Κυριακή, 29 Ιουλίου 2018 21:00

Live Review: Rockwave Festival 2018 - Days 2 & 3: Iron Maiden/ Judas Priest/ Saxon/ Accept/ Volbeat/ Sabaton/ Tremonti κ.α.

Written by 

Κακά τα ψέματα, η ανακοίνωση των Iron Maiden ως headliners της τρίτης μέρας του φετινού Rockwave Festival σήμανε τεραστίου μεγέθους συναγερμό στις εγχώριες μεταλλικές κάστες. Για πολύ καιρό μετά την ανακοίνωση το ζήτημα μονοπωλούσε τις συζητήσεις, είτε δια ζώσης είτε διαδικτυακώς: “Θα έρθεις Iron Maiden;” (το “έρθεις” αυτομάτως υπονοεί πως ο ερωτών θα βρίσκεται ήδη εκεί) “Ακόμη να πάρεις εισιτήρια για Maiden ρε;”, “Μόνο Maiden ρε μ*&%ιά!” και άλλα πολλά σχόλια που ξεπερνούν γραφικά τα εσκαμμένα, φανερώνουν όμως την προαιώνια θαρρείς ιδιαίτερη σχέση που έχουμε εδώ στην Ελλάδα με τη συγκεκριμένη μπάντα. Σημειωτέον πως το hype της συναυλίας ξεπέρασε κατά πολύ τους χώρους όπου κινούνται σήμερα οι metal fans. Μουσικόφιλοι που έχουν να ακούσουν κομμάτι της μπάντας εδώ και ανυπολόγιστο χρονικό διάστημα, άτομα που πηγαίνουν μία συναυλία στα πέντε χρόνια (και λίγα γράφω), ακόμη και άνθρωποι υπεράνω πάσης υποψίας εξέφραζαν - να σημειωθεί, με άκρατο ενθουσιασμό άνευ προηγουμένου - την διακαή επιθυμία τους να γίνουν και εκείνοι κοινωνοί σε ένα μεγάλο και σημαντικό γεγονός. Γιατί όμως τώρα και όχι πριν κάποια χρόνια, που οι συναυλίες των Maiden (μπορώ να τους λέω απλά Maiden, έτσι;) ήταν βεβαίως ένα κοινωνικό γεγονός, αλλά με ελάχιστη απήχηση στους “εξωσχολικούς” ή σε αυτούς που αποχώρησαν οικειοθελώς από την “τάξη”; Μπορώ με μεγάλο βαθμό βεβαιότητας να συμπεράνω πως τα social media έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη μεταστροφή και επειδή (ας μου συγχωρεθεί η vulgarité) “οι “άσχετοι” κάνουν τα εισιτήρια στις μεγάλες συναυλίες”, η από σκηνής ανακοίνωση του Bruce Dickinson πως τη συναυλία παρακολουθούσαν 36 χιλιάδες κόσμου δεν έκανε εντύπωση σχεδόν σε κανέναν.

 

Το φετινό Rockwave Festival είχε την τύχη να φιλοξενεί, μετά από χρόνια, δύο αμιγώς metal ημέρες στο καλεντάρι του και μάλιστα συνεχόμενες. Η επιστροφή στα ‘80s ήταν έκδηλη, καθώς επιστρατεύτηκαν αγαπημένα “σιγουράκια” της παλιάς φρουράς (Saxon, Accept) που θα συσπείρωναν το κοινό πέρα από τους έτσι κι αλλιώς πολύ δημοφιλείς headliners, όμως ως βασικά ονόματα της “μικρής” σκηνής επελέγησαν δύο δυνατά χαρτιά του σήμερα (Sabaton, Volbeat - οι δεύτεροι μάλιστα στην παρθενική τους εμφάνιση στην Ελλάδα). Κάθε όνομα είχε το κοινό του, φανατικό σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά ήταν φανερό πως μία μεγάλη πλειοψηφία απλώς ανεχόταν την παρουσία τους, στην καλύτερη περίπτωση. Φυσιολογικά πράγματα αυτά, άλλωστε στα φεστιβάλ το κοινό δεν είναι υποχρεωμένο να κόπτεται για όλα τα ονόματα και σε κάποια δίνει μεγαλύτερη προτεραιότητα για τους τάδε ή δείνα λόγους. Λόγου χάρη στους Iron Maiden, η κατάληψη μίας όσο γίνεται ιδανικότερης για τον καθένα θέσης θέασης - είτε όσο πιο μπροστά γίνεται για πωρώσεις και “ξύλο”, είτε σε σημεία που επέτρεπαν την ήρεμη παρακολούθηση από μία λογική απόσταση (όπως τα λοφάκια που σε άλλες συναυλίες χρησιμεύουν ως χώροι VIP) , αλλά και η απαραίτητη ψυχολογική προετοιμασία, η οποία χρειάζεται τον ανάλογο χρόνο (βέβαια κανείς δεν ήξερε για την ημίωρη καθυστέρηση που θα ακολουθούσε) θεωρήθηκε πιο απαραίτητη από την παρακολούθηση του live των Volbeat για ένα μεγάλο ποσοστό. Κανένα πρόβλημα, όπως είπαμε. Έτσι κι αλλιώς το κοινό που ακολούθησε τους Δανούς, αν και αναλογικά μικρό σε σχέση με το πλήθος που βρισκόταν εκείνη την στιγμή στο Terra Vibe, τους υποδέχτηκε όπως άρμοζε στην περίσταση: χόρευε και χτυπιόταν χωρίς αύριο γνωρίζοντας όλα τα κομμάτια και τραγουδώντας κάθε στίχο και γενικά συμμετείχε πολύ ενεργά. Βοήθησε, βεβαίως, και το ματζόρε υλικό τους που “τραβάει” το fun και το χορό. Η φωνή του Michael Poulsen πάντως ήταν αψεγάδιαστη και ακουγόταν τόσο δυναμική όπως στους δίσκους, ενώ και ο Rob Caggiano (πρώην Anthrax, παρακαλώ!) με το καβουράκι του ήταν μια cool μορφή που κυριάρχησε με τα κιθαριστικά του riffs επάνω στο ιδιαίτερα ενεργητικό κοινό. Ουδείς πτοήθηκε όταν “πέθανε” για λίγα δευτερόλεπτα ο ήχος στο Lonesome Rider και αυτό ήταν χαρακτηριστικό του πάθους και της αλληλεπίδρασης μπάντας και κοινού. Πιστεύω πως στο όχι πολύ μακρινό μέλλον οι συγκεκριμένοι (δεν αναφέρω τους Sabaton που είναι πλέον παγιωμένη συναυλιακή δύναμη) θα έχουν την δυνατότητα να παρουσιάσουν ξανά τη δουλειά τους μπροστά στο ελληνικό κοινό υπό πιο “δικές τους” συνθήκες.

Βέβαια το μεγάλο μειονέκτημα των φετινών ημερών του φεστιβάλ, ότι δηλαδή τελέστηκαν σε εργάσιμες καθημερινές και ειδικά η Παρασκευή συνέπεσε με την πρώτη μεγάλη θερινή έξοδο των Αθηναίων, απέτρεψε πολλούς από το να απολαύσουν τις ημέρες όπως αξίζει σε ένα φεστιβάλ: “χτύπημα κάρτας” από νωρίς, μπύρα και νερό ανά χείρας και παρακολούθηση (και στήριξη βεβαίως) όλων των συγκροτημάτων και ειδικά αυτών που έπαιζαν κάτω από τον καυτό θερινό ήλιο. Όπως καταλάβατε από τα συμφραζόμενα, οι ελληνικές μπάντες, αλλά και οι πρώτες ξένες μπάντες της τρίτης μέρας, απουσιάζουν από αυτό το report, καθώς ήταν ανθρωπίνως αδύνατη η προσέλευσή μας στην πρέπουσα ώρα.

