Η δεύτερη μέρα του φετινού Release Athens Festival μπορεί να μην είχε μια μεγαλειώδη εμφάνιση, σαν αυτή του Richard Ashcroft την προηγούμενη μέρα, είχε όμως μπόλικο κόσμο, καλή διάθεση, χαλαρή ατμόσφαιρα και καλές μουσικές.
Οι Αθηναίοι Magenta Flaws είχαν τον πιο δύσκολο ρόλο στην έναρξη της δεύτερης μέρας του φεστιβάλ, μιας και εμφανίστηκαν πρώτοι, κάτω από τον καυτό ήλιο και με τον κόσμο να είναι ακόμα διασκορπισμένος στην πλατεία. Αν υπάρχει όμως καλή μουσική όλα γίνονται καλύτερα. Κάπως έτσι συνέβη κι αυτή τη φορά καθώς το γκρουπ με τις συνθέσεις του από το άλμπουμ Corridor όχι απλά μας τράβηξε την προσοχή, μας έκανε και να περάσουμε ωραία για ένα μισάωρο. Το σχήμα που πρωτοξεκίνησε μια δεκαετία και κάτι πριν, με ηλεκτρονικούς ήχους που μπλέκονταν με φυσικά όργανα και φωνητικά από τρεις μουσικούς, δημιούργησε πολύ καλή εντύπωση και παρότι είχα ακούσει ήδη το Corridor, με έβαλε στη διαδικασία να το ξανακούσω πιο προσεκτικά. Όσο για το highlight της εμφάνισης τους, δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το Cutting Loose το οποίο πρωτογνωρίσαμε μέσω του ραδιοφώνου (ευτυχώς υπάρχουν ακόμα μερικοί καλοί σταθμοί).
Την Angelika Dusk, που ακολούθησε, δεν είχε τύχει να τη δω ζωντανά στο παρελθόν, παρότι η συναυλιακή της παρουσία είναι αρκετά έντονη τα τελευταία χρόνια, οπότε η παρούσα ήταν μια καλή ευκαιρία. Κακά τα ψέματα, ο λίγος κόσμος και η ανυπόφορη ζέστη δεν είναι ο,τι καλύτερο για οποιονδήποτε καλλιτέχνη, το παραδέχθηκε κι από μικροφώνου η Angelika Dusk, η οποία ωστόσο υποσχέθηκε ότι θα έκανε ο,τι μπορούσε για να αντιστρέψει την δύσκολη συγκυρία. Η αλήθεια είναι ότι έκανε πράξη την υπόσχεση της καθώς πραγματοποίησε μια άκρως επαγγελματική εμφάνιση (οφείλουμε να το υπογραμμίσουμε αυτό). Η μπάντα που την συνόδευε ήταν αναμφίβολα ικανή και ουσιαστική, έτσι η καλή απόδοση των συνθέσεων της, σε συνδυασμό με τα προσεγμένα φωνητικά, φανέρωσαν την πολλή δουλειά που είχε προηγηθεί. Η πρόσφατη κυκλοφορία της Beautiful Mess, είχε αναμενόμενα την τιμητική της, με τα Gold, Catfight και Scream να ξεχωρίζουν, ενώ στο φινάλε παρουσίασε μια δυναμική διασκευή στο Big In Japan των Alphaville (το οποίο διασκεύασε την πρώτη μέρα του φεστιβάλ και η Kid Moxie). Για όσους τα 45 λεπτά της εμφάνισης της Angelika Dusk δεν ήταν αρκετά, το ραντεβού ανανεώθηκε για τις 5 Ιουλίου, οπότε και θα πραγματοποιηθεί η συναυλία της στον κήπο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Για τους Ρουμάνους Golan, το τρίτο όνομα στη σειρά και το πρώτο από το εξωτερικό, δεν γνώριζα το παραμικρό μέχρι εκείνη τη στιγμή, οπότε υπήρχε μια σχετική περιέργεια. Η ωριαία εμφάνιση τους στο Release, ωστόσο, δεν υπήρξε ιδιαίτερα πειστική. Η electronica τους (ανεπαίσθητο house-ακι θα το χαρακτηρίζαμε σε κάποια σημεία), διανθισμένη με κάποια πνευστά για να έχει λίγο βαλκανικό χρώμα, νομίζω θα ταίριαζε πολύ περισσότερο σε κάποιο beach bar. Η μουσική τους σίγουρα δεν ενοχλούσε αλλά ταυτόχρονα δεν ήταν ικανή να προκαλέσει το ενδιαφέρον του κοινού που είχε σαφώς μεγαλώσει σε σχέση με νωρίτερα. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι Ρουμάνοι έκαναν κάτι λάθος, έδιναν ο,τι καλύτερο μπορούσαν, προσπαθούσαν να αναπτύξουν οικειότητα με τον κόσμο και εν τέλει να τον διασκεδάσουν. Συμπαθείς ήταν σίγουρα αλλά μέχρι εκεί, κάτι περισσότερο δεν είδαμε.
Λίγο πριν ξεκινήσουν το live τους οι UB40, ο κόσμος άρχισε να καταφθάνει κατά κύματα, επιβεβαιώνοντας την κακή φεστιβαλική νοοτροπία «πληρώνω εισιτήριο αλλά βλέπω μόνο τα δυο τελευταία ονόματα». Όπως και να έχει, λίγο μετά τις 9, οπότε και εμφανίστηκαν οι UB40, η προσέλευση είχε φτάσει στο peak της. Το να δεις τους UB40 δίπλα στη θάλασσα είναι σίγουρα μια προοπτική αρκετά δελεαστική. Για την ακρίβεια είδαμε ζωντανά ένα από τα δυο σχήματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή με το ίδιο όνομα. Το παρόν έχει το προνόμιο να διαθέτει στις τάξεις του τους δυο βασικούς τραγουδιστές, Ali Campbell και Astro (συν τον κιμπορντίστα Mickey Virtue) και διαχωρίζεται από το έτερο γκρουπ με τη χρήση των τριών ονομάτων στον τίτλο (UB40 feat. Ali, Astro, Mickey).
Για τους UB40 δεν χρειάζονται συστάσεις, τα τραγούδια τους ποτέ δεν έλειψαν από τα ραδιόφωνα της χώρας, και αυτά ήταν που είχε έρθει να απολαύσει ο κόσμος, όπως έγινε για παράδειγμα με τα Kingston Town και One In Ten (1 στους 10 άνεργος μοιάζει όνειρο μακρινό για τη χώρα μας…). Το συγκρότημα ωστόσο έχει νέο δίσκο (A Real Labour of Love), ο οποίος, όπως μας ενημέρωσε περήφανα ο Campbell, έφτασε μέχρι το νούμερο 2 του βρετανικού chart, και θέλησε να τον παρουσιάσει ζωντανά. Ιδέα που δεν αποδείχθηκε ιδανική για την περίσταση αφού ο κόσμος δεν γνώριζε τα νέα τους κομμάτια με αποτέλεσμα να τα αντιμετωπίζει επιφυλακτικά.
Ο Astro (κατά κόσμον Terence Wilson) σε όλη την διάρκεια της συναυλίας υπήρξε υπερκινητικός, ευδιάθετος και επικοινωνιακός με τον κόσμο, και προσπάθησε να κρατήσει την σπίθα αναμμένη. Σε πλήρη αντίθεση ο Ali Campbell προσπαθούσε να δείχνει όσο πιο cool γίνεται, μασώντας ακατάπαυστα την τσίχλα του (θυμίζοντας περισσότερο τον Sir Alex Ferguson παρά διάσημο τραγουδιστή) ενώ ελάχιστες φορές απευθύνθηκε στο κοινό. Η συνοδευτική μπάντα, ωστόσο, υπήρξε καλοκουρδισμένη και άκρως λειτουργική, αποδίδοντας με ακρίβεια τα κομμάτια και αναπαράγοντας τον reggae ήχο με απόλυτη πιστότητα.
Ο ενθουσιασμός και το κέφι ξεχείλισαν τελικά όταν στο encore, κλείνοντας την εμφάνιση τους, έπαιξαν δυο από τα γνωστότερα τραγούδια που ηχογράφησαν ποτέ. Ο λόγος για τα (I Can't Help) Falling in Love With You (του βασιλιά Elvis Presley) και Red Red Wine (του σπουδαίου Neil Diamond), τα οποία είχαν καταφέρει να φέρουν στα μέτρα τους στις δικές τους εκτελέσεις, κάνοντας πολλούς να πιστεύουν πως πρόκειται για δικές τους συνθέσεις.
Αν έπρεπε να αποτιμήσουμε την εμφάνιση της μπάντας από το Μπέρμιγχαμ, θα έπρεπε να σταθούμε στο καθαρά ιστορικό ενδιαφέρον της, καθώς η προσθήκη των νέων κομματιών δεν πρόσφερε κάτι περισσότερο στο συνολικό αποτέλεσμα. Πάντως η ρετρό ατμόσφαιρα που έφεραν στην Πλατεία Νερού, δεν νομίζω να δυσαρέστησε πολλούς. Άλλωστε ζέστη, θάλασσα και reggae πάνε πάντα μαζί!
Οι headliners της δεύτερης μέρας Thievery Corporation μάλλον θα πρέπει να αισθάνθηκαν πολύ οικεία με τους reggae/ dub ήχους των UB40, αφού έχουν εξερευνήσει σε βάθος τη συγκεκριμένη μουσική παράδοση. Οικεία βέβαια νοιώθουν αναμφίβολα και με το ελληνικό κοινό μιας και το έχουν συναντήσει πολλάκις στο τις τελευταίες δυο δεκαετίες. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για την Πλατεία Νερού στην οποία έχουν παίξει και στο παρελθόν (με πιο πρόσφατο το περσινό τους live, πάλι στα πλαίσια του Release).
Thievery Corporation σημαίνει εγγύηση στα live, όσοι έχουν βρεθεί έστω και για μια φορά σε συναυλία τους το γνωρίζουν καλά. Φέτος επέστρεψαν με νέα δουλειά, το αξιόλογο Treasures from the Temple (συνέχεια του πολύ καλού περσινού The Temple of I & I) και όλα εξελιχθήκαν καλύτερα σε σχέση με πέρσι, που η ξαφνική μπόρα μας είχε κάνει μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Αυτή τη φορά επέλεξαν ένα καλύτερο setlist, με το νέο υλικό να αναμιγνύεται επιτυχώς με το παλαιότερο και η συναυλία να ρέει χωρίς «κοιλιές». Από τις πρόσφατες ηχογραφήσεις ξεχώρισαν με ευκολία τα Voyage Libre (έχει κερδίσει αρκετό airplay στα λίγα καλά ραδιόφωνα της χώρας), True Sons of Zion και Letter to the Editor. Με το τελευταίο ανέβηκε για πρώτη φορά στη σκηνή η Τζαμαϊκανή καλλονή Racquel Jones, η οποία έκανε την εμφάνιση του φεστιβάλ (ό,τι και να συμβεί την τρίτη μέρα, την πρωτιά δεν την χάνει…). Ενδιάμεσα οι Thievery γυρνούσαν τακτικά στο παρελθόν με αγαπημένες συνθέσεις όπως τα Marching the Hate Machines (Into the Sun), Culture of Fear, Amerimacka, Heart’s A Lonely Hunter και φυσικά το εκρηκτικό Warning Shots.
Για το encore κρατήθηκαν κάποια από τα γνωστότερα κομμάτια τους (όπως τα Lebanese Blonde και The Richest Man In Babylon) προς τέρψιν όλων. Στο τέλος ο Rob Garza (το ένα εκ των δυο ιδρυτικών μελών του γκρουπ) ήρθε στο μπροστινό μέρος της σκηνής, πήρε το μικρόφωνο και αφού μας ευχαρίστησε, υπενθύμισε ότι η πρώτη ever εμφάνιση του σχήματος εκτός των ΗΠΑ έλαβε χώρα πριν 20 ακριβώς χρόνια στην Ελλάδα, γεγονός αν μη τι άλλο εντυπωσιακό.
Προσωπικά, βρήκα τη φετινή συναυλία των Thievery Corporation σαφώς ανώτερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή, χωρίς ωστόσο να δούμε κάτι το διαφορετικό σε σχέση με το παρελθόν, άλλωστε οι περισσότεροι από όσους βρέθηκαν στην Πλατεία Νερού το πιθανότερο είναι ότι θα τους είχαν ξαναδεί σε κάποια από τις προηγούμενες επισκέψεις τους, οπότε το στοιχείο της έκπληξης εκ των πραγμάτων απουσίαζε. Αυτό που έλειψε επίσης ήταν τα πνευστά από μερικά κομμάτια (ειδικά σε κάποια χαρακτηριστικά σημεία όπου ακούστηκαν προηχογραφημένα), ενώ το αδιάκοπο πήγαινε – έλα των πέντε τραγουδιστών κάποια στιγμή κουράζει, είναι όμως αναπόφευκτο από τη στιγμή που τα φωνητικά στις συνθέσεις τους ήταν ανέκαθεν πολυσυλλεκτικά. Πέραν αυτών, δεν έχουμε άλλο παράπονο.
Κλείνοντας, πρέπει να σημειώσουμε ότι η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ κύλησε δίχως προβλήματα και ταλαιπωρίες. Στην τρίτη του χρονιά το Release Athens παρουσιάζεται όλο και καλύτερο, με περισσότερες παροχές και ευκολίες προς τους θεατές (τρομερή πατέντα ο κάδος ανακύκλωσης με θήκες για να ακουμπάς τη μπύρα σου και μάλιστα με εσωτερικό φωτισμό!) και πάντοτε άψογο ήχο. Έχει ανεβάσει πολύ το επίπεδο ανάμεσα στα εγχώρια φεστιβάλ και η δουλειά που κάνει είναι αξιέπαινη.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά & Μιχάλης Κουρής (Thievery Corporation)