πολλές φορές μεταξύ σκηνής και κοινού, καθώς πέρα από το αξιοπερίεργο της συγκεκριμένης συναυλίας, που θεωρείται default ως ιδιότητα, το κοινό έμοιαζε ετερόκλητο αλλά, κυρίως, αποτελούταν από “φυσιολογικούς” ανθρώπους, χωρίς κάποια συγκεκριμένα “φυλετικά” χαρακτηριστικά (αν και φυσικά τα metal μπλουζάκια πρόδιδαν την έντονη παρουσία θιασωτών του σκληρού ήχου). Η μεγαλύτερη, πάντως, έκπληξη ήρθε από τον τρόπο αντιμετώπισης του live από τους παριστάμενους. Δύσκολα πετύχαινες κάποιον που να μην τον είχε συνεπάρει το θεάμα και, κυρίως, το ακρόαμα - τι σφρίγος, τι ένταση, τι ρυθμός! Ήταν ολοφάνερο πως δύσκολα έβρισκες άνθρωπο που είχε έρθει στο Fuzz ως “τουρίστας” - οι περισσότεροι, ακόμη κι αν δεν γνώριζαν το υλικό των Igorrr από πρώτο αυτί, είχαν την εικόνα πως θα παρακολουθήσουν κάτι αξιοπερίεργο που, παρ’ ελπίδα, θα έχουν να συζητούν για καιρό. Ακόμη και αυτοί που δεν ήξεραν τι τους περιμένει έμειναν οπωσδήποτε εντυπωσιασμένοι. Δεν είχαν άλλωστε και πολλές επιλογές...
Το ξεκίνημα έγινε με το οργανικό Spaghetti Forever, ίσως η καλύτερη εισαγωγή στη λογική των κομματιών του Igorrr: μια κλασική κιθάρα παίζει μπαρόκ μελωδίες σόλο, παρεμβάλλεται ένα ηλεκτρονικό groovy beat και έπειτα επικρατεί χάος, με σκληρές κιθάρες, drum’n’bass ρυθμούς, οπερατικά φωνητικά να εναλλάσσονται με screams και growls. Καλά αρχίσαμε! Η σύνθεση της μπάντας είναι λιτή: στα μετόπισθεν ο DJ Gautier Serre, εμπνευστής, συνθέτης και ουσιαστικά μοναδικό μέλος των Igorrr, ο Sylvaine Bouvier έπαιζε τα φυσικά drums - πολύ εντυπωσιακός σε στιγμές - και στα φωνητικά το δίδυμο που τράβηξε τα περισσότερα βλέμματα προς την σκηνή. Ο Laurent Lunoir ήταν ο “κάφρος” της παρέας, ντυμένος και βαμμένος σαν μία μίξη Orc έτοιμου να πολεμήσει για τη δόξα του Sauron και Ultimate Warrior στα νιάτα του. Από την άλλη, η Laure Le Prunenec ήταν η μοιραία γυναίκα-τραγουδίστρια, μία μοντέρνα ντίβα της όπερας που μετέβαινε στα rock φωνητικά με αξιοζήλευτη άνεση, με κλασική αλλά και μοντέρνα παιδεία στο τραγούδι και στο χορό (έριξε και μερικές πιρουέτες προς το τέλος), εντυπωσιακή όπως και να την έβλεπε κανείς. Όπως καταλαβαίνετε και από τις περιγραφές, οι δυο τους δημιουργούσαν τόσες αντιθέσεις, ειδικά στα εκτεταμένα διαστήματα που βρίσκονταν μαζί στην σκηνή, που κέντρισαν το ενδιαφέρον αμέσως. Οι δυο τους δεν άφησαν πράγματι εκατοστό της σκηνής απάτητο, ο καθένας με το δικό του ύφος (μεγαλύτερη χάρη η Le Prunenec, πιο “βαρύς” ο Lunoir). Ζούσαν κάθε ήχο που έβγαινε από το σύστημα του Serre, προσπαθώντας πολλές φορές να τον αναπαραστήσουν με την κίνηση όταν δεν ήταν απασχολημένοι στα φωνητικά τους καθήκοντα. Υπό αυτές τις συνθήκες, καταλάβαμε γιατί το setup και οι ανάγκες της συναυλίας πραγματικά δεν θα επέτρεπαν να δούμε αυτό το αποτέλεσμα στο Αν Club, που είχε ανακοινωθεί αρχικά ως το venue που θα φιλοξενούσε το ιδιότυπο μουσικό καραόκε των Igorrr.
Παρότι είχε έρθει - θεωρητικά - για να παρουσιάσει ζωντανά το νέο του άλμπουμ, Savage Sinusoid, ο Serre επέστρεφε πολύ τακτικά στο παρελθόν τιμώντας και τις προηγούμενες δουλειές του. Μάλιστα μία από τις συγκλονιστικές στιγμές του live ήρθε στο Tout Petit Moineau από το 2014 (Τι να πούμε βέβαια για τα ieuD και Opus Brain… αλλά και για όλο το live). Από τη μία η ευαίσθητη, κυρίως, ερμηνεία της Le Prunenec με αυθεντική απόγνωση στη φωνή της και από την άλλη οι drum’n’bass προσθήκες στο τσέμπαλο που έφτιαχνε τον κορμό του κομματιού, σε έκαναν να μην ξέρεις πώς να αντιδράσεις: να μπεις στο συναίσθημα της φωνής ή να κουνηθείς στο ρυθμό; Ουσιαστικά αυτό ήταν η επιτομή του live: να χρειάζεται να επινοείς νέους τρόπους για να ακούς και να νιώθεις τη μουσική. Οι Igorrr δεν ξεκινούν από το μηδέν, καθώς χρησιμοποιούν τα οικεία μουσικά είδη. Η ουσία βρίσκεται στον συνδυασμό τους με ευρηματικό τρόπο ώστε να δημιουργηθεί ένα αποτέλεσμα που να μην θυμίζει κακότεχνο κολλάζ. Αυτό χρειάζεται βέβαια δουλειά και εμπειρία και η εξέλιξη στους δίσκους τους δείχνει πως ο Serre παίρνει στα σοβαρά την κάθε του προσπάθεια, μαθαίνει από τα λάθη του προηγούμενου δίσκου και έρχεται όλο και πιο κοντά στο κέντρο. Η συναυλία πάντως δεν είχε στόχο να “μάθει” στο κοινό. Είχε στόχο να διασκεδάσει όσους βρέθηκαν στο Fuzz και αυτό επετεύχθη στο μέγιστο με τη μουσική, φυσικά, και την επαφή των δύο τραγουδιστών με το κοινό. Στο τέλος μάλιστα και οι δύο έπιασαν κάγκελο και έκαναν headbanging μαζί με μας στο Robert, κλείνοντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά live της σεζόν και χαλαρά το πιο ιδιαίτερο που έχει γίνει σε κλειστό venue που χωράει περισσότερα από 200 άτομα. Έχετε αμφιβολία πως την επόμενη φορά θα παίξουν σε ακόμη πιο γεμάτο venue;
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής