Η συγκεκριμένη συναυλίας μας γύρισε πίσω στο σχετικά μακρινό παρελθόν, με δύο μπάντες με προϊστορία άνω των 20 ετών. Η διαφορά τους είναι πως οι headliners Satyricon παραμένουν ενεργοί χωρίς διάλειμμα, αυξάνοντας μάλιστα συνεχώς τη δημοφιλία τους. Αντίθετα, οι εγχώριοι On Thorns I Lay επέστρεψαν μετά από ένα μάλλον μακρύ συναυλιακό διάλειμμα, καθώς, αν και ο τελευταίος τους δίσκος κυκλοφόρησε το 2015 (μετά από σημαντική παύση 12 ετών), είχαν να δώσουν συναυλία εδώ και περίπου μιάμιση δεκαετία! Βέβαια υποθέτουμε με ασφάλεια πως η συντριπτική πλειοψηφία των 1000 περίπου ατόμων που γέμισαν το Fuzz Live Music Club ήρθαν για τους Νορβηγούς, καθώς είχαν περάσει 9 χρόνια από την τελευταία φορά που επισκέφτηκαν τη χώρα μας (τότε στο Gagarin 205). Με ένα δίσκο στις αποσκευές τους (Deep Calleth Upon Deep) που δίχασε σαφώς λιγότερο από τον προηγούμενό τους, οι φίλοι των Satyricon είναι σίγουρο πως περίμεναν αυτό το live με ανυπομονησία.
Ξεκινώντας με τους On Thorns I Lay, η αλήθεια είναι πως στους παλαιότερους εξ ημών έφτασε ένα αίσθημα νοσταλγίας. Όχι όμως ορμώμενοι από την ιστορία του συγκροτήματος, ούτε από την ρομαντική - και όχι απαραίτητα τόσο ρεαλιστική - αίσθηση ότι “αχ ωραία χρόνια εκείνα, τώρα είναι αλλιώς” κτλ, ούτε από το γεγονός πως η τελευταία τους live εμφάνιση χρονολογείται προ πραγματικά πολλών ετών. Η νοσταλγία προήλθε από την εξαιρετική εικόνα της μπάντας. Αναπαράγοντας έναν ήχο που τω καιρώ εκείνω βρισκόταν στα πολύ πάνω του, οι On Thorns I Lay, με παλιά και νεότερα μέλη στη σύνθεσή τους, έδειξαν πως είναι μία μπάντα που μάλλον αδίκως έμενε τόσα χρόνια εκτός της πρώτης κατηγορίας στη συνείδηση του κοινού που ακολουθούσε το ύφος. Μάλιστα στο Fuzz απέδωσαν ιδιαίτερα παθιασμένα και πειστικά το υλικό τους, οπότε το αναπόφευκτο άγχος εκείνης της ζωντανής εμφάνισης τους βγήκε μάλλον σε καλό. Σήμερα άραγε θα μπορέσει να ανακτήσει το έδαφος; Τα δείγματα από το επερχόμενο άλμπουμ τους, Aegean Sorrow (το οποίο αναμένεται σύντομα) όπως ακούστηκαν στο live, αλλά και οι εξαιρετικές στιγμές από το παρελθόν (π.χ. Crystal Tears) δείχνουν πως αξίζουν σοβαρής τουλάχιστον ακρόασης. Άλλωστε η καλή μουσική δεν είναι ποτέ εκτός εποχής. Οι νοσταλγοί μελωδικών doom/death συγκροτημάτων των ‘90s-’00s που στην σύγχρονη εποχή βρίσκουν απάγγειο π.χ. στους Draconian και στους Hallatar (ή στους Trees Of Eternity, αν και χωρίς Aleah απίθανο να συνεχίσουν), ας μην τους προσπεράσουν.
Πολύ νερό έχει κυλήσει στο αυλάκι των Satyricon από την τελευταία τους εμφάνιση στην Αθήνα. Πιστεύω φυσικά πως το σημαντικότερο γεγονός που συνέβη αυτά τα χρόνια δεν ήταν κάποιος δίσκος που άλλαξε το ρου της ιστορίας, αλλά η ασθένεια του τραγουδιστή & βασικού συνθέτη Sigurd Wongraven. Για όσους δεν γνωρίζουν, ο (γνωστότερος ως) Satyr κυκλοφορεί ανάμεσά μας εδώ και 3 περίπου χρόνια με έναν (καλοήθη ευτυχώς) όγκο στον εγκέφαλο. Όμως, ως υπέρμαχος της φράσης “αν δεν χαλάσει, δεν χρειάζεται να το φτιάξεις”, επιμένει να μην κάνει εγχείρηση αφαίρεσής του όσο δεν τον ενοχλεί, με το επιχείρημα πως φοβάται πως επάνω στην εγχείρηση ίσως υπάρξουν κάποιες επιπλοκές. Δεν θα κρίνουμε φυσικά την απόφασή του, αλλά θα δεχτούμε πως ο άνθρωπος δείχνει αξιοθαύμαστο σθένος για να ζει με κάτι που γνωρίζει και πιθανώς να τον βλάψει κάποια στιγμή, θέλοντας προφανώς να ζήσει μία ποιοτική ζωή ως εκείνο το σημείο. Το πνεύμα των παραπάνω προτάσεων είναι φυσικά πως αυτή η κατάσταση δεν δείχνει να τον επηρεάζει στο ελάχιστο όσο βρίσκεται επάνω στην σκηνή. Σίγουρα πρόκειται για έναν από τους πιο επιβλητικούς frontmen στον σκληρό ήχο - με ογκώδη σωματοδομή, άκαμπτο στυλ και έντονο διαπεραστικό βλέμμα. Η ογκώδης τρίαινα που χρησιμεύει ως βάση του μικροφώνου του έχει τη δυνατότητα να κινείται κατά τη βούλησή του και στα χέρια του Satyr θα έλεγε κανείς πως υπέφερε, ειδικά στα πρώτα κομμάτια. Παρότι ήταν ευγενέστατος στις αποκρίσεις του προς το κοινό, ερμηνεύοντας τα κομμάτια φαινόταν πειστικά evil.
Το κοινό ανταποκρινόταν σε όλα τα κομμάτια από όλες τις εποχές των Satyricon και οι αντιδράσεις του, ειδικά όσο πλησίαζε τη σκηνή, έδειχναν πως διασκέδαζε υπέρ το δέον. Αναμενόμενα και εύλογα, το set επικεντρώθηκε περισσότερο στη νεότερη μουσική τους περίοδο - όπου “νεότερη”, μιλάμε για “μόνο” 16 χρόνια, από τότε δηλαδή που ξέφυγαν εντελώς από το τυπικό ύφος του black metal δίνοντάς του rock ρυθμό και μελωδίες, πεντακάθαρες (κατά άλλους γυαλισμένες) παραγωγές και τάσεις απεύθυνσης σε μεγαλύτερο κοινό. Ο χαρακτήρας της μπάντας παρέμεινε φυσικά ίδιος από την τελευταία φορά που τους είδαμε εδώ. Όσο μπροστά αλώνιζε ο Satyr με τους δύο διόλου τυχαίους live κιθαρίστες, στα μετόπισθεν ο Frost (Kjetil-Vidar Haraldstad επί τω ανθρωπινότερο) σάρωνε κοπανώντας τα ντραμς με άψογο ήχο και συνεχές headbanging. Λόγω θέσης είχα προσωπικά την ευκαιρία να θαυμάσω πραγματικά τις ικανότητες και τις αντοχές του, καθώς δεν χρειάζεται καν να έχεις παίξει ντραμς για να καταλάβεις πως drumming και headbanging δεν πάνε μαζί, ειδικά σε αυτό το επίπεδο!
Τα τραγούδια των Satyricon είναι φτιαγμένα για να παίζονται ζωντανά και δυνατά. Έτσι εξηγείται πως οι συναυλιακές εκτελέσεις των φρέσκων τραγουδιών, αλλά ακόμη και μέτριων στουντιακών κομματιών (όπως π.χ. από το ομώνυμο προηγούμενο άλμπουμ τους) έπαιρναν διαστάσεις ύμνων! Σε έναν “κανονικό” ύμνο είχαμε ίσως την καλύτερη συνεργασία κοινού-συγκροτήματος: στο Mother North (από το τόσο μακρινού πλέον Nemesis Divina) το κοινό συνόδευε με συγχρονισμένη φωνή το κεντρικό riff όποτε αυτό ακουγόταν. Το κλείσιμο της συναυλίας ήταν λίγο πολύ αναμενόμενο, με τα μεγαλύτερα ίσως hit-potential κομμάτια των Satyricon: Fuel For Hatred (Motorhead-ίλα αλλά και L7-ίλα, για τους πιο προσεκτικούς ακροατές) και φυσικά το K.I.N.G. με ένα riff που υπό άλλες συνθήκες δύσκολα θα υποστηριζόταν με αυτόν τον τρόπο σε ένα τόσο σκοτεινό κομμάτι. Το αντίκτυπο της συναυλίας ήταν τέτοιο που, τελειώνοντας το live, πολλοί από τους νεαρότερους fans που παρέμειναν για λίγο ακόμη στο χώρο έμειναν με την εντύπωση πως είχαν μόλις δει ένα από τα καλύτερα live της ζωής τους. Δεν θα τους αδικήσω λόγω ηλικίας. Οι Satyricon έδωσαν πράγματι μία εξαιρετική συναυλία αντάξια της φήμης τους ως μία εκπληκτική live μπάντα - αλλά το πρόσθετο touch έδωσε ο απίθανος ήχος (από τους απόλυτα καλύτερους που έχουμε ακούσει σε metal live στο Fuzz) και ο προσεγμένος φωτισμός.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής