Print this page
Τρίτη, 10 Ιουλίου 2018 21:00

Live Review: Rockwave Festival 2018 Day1: Arctic Monkeys/ ALT-J/ Miles Kane / Get Well Soon / CoreTheBand @ Terra Vibe, 6/7/18

Written by 

Οι Arctic Monkeys στην πρώτη εμφάνιση τους στη χώρα μας παρουσίασαν ένα θαυμάσιο setlist που ικανοποίησε το πολυάριθμο – κυρίως νεανικό- κοινό που πλημμύρισε το Terra Vibe της Μαλακάσας.

Σύμφωνα με το πρόγραμμα οι Χανιώτες Core the band θα άνοιγαν το φεστιβάλ στις 4:30 το απόγευμα. Με δεδομένο το εργάσιμο της ημέρας, δεν κατέστη δυνατό να φτάσουμε εγκαίρως ώστε να παρακολουθήσουμε την εμφάνιση τους. Απολογούμαστε για αυτό και υποσχόμαστε να επανορθώσουμε με την πρώτη ευκαιρία που θα δοθεί να δούμε ζωντανά το σχήμα.

Η άφιξη μας συνέπεσε με το ξεκίνημα του live των Get Well Soon, δηλαδή του Konstantin Gropper και της παρέας του. Στις 5:30 ο ήλιος ήταν ακόμα καυτός και το φώς άπλετο, όχι δηλαδή οι ιδανικότερες συνθήκες για την εσωστρεφή, κατά κύριο λόγο, τραγουδοποιία του Gropper. Ωστόσο το γερμανικό γκρουπ προσαρμόστηκε στα δεδομένα που είχε να αντιμετωπίσει επιλέγοντας ένα γεμάτο ένταση (στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος του) set, ικανό να προσελκύσει το ενδιαφέρον της πιτσιρικαρίας που βρισκόταν στο χώρο ή κατέφθανε εκείνη τη στιγμή. Οι Get Well Soon έχουν ολοκαίνουρια δουλειά με τίτλο The Horror (κυκλοφόρησε μόλις τον περασμένο μήνα), αλλά όπως παραδέχτηκε ο Gropper προλογίζοντας ένα από τα νέα τραγούδια, δεν είναι ένας ιδιαίτερα φεστιβαλικός δίσκος, συνεπώς δεν είχε σκοπό να τον παρουσιάσει στην ολότητα του στην παρούσα περίπτωση. Αμέσως μετά έκανε όμως ρελάνς παρουσιάζοντας το παλιότερο, πολύ όμορφο, Too Much Love ως καλοκαιρινό hit, για να μην νομίζουμε ότι όλα τα κομμάτια τους είναι μελαγχολικά.

Κάπως έτσι με τις έξυπνες ατάκες του, τα πετυχημένα αστεία του και γενικά την εξωστρεφή διάθεση του ο Gropper δεν μας άφησε να βαρεθούμε στιγμή. Η αλήθεια είναι ότι όσο ο θόρυβος από τις κιθάρες συνεχιζόταν αμείωτος, το live τους παρέμενε εξαιρετικό. Ίσως έλειπε λίγο το διαφορετικό χρώμα των πνευστών και των εγχόρδων που ταιριάζουν στις συνθέσεις τους, ωστόσο ο γεμάτος ήχος από τις κιθάρες κάλυπτε επαρκώς το κενό. Προσωπικά οφείλω να ομολογήσω πως απόλαυσα την εμφάνιση των Get Well Soon στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειάς της και υποθέτω πως κι αρκετοί άλλοι θα εκτίμησαν τη δουλειά του Gropper.

Επόμενος στη σειρά ο Miles Kane, ο οποίος ήταν σαφώς πιο αναγνωρίσιμος στο νεανικό κοινό του Terra Vibe. Άλλωστε το ντουέτο του Kane με τον Turner, οι Last Shadow Puppets είναι πασίγνωστο στη νεολαία και όχι μόνο (για τη δουλειά του με τους Little Flames και Rascals, ούτε λόγος βέβαια). Φορώντας κορδέλα στο κεφάλι και χρωματιστό πουκάμισο που θα ζήλευε και ο Γιάννης Μπέζος στους Απαράδεκτους, ο Kane εμφανίστηκε πολύ ορεξάτος και με αέρα ροκ σταρ.

Ως προς το υλικό που παίχτηκε, αυτό προερχόταν από τα δυο άλμπουμ του καθώς και το τρίτο που κυκλοφορεί τον Αύγουστο. Νομίζω όλα κύλησαν όπως αναμενόταν, χωρίς εκπλήξεις ή κάτι απρόσμενο. Ο ίδιος το διασκέδαζε, το κοινό περνούσε καλά και με ένα νεύμα του ο κόσμος ενθουσιαζόταν. Το μεγαλύτερο χειροκρότημα εισέπραξαν αναμενόμενα τα hits Rearrange και Come Closer, που έχουν ακουστεί πολύ και στο ελληνικό ραδιόφωνο. Όμως η κορυφαία στιγμή ήταν η διασκευή στο Hot Stuff της Donna Summer που έκανε άπαντες να λικνιστούν στο ρυθμό του. Όταν όμως η καλύτερη στιγμή στο live σου είναι μια διασκευή, μάλλον πρέπει να αρχίσεις να προβληματίζεσαι. Πάντως ο Kane έδειξε απόλυτο επαγγελματισμό και όσους άσσους διέθετε τους παρουσίασε ενώπιον μας, απλώς συγκρίνοντας την τωρινή παρουσία του με την αντίστοιχη εκπληκτική προ διετίας στην ίδια ακριβώς σκηνή με τους Last Shadow Puppets  (δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως επισκίασε ακόμα και τον Turner τότε), η πλάστιγγα αναμφίβολα γέρνει προς τη δεύτερη.

Αμαρτία εξομολογημένη, η μισή συγχωρεμένη: όταν ανακοινώθηκαν οι Alt-J και μην έχοντας ασχοληθεί μαζί τους σοβαρά, φοβόμουν ότι θα πέσουμε μπροστά σε ένα ακόμη σύγχρονο μνημείο χιπστερισμού και μάλιστα με τη χειρότερη δυνατή έννοια που θα μπορούσε να δοθεί στον όρο. Το ένα κομμάτι που είχε πέσει στα αυτιά μου πριν κάποια χρόνια δεν απεδείχθη προφανώς επαρκές για να με κινήσει να τους ακούσω με περισσότερη προσοχή. Κοντά στην ημερομηνία του φεστιβάλ, έδωσα στον εαυτό μου την ευκαιρία να αφουγκραστεί τον παλμό της νεολαίας (γκουλπ!) ακούγοντας τους τρεις δίσκους τους με τη σειρά. Με λίγα λόγια, η μουσική τους μου φάνηκε τουλάχιστον ενδιαφέρουσα, ιδιαίτερη, μία σύγχρονη έκφραση της pop ηλεκτρονικής υφής, αλλά με μια αναλογική αύρα που, με μία όχι τόσο ευθεία συνεπαγωγή, είναι η αλήθεια, θα μπορούσε να φέρνει στο νου ακόμη και art rock μπάντες του παλιού καιρού (ωστόσο οι πιο τυπικοί fans τους δεν αναμένεται να συγκινηθούν ιδιαίτερα, αφού ως ύφος απέχουν αρκετά). Για να μην τα πολυλογούμε, κατανόησα ότι, στη χειρότερη περίπτωση, είχα να κάνω με μία καθ’ όλα σοβαρή μπάντα, οπότε η αναμονή ως την 6η Ιουλίου περιελάμβανε αναπόφευκτα και τη δική τους εμφάνιση…

...η οποία δικαίωσε τις προσδοκίες στο έπακρο και λίγο παραπάνω. Το μουσικό τρίο των Joe Newman (φωνή/κιθάρα), Thom Sonny Green (ντραμς) και Gus Unger-Hamilton (πλήκτρα/δεύτερα φωνητικά) παρετάχθη στην σκηνή ανάμεσα στους νοητούς χώρους που σχημάτιζαν οι κάθετες φωτεινές δοκοί που θα πρωταγωνιστούσαν σε όλο το live. Από το ξεκίνημα φάνηκε πόσο καλά θα κυλούσε η συναυλία. Το Deadcrush από τον τελευταίο τους δίσκο, Relaxer, έτυχε άψογου ήχου και έγινε δεκτό με περισσό ενθουσιασμό από το νεανικό κοινό, που φαινόταν αρκετά εξοικειωμένο με το υλικό τους. Όμως έπρεπε να έρθει το αρκετά γνωστότερο Fitzpleasure για να εκκινήσει ουσιαστικά και το light show που χρησιμοποιούν στην περιοδεία για το Relaxer και να δώσει άλλη διάσταση στη συναυλία. Όχι ότι ήταν και απαραίτητο για να αναδείξει τις αρετές των συνθέσεών τους τους και της συνεργασίας τους επί σκηνής, αλλά όσο νάναι δημιούργησε κατάλληλο κλίμα, που θα γινόταν ακόμη πιο χειροπιαστό όσο ο ήλιος χαλάρωνε την ένταση των ακτίνων του στο πάρκο του Terra Vibe.

Το σετ των Alt-J κινήθηκε τιμώντας κατά βάση το εξαίρετο ντεμπούτο τους, An Awesome Wave, και κατά γενική (και ειδική, αν μου επιτρέπετε) ομολογία καλύτερο δίσκο τους. Αν αναρωτιέστε, βέβαια, γιατί μία μπάντα μόλις τριών άλμπουμ επιλέγει να ασχοληθεί λιγότερο με την πιο πρόσφατη παραγωγή της, ίσως να μην πάρετε κάποια ιδιαιτέρως τεκμηριωμένη απάντηση, όμως δεν έχει κάποια σημασία - ίσα ίσα που “βόλεψε” για την πρώτη τους εμφάνιση μπροστά στο ελληνικό κοινό να ακουστούν τα καλύτερα κομμάτια της δισκογραφίας τους. Ανεξάρτητα όμως από το πολύ καλό έτσι κι αλλιώς setlist, οι Βρετανοί έπαιζαν άρτια σαν καλοκουρδισμένη μηχανή και τα φωνητικά του Newman δεν ακούγονταν τόσο ψηλά στη μίξη όσο στους δίσκους - κάτι που οι λιγότερο fans του τρόπου εκφοράς του χαιρέτησαν ως και θετικά. Ακόμη και αν η κινητικότητα της μπάντας περιοριζόταν στις απολύτως απαραίτητες κινήσεις και η επικοινωνία τους με το κοινό ήταν η ελάχιστη δυνατή, οι Alt-J κέρδισαν το χειροκρότημα και τις επιδοκιμασίες του κοινού (που έπαιρνε θέση σιγά σιγά για τους Arctic Monkeys, εδώ που τα λέμε) και, το σημαντικότερο, άφησαν παρακαταθήκη μία εμφάνιση που όσοι παρακολουθήσαμε απρόσκοπτα θα θυμόμαστε για καιρό. Η υποδοχή που δέχτηκε το απίθανο κλείσιμο με το Breezeblocks, το πλέον γνωστό κομμάτι τους, μπορεί και να μας έδωσε ελπίδες πως, σχετικά σύντομα, θα έχουμε τη δυνατότητα να τους ξαναδούμε σε πιο ταιριαστό - ήτοι, κλειστό - χώρο και μπροστά σε αποκλειστικά δικό τους κοινό.

Η ώρα που όλοι περίμεναν είχε φτάσει! Στις 10:30 τα φώτα χαμήλωσαν και η λέξη Monkeys ως background και ως πηγή φωτισμού έκανε την εμφάνιση της. Η στιγμή, όπως και να το κάνουμε, ιστορική, οι Arctic Monkeys για πρώτη φορά σε ελληνική σκηνή, τώρα που είναι ακόμα στην κορυφή, κι όχι ετεροχρονισμένα για να μας διηγηθούν περασμένα μεγαλεία. Ο νέος τους δίσκος Tranquility Base Hotel & Casino έχει συζητηθεί όσο κανείς άλλος φέτος στο λίγο καιρό που έχει μεσολαβήσει από την κυκλοφορία του και τους διατηρεί στον αφρό της επικαιρότητας στα διεθνή μουσικά media.

Το ξεκίνημα περιελάμβανε ένα καινούριο κομμάτι, το Four out of Five, η καλύτερη ίσως σύνθεση του δίσκου και αυτή που ξεχώρισε από την πρώτη στιγμή και ήδη παίζεται και σε ελληνικά ραδιόφωνα. Από εκεί και πέρα η συνέχεια ήταν άκρως εντυπωσιακή. Μπορεί από λάθος ο Matt Helders να ξεκίνησε την εισαγωγή του Brianstorm, όμως γρήγορα σταμάτησε και έδωσε το έναυσμα του σωστού κομματιού, το οποίο ήταν το  Do I Wanna Know? Όπως μπορείτε να φανταστείτε, ακολούθησε πανδαιμόνιο… Το συγκεκριμένο τραγούδι το αναγνωρίζει ακόμα και κάποιος που γνωρίζει ελάχιστα για την μπάντα από το Sheffield, αφού παιζόταν κατά κόρον ακόμα και από τους “mainstream” εγχώριους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Νωρίς νωρίς λοιπόν ακούστηκε ένα από τα μεγαλύτερα hit του γκρουπ, κάπως έτσι όμως κυλούσε σε όλη της τη διάρκεια η συναυλία καθώς τα hits έρχονταν με καταιγιστικό ρυθμό back to back. Έτσι το Brianstorm διαδέχτηκε το Do I Wanna Know?, αυτή τη φορά σωστά, με την ένταση να ανεβαίνει κατακόρυφα, κάτι που διατηρήθηκε και στο Don't Sit Down 'Cause I've Moved Your Chair (μοναδική επιλογή από το Suck it and See του 2011). Κι αν η συγκεκριμένη τριάδα ενθουσίασε, σκεφτείτε πως ήμασταν ακόμα στην αρχή! Crying Lightning, The View From the Afternoon, Teddy Picker, Cornerstone, Why'd You Only Call Me When You're High?, R U Mine μερικά μόνο από τα κομμάτια που ακολούθησαν, όλα τους καλοπαιγμένα. Κάπου εδώ, προς το τέλος του κανονικού set, βρήκαν τη θέση τους τρεις από τις κορυφαίες στιγμές του live, τα Knee Socks (στη studio ηχογράφηση τα φωνητικά κάνει ο - κατά κάποιον τρόπο - μουσικός μέντορας του Turner, ο γίγαντας Josh Homme), Pretty Visitors (από το Humbag του 2009, σε παραγωγή του Homme) και φυσικά το I Bet You Look Good on the Dancefloor από το αξεπέραστο ντεμπούτο τους Whatever People Say I Am, That's What I'm Not που προκάλεσε πάταγο το 2006.

Κι αν όλα τα παραπάνω ήταν υπεραρκετά για να χαρακτηριστεί εκπληκτικό το setlist, υπήρξε και συνέχεια μιας και το συγκρότημα, αφού είχε αποχωρήσει προσωρινά, επέστρεψε για τρία ακόμα κομμάτια. Πρώτο από αυτά το Star Treatment από τον νέο δίσκο, ακολούθως το Arabella σε μια άψογη εκτέλεση και ως οριστικό φινάλε το πολυαγαπημένο 505, στο οποίο ανέβηκε στη σκηνή ο Miles Kane για να συνεισφέρει στην κιθάρα (κάνοντας έτσι πραγματικότητα τη σύμπραξη που όλοι αναμέναμε, όπως είχαμε γράψει άλλωστε). Με αυτό τον τρόπο ξαναζήσαμε τις όμορφες στιγμές του Rockwave 2016 όταν κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του καλού live τους οι Last Shadow Puppets εντελώς απρόσμενα άρχισαν να παίζουν το 505, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ ως τότε.

Αποτιμώντας την συναυλία των Arctic Monkeys οφείλουμε να σταθούμε σε κάποια γεγονότα. Το πρώτο εξ αυτών, το έχουμε ήδη αναφέρει: το setlist της μπάντας ήταν πραγματικά απολαυστικό. Μπορεί να έλειψαν κάποια διαμαντάκια κυρίως από το ντεμπούτο τους (Fake Tales of San Francisco, When The Sun Goes Down) αλλά και την μετέπειτα δισκογραφία τους (ενδεικτικά Fluorescent Adolescent, Brick by Brick) όμως θα ήμασταν υπερβολικοί αν υποστηρίζαμε ότι έχουμε οποιοδήποτε παράπονο από τα κομμάτια που διάλεξαν. Προσωπικά, εκτίμησα το ότι απέφυγαν την λογική της πλειοψηφίας των νέων συγκροτημάτων που επιβάλλει να παίζεται ολόκληρη η πιο πρόσφατη κυκλοφορία τους (περιλαμβανομένων και των fillers), συν μερικά obscure κομμάτια (ως απόδειξη του βάθους της δισκογραφίας) συν ελάχιστα hit στο φινάλε για να ικανοποιηθούν οι «περαστικοί». Οι Arctic Monkeys επέλεξαν πέντε κομμάτια από τη νέα τους δουλειά (ίσως μια έμμεση παραδοχή πως το υλικό του δεν είναι άκρως φεστιβαλικό) όσα και από το προηγούμενο AM (2013) ενώ τιμήθηκαν (έστω και σε μικρότερο βαθμό) και οι τέσσερις πρώτες κυκλοφορίες τους.

Το δεύτερο στοιχείο του live, έχει να κάνει με την ίδια την μπάντα, η οποία σε γενικές γραμμές αποδείχθηκε επαρκέστατη εκτελεστικά. Αξίζει να σημειώσουμε πως το κουαρτέτο συνεπικουρούσαν έως και τέσσερις έξτρα μουσικοί σε κάποια κομμάτια. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα μεστό ήχο, που σε συνδυασμό με την χωρίς προβλήματα ηχητική κάλυψη του live (τουλάχιστον στο σημείο που βρισκόμασταν) οδηγούσε σε πλήρη απόλαυση της παραγόμενης μουσικής. Οι Jamie Cook (κιθάρα) και Nick O'Malley (μπάσο) μπορεί να έμοιαζαν αθόρυβοι αλλά η δουλειά που έκαναν ήταν απολύτως ουσιαστική. Από την άλλη, ο Matt Helders με το πληθωρικό του παίξιμο στα τύμπανα έδωσε δείγματα του πλούσιου ταλέντου του (μόνο τυχαία δεν βρέθηκε να συμμετέχει στο Post Pop Depression των Iggy Pop – Josh Homme).

Τα τελευταία λόγια ανήκουν στον απόλυτο πρωταγωνιστή της βραδιάς. Ο Alex Turner ήταν προδιαγεγραμμένο πως θα τραβήξει όλα τα φώτα πάνω του. Τα κοριτσόπουλα είχαν κατασκηνώσει από το προηγούμενο βράδυ και ήταν έτοιμα ανά πάσα στιγμή να λιποθυμήσουν μετά από ένα νεύμα του. Εμφανίστηκε σαν γνήσιος ροκ σταρ, απόμακρος αλλά και σε απόσταση αναπνοής, έτοιμος να ποζάρει για να πάρουν φωτιά τα κινητά και ταυτόχρονα χαρισματικός όσο λίγοι. Σε όλη τη διάρκεια του live τον έλουζε το φως του προβολέα ενώ οι υπόλοιποι βρίσκονταν στο ημίφως της εσκεμμένα υποφωτισμένης σκηνής, τα χαμηλωμένα κίτρινα φώτα της οποίας δημιουργούσαν μια ρετρό ατμόσφαιρα. Ο Turner σαφώς και ξεχωρίζει από το υπόλοιπο συγκρότημα, αυτό συνέβαινε από την πρώτη στιγμή, το ζήτημα είναι αν τελικά αυτό θα αποβεί εις βάρος του γκρουπ. Η ουσία είναι πως, τουλάχιστον στα μάτια μου, εμφανίστηκε πιο ολοκληρωμένος ως performer σε σχέση με δυο χρόνια πίσω με τους Last Shadows Puppets. Το βέβαιο είναι πως πρόκειται για ένα μουσικό με όραμα, κάτι όχι ιδιαίτερα συχνό για τα σημερινά δεδομένα της μουσικής βιομηχανίας.

Το Tranquility Base Hotel & Casino πιθανώς να κουβαλάει για πάντα τον χαρακτηρισμό του αμφιλεγόμενου (δεν είναι της παρούσης να συμμετέχουμε στη συζήτησε σχετικά με την αξία τους), σίγουρα είναι διαφορετικός από τους προηγούμενους και πρέπει να πιστωθεί στο γκρουπ το ότι τόλμησε μια τόσο ριζική αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση ο συγκεκριμένος δίσκος θα αποτελέσει ένα ακόμα λιθαράκι στην υστεροφημία του γκρουπ και επί του παρόντος του διατηρεί στην κορυφή της δημοφιλίας ανά τον κόσμο. Αυτό που επιβεβαιώθηκε και με την εμφάνιση τους στη Μαλακάσα είναι πως οι Arctic Monkeys αποτελούν δίχως αμφιβολία το πιο ταλαντούχο της φουρνιάς των συγκροτημάτων που ξεπήδησαν από την Αγγλία στα '00s.

Με βάση όλα τα παραπάνω είναι ξεκάθαρο πως η πρώτη μέρα του Rockwave ήταν τελικώς επιτυχημένη. Βέβαια θα φεύγαμε ακόμα πιο ικανοποιημένοι από το φεστιβάλ αν η τροχαία έδειχνε περισσότερο ενδιαφέρον για την εκδήλωση και την απρόσκοπτη μετακίνηση των θεατών... Ευχόμαστε την επόμενη φορά η παρουσία της να αποτρέψει την ταλαιπωρία και να μην χρειαστεί να την μνημονεύσουμε ξανά σε αντίστοιχο κείμενο.

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος (Arctic Monkeys, Miles Kane, Get Well Soon), Μιχάλης Κουρής (alt-J)

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής, Χριστίνα Αλώσση

Ευχαριστούμε πολύ την Didi Music και την Χριστίνα Αλώσση για την παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού των πρώτων συγκροτημάτων.

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Latest from Soundgaze team

Related items

Media