Τι μας έμεινε, λοιπόν, από αυτό το φεστιβάλ, αν εξαιρέσουμε τους Headliners (με τους οποίους βέβαια δεν θα αργήσουμε να ασχοληθούμε); Δεν θα μπούμε σε καμία διαδικασία σύγκρισης και θα ξεκινήσουμε από την Πέμπτη, ημέρα που για μας ξεκίνησε μόλις λίγα λεπτά αφότου οι Accept ανέβηκαν στην σκηνή. Το κλασικό metal των Γερμανών περνάει εδώ και κάποια χρόνια μία δεύτερη νεότητα, που δεν οφείλεται μόνο στην ανανεωτική, όσο νά’ναι, παρουσία του “νέου” Mark Tornillo (ο οποίος, πληροφοριακά, είναι πρεσβύτερος των ιδρυτών Hoffmann/Baltes!), αλλά και στο ότι το συνθετικό δίδυμο των “παλιών” μπορεί ακόμη να γράψει κομμάτια που να παραπέμπουν άμεσα στο παρελθόν της μπάντας ώστε να κρατηθούν οι οπαδοί της κλασικής εποχής επί Udo, αλλά με πολύ φρέσκο τρόπο που να τραβάει και νέους fans, όπως έχουν δείξει οι τελευταίες τους συναυλίες και η αποδοχή κάθε νέου δίσκου τους την τελευταία οκταετία. O αγαπητός συνάδελφος φωτογράφος Wolf Hoffmann, εδώ στην κιθάρα, κρατιέται σε εκπληκτική κατάσταση όχι μόνο για την ηλικία του, αλλά για οποιαδήποτε ηλικία. Αποθεωνόταν είτε όταν σόλαρε μόνος του είτε όταν πήγαινε δίπλα στον Peter Baltes ως το δίδυμο που απέμεινε από την αρχική σύνθεση. Αν και θα συνεχίσει να μου ακούγεται ενοχλητική η αντιστοιχία της φωνής του Tornillo με αυτήν του Dirkschneider, ομολογουμένως διατηρεί την αίσθηση των παλιών κομματιών ανέπαφη στα αυτιά.

Τα highlights ξεκίνησαν από την αρχή κιόλας, με τα Die By The Sword και Restless And Wild να κλέβουν την παράσταση με το “καλησπέρα”. Ακόμη κι αν μετακινήθηκαν τα σκηνικά λόγω κάποιων ισχυρών ριπών ανέμου, η απόδοση της μπάντας δεν έπεφτε. Όλα τα κλασικά, νέα και παλιά, των Accept έτυχαν εξαιρετικών εκτελέσεων, αλλά θα πρέπει για συναισθηματικούς λόγους να ξεχωρίσω το Metal Heart με την απίθανη ένταξη μελωδιών της συμφωνικής μουσικής στα βασικά riffs του κομματιού και τη συμμετοχή του κοινού σε αυτά, το Princess Of The Dawn ως ορισμό του διαχρονικού, αλλά και το σπουδαίο rock’n’roll κλείσιμο αναφοράς με I’m A Rebel και Burning, όπου το χώμα σηκώθηκε στον αέρα από τον χορό και το moshing (όπως επιθυμούσε ο καθείς). Μην έχοντας δει τους Accept με αυτήν τη σύνθεση (συνειδητοποίησα πως η τελευταία φορά ήταν στην προσωρινή επανασύνδεση με τον Udo, στον ίδιο χώρο και την ίδια σκηνή, αλλά στο μακρινό πλέον 2005!), δεν μπορώ να φανταστώ πόσο καλύτερα μπορεί να ήταν στις προηγούμενες εμφανίσεις τους, όπως άκουγα στα διάφορα πηγαδάκια μετά το live… 

Αντίθετα, παρακολουθώ τους Saxon σχεδόν ανελλιπώς από το 2003 και εκείνη την επική εμφάνισή τους στο Gagarin 205. Πιστεύω λοιπόν, ανακαλώντας την εντύπωση που μου είχε μείνει από κάθε live τους, πως τέτοια σαρωτική εμφάνιση έχουν να κάνουν από εκείνη τη χρονιά! Να διευκρινίσω εδώ πως πάντα κρατούν υψηλό επίπεδο ποιότητας και πώρωσης στις συναυλίες τους, όμως η βραδιά (ή μάλλον ακόμη η ημέρα) της 19ής Ιουλίου είχε αυτό το έξτρα touch που χρειάζεται για να ξεχωρίσει μία τρομερή συναυλία από μία “απλώς” πολύ καλή. Παρεμπιπτόντως, δεν θα ταίριαζε άψογα να έπαιζαν την επόμενη ημέρα μαζί με τους Iron Maiden (ρητορικό φυσικά το ερώτημα, καθώς η απάντηση είναι ένα εμφατικό ΝΑΙ); Στα πεπραγμένα, μακριά από τους ευσεβείς πόθους, δεν χρειάστηκε καν από τους Saxon να αραδιάσουν όλους τους ύμνους τους για να κερδίσουν το κοινό… σύμφωνοι, μεγάλο ψέμα αυτό, καθώς δεν έλειψαν υπερ-classics όπως τα Heavy Metal Thunder, Denim And Leather, Crusader, Strong Arm Of The Law, Wheels Of Steel και Princess Of The Night (η παράθεση γίνεται με, φυσικά υποκειμενική, αξιολογική σειρά από το άψογο έως το άριστο σε εκτέλεση και συναίσθημα εκείνη τη βραδιά), όμως ακόμη κι αν δεν ακούστηκαν κομματάρες όπως το 747 (Strangers In The Night) ή το And The Bands Played On, που περιέχουν μερικά από τα ωραιότερα και πιο συναυλιακά riffs που έχουν γράψει ποτέ οι Saxon, η συναυλία τους ήταν απόλυτα επιτυχημένη. Αυτό φυσικά οφείλεται στα επί μέρους στοιχεία της συναυλίας. Για το setlist τα είπαμε μόλις παραπάνω, αλλά θα πρέπει να προστεθεί πως και τα νεότερα κομμάτια από π.χ. το Thunderbolt (το πλέον πρόσφατο άλμπουμ της μπάντας και τυπικά η αφορμή για την παρούσα περιοδεία) στέκονται επάξια δίπλα στα classics, χωρίς βέβαια το ειδικό βάρος των τελευταίων. Ο συναισθηματισμός της Μοτορχεντικής ωμότητας του They Played Rock ‘N’ Roll, κομματιού αφιερωμένου στον αποθανόντα Lemmy, και η ανάκρουση της φωνής του σε καίριο σημείο του κομματιού έφεραν ανατριχίλες σε όσους νιώθουν την απώλεια μίας από τις εμβληματικότερες φιγούρες του σκληρού rock. 

 Ο ίδιος ο Biff Byfford παραμένει δυσθεώρητος ερμηνευτής και ακαταμάχητος frontman ακόμη και στην ηλικία του (67 ετών, για να μην ψάχνετε), με αυτοπεποίθηση στην σκηνή αδιανόητη για πολλούς κατά πολύ νεότερούς του. Απόρροια αυτής της αυτοπεποίθησης, ο διάλογος με μερίδα του κοινού που απαίτησε να ακούσει τη διασκευή τους στο Ride Like The Wind του Christopher Cross, η αρχική, πολύ φυσιολογική του άρνηση και η νοοτροπιά “what the hell, let’s do it” που έφερε τελικά την πολυπόθητη εκτέλεση. Το κομμάτι βέβαια είχε ακουστεί μία ακόμη φορά στην παρούσα περιοδεία, αλλά ήταν ολοφάνερο από τις κινήσεις και τα κουρδίσματα της μπάντας ότι το σκηνικό προέκυψε αυθόρμητα και απρογραμμάτιστα. Μπράβο στους ακομπλεξάριστους Saxon! Το αμάνικο τζιν γιλέκο γεμάτο ραφτά συγκροτημάτων που δανείστηκε ο Biff από έναν fan (κι ας του κάθισε λίγο στενό) αποτέλεσε το ιδανικό και must outfit για να τραγουδήσει κανείς τον ύμνο Denim And Leather. Τίποτα από αυτά όμως δεν θα μετρούσε τόσο, εάν ο ήχος των Saxon δεν απλωνόταν τόσο ιδανικά στο χώρο ώστε να φτάσει όπως έπρεπε στα αυτιά του κοινού που, αν και αυταπόδεικτα έτοιμο να ανταπεξέλθει υπό οιεσδήποτε συνθήκες, έδινε όλο του το είναι φωνάζοντας τους στίχους. Τέτοιες στιγμές, άλλωστε, ποιος έψαχνε να δρέψει φωνητικές δάφνες;. Πράγματι, ο στίχος “it was you that set the spirit free” ταιριάζει ακόμη απόλυτα στους Saxon, αυτήν την αγέραστη μηχανή σκληρού rock ‘n’ roll!

Οι Σουηδοί Sabaton έχουν επιλέξει το power metal για να εκφραστούν μουσικά και την πολεμική θεματολογία για να δώσουν το στιχουργικό τους στίγμα. Ομολογουμένως το concept έχει πετύχει, καθώς βρήκε πρόσφορο έδαφος σε ένα πεδίο (πολύ σκληρό…) που δεν καλύπτεται από κάποια μπάντα, τουλάχιστον όχι με τόσο προσεγμένα τραγούδια. Λόγω της πολεμικής θεματικής, έχουν κατηγορηθεί για πολεμολαγνεία, ακόμη και (κρυφο)φασισμό, αλλά εδώ δεν θα μπούμε σε αυτό το παιχνίδι, γιατί δεν φαίνεται τέτοια διάθεση από την μπάντα - δεν είναι δα και οι Marduk (ενστάσεις δεκτές, όπως πάντα). Αν και, εδώ που τα λέμε, δεν βγάζεις τραγούδι για τα γερμανικά Panzer όταν δεν αναφέρεσαι στην Εθνική ποδοσφαίρου Γερμανίας, ακόμη κι αν ουσιαστικά δεν παίρνεις θέση - και μάλιστα να ξεκινάς τη συναυλία σου εδώ με αυτό το τραγούδι!! Αρκετά με αυτά, πάμε για άλλα. Άλλωστε το βασικό πρόβλημα των Sabaton είναι άλλο: παρότι αναφέρονται σε διάφορες χώρες και κουλτούρες (έστω πολεμικές), τα κομμάτια τους δεν εμπεριέχουν κάποια τοπικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα - π.χ. ήχους, μελωδίες -  που να τις ξεχωρίζουν. Είτε μιλούν για Σαμουράι είτε για το δικό μας έποc του ‘40 (για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν, ναι έχουν τέτοιο κομμάτι!), ακούγονται πολύ ομογενοποιημένοι μέσα στο ύφος που έχουν επιλέξει. Το κοινό τους πάντως τους ακολουθεί φανατικά και ακατάπαυστα και αυτό φαίνεται από τις συνεχείς μετακλήσεις τους τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Το backdrop σε αρκετές περιπτώσεις ήταν το αντίστοιχο video - αν μάλιστα ήταν και lyric video, τόσο το καλύτερο για ένα εύκολο καραόκε των φανς όπως π.χ. στο Shiroyama. Η μπάντα είναι δεμένη στην σκηνή και ιδιαίτερα κινητική, ενώ ο frontman Joakim Brodén ήταν εντυπωσιακός στην όψη και φωνητικά αξιοπρεπής, τονίζοντας συχνά το χαρακτηριστικό του γρέτζο. Το τανκ χωρούσε αυτή τη φορά ολόκληρο κάτω από τα ντραμς του Hannes van Dahl... και ουσιαστικά κάπου εδώ σταματούν τα συν για κάποιον μη-φαν των Σουηδών - οι οποίοι μη φανς προτίμησαν να βρεθούν κοντά στη μεγάλη σκηνή και να ανακτήσουν δυνάμεις για τους headliners. Το κοινό των Sabaton ήταν πολυπληθές και ευχαριστήθηκε δεόντως το σετ τους, γιατι όχι εφόσον δεν υστέρησαν κάπου σημαντικά ως απόδοση, οπότε όλα καλώς συνέβησαν.

Εκ Βρετανίας ορμώμενοι, αλλά με πολύ μεγαλύτερη αναγνώριση στις ΗΠΑ από ότι στην πατρίδα τους (διαβάσατε άραγε το αφιέρωμα ή τζάμπα έγραφα;;), οι Judas Priest ήρθαν για ακόμη μία φορά στην Ελλάδα για συναυλία μετά την επιστροφή του Rob Halford και φυσικά τους καλοδεχτήκαμε, όπως πάντα άλλωστε. 8 με 10 χιλιάδες κόσμου θα πρέπει να βρίσκονταν στο Terra Vibe όταν ακούστηκε το War Pigs από τα ηχεία με το κοινό να ακολουθεί και τους Priest της σύγχρονης εποχής να εφορμούν στην σκηνή με το φρέσκο ακόμη Firepower στα λόγια και το μπουφάν (με τέτοια ζέστη, ήρωας!) του Halford. Μην γκρινιάζετε, παρακαλώ, ότι δεν νοούνται Priest χωρίς το κλασικό κιθαριστικό δίδυμο Tipton/Downing… να θυμίσουμε εδώ πως, ήδη από τα πρώτα χρόνια της μπάντας, δεν συμμετέχει κανένα αρχικό μέλος! Άλλο όμως το αρχικό και άλλο το κλασικό... Εν προκειμένω, οι Richie Faulkner και Andy Sneap ανταπεξήλθαν μια χαρά στις υποχρεώσεις τους, ο μεν ως “παλιός” πλέον στην μπάντα, ο δε ως “παλιός” γενικώς στο metal και με δικές του μπάντες εκτός από παραγωγές. Ίσα ίσα που έφεραν οι δυο τους αυτόν τον αέρα ανανέωσης που χρειάζονται τα συγκροτήματα που έχουν γράψει χιλιάδες ώρες επάνω στο συναυλιακό σανίδι. Ειδικα ο Faulkner έχει μπει πλήρως στο πετσί της κύριας ιδιότητάς του και έχει κερδίσει τους fans των Priest (τον υπογράφοντα σίγουρα!) με τις ικανότητες και το μπρίο του στην σκηνή. Αν και τα χρόνια περνάνε και ο χρόνος παραμένει αμείλικτος μπροστά στην ανθρώπινη ματαιότητα, η φωνή του Halford κρατιέται γερά με τόση αξιοπρέπεια ώστε να του επιτρέπεται να αποδώσει, έστω και με κάποια λογική “προσέγγιση” - ας είμαστε ρεαλιστές - κάποια από τα υπεράνθρωπα μέρη κομματιών του παρελθόντος. Αν με ρωτάτε, βέβαια, θα αντικαθιστούσα από το set list ανά πάσα στιγμή κομμάτια όπως το Painkiller, το οποίο, όσο κι αν δικαιολογημένα αρέσει στο κοινό των Priest και, διάολε, ξεκινάει με ένα από τα drum solo που πρέπει να έχουν επηρεάσει το παίξιμο των μισών metal drummers έκτοτε, ζορίζει πολύ τον Halford σε αυτήν την ηλικία. Τα εφφέ που μπαίνουν πάνω από τη φωνή του δεν βοηθούν πολυ την κατάσταση, όμως οφείλω να παραδεχτώ πως αυτή τη φορά η προσπάθεια του πάντοτε τίμιου Metal God απέδωσε καρπούς. Η χροιά του πάντως παραμένει μαγική και μοναδική στις πιο μεσαίες & χαμηλές συχνότητες, κάτι που τονίζεται πολύ και στα νέα κομμάτια του Firepower.  Η συναυλία αυτή έδωσε μία μοναδική ευκαιρία να ακούσουμε ζωντανά κάποια κομμάτια από αυτόν τον εξαίρετο δίσκο, που τιμά το μέγεθος και την ιστορία των Judas Priest όσο κανένα άλλο της πρόσφατης περιόδου - μόνο το Angel Of Retribution μπορεί να σταθεί δίπλα του με συγκρίσιμες αξιώσεις. Προσωπικά θα ήθελα να ακουστούν όσο περισσότερα κομμάτια γίνεται από τον συγκεκριμένο δίσκο, διότι, ως γνωστόν, μετά από την περιοδεία προώθησης του εκάστοτε νέου δίσκου τα τραγούδια της προηγούμενης σοδειάς δεν επανέρχονται ποτέ.

Ευτυχώς ακούσαμε το ομώνυμο, το Lightning Strike και το Rising From Ruins το οποίο αποτέλεσε μία από τις καλύτερες στιγμές της συναυλίας. Τον τίτλο της απόλυτα καλύτερης στιγμής θα τον έδινα βέβαια στο αγαπημένο Night Comes Down, μια σύνθεση που αποδόθηκε με σεβασμό και συναίσθημα. Οι Priest διαλέγουν προς τιμήν τους κάποια κομμάτια-έκπληξη στις πρόσφατες περιοδείες και φέτος διάλεξαν αυτό, το Tyrant, το Bloodstone, κομμάτια που μόνο από tribute μπάντες παίζονται τα τελευταία 30βάλε χρόνια, αλλά και το Saints In Hell, το οποίο μάλιστα δεν είχε παιχτεί ούτε στην περιοδεία για το Stained Class! Το κοινό αναλάμβανε αρκετές φορές τα φωνητικά στα πολύ γνωστά ρεφρέν, τακτική πάγια όσο η ώρα περνάει, ο Halford δικαιολογημένα καταπονείται περισσότερο αλλά και τα κομμάτια απαιτούν sing-along έτσι κι αλλιώς. Τι περιμένετε δηλαδή να γίνει σε μεταλλικούς ύμνους όπως το You’ve Got Another Thing Coming και το Grinder ή σε ένα encore που περιλαμβάνει Metal Gods, Breaking The Law και Living After Midnight; Κάπως έτσι μας βρήκε ο δρόμος προς την έξοδο του Terravibe, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και με την ανάμνηση ενός πολύ δυνατού συναυλιακού πακέτου που έκανε και εκ του αποτελέσματος τους φανς των μεταλλικών ‘80s να ριγήσουν από ενθουσιασμό.

Η επόμενη μέρα αναμενόταν δύσκολη από πολλές απόψεις. Η μετακίνηση από και προς το Terravibe αποτελούσε για τους εργαζόμενους της ημέρας σημαντικό άθλο, με δεδομένο πως το κοινό που αναμενόταν να συνέρρεε θα έφτανε στα άκρα των δυνατοτήτων της περιοχής. Η αλήθεια είναι πως είχαμε πολύ καιρό να δούμε τόσο πολύ κόσμο στη Μαλακάσα. Ενδεικτικά αναφέρω συναυλίες των Depeche Mode, Manu Chao, Roger Waters και κάπως λιγότερο των Black Sabbath και των Metallica. Εφόσον στην Εθνική οδό συνέπεσαν δύο μετακινήσεις πληθυσμών μαζί με την έξοδο των Αθηναίων προς εκδρομικούς προορισμούς, το ταξίδι της μετάβασης στη Μαλακάσα θα έπαιρνε λίιιγο παραπάνω χρόνο για όσους ξεκινούσαν από τα σπίτια τους αργότερα από τις 4:30. Η διοργανώτρια Didi Music, έχοντας από πρώτο χέρι εικόνα της κατάστασης, προέτρεψε τους φίλους του metal να βρίσκονται στο χώρο όσο νωρίτερα γίνεται, αλλά σε μέρα που δεν είναι Σαββατοκύριακο αυτό δεν ήταν εφικτό για τη μεγάλη πλειοψηφεία. Έτσι και εμείς χάσαμε εξαιτίας της κίνησης όλα τα ελληνικά group, αλλά και τους Monument, The Raven Age, τους οποίους ρεαλιστικά θα προλαβαίναμε υπό κανονικές συνθήκες. Πάλι καλά που φτάσαμε στο χώρο σε ώρα κατάλληλη ώστε να ακούσουμε κάποια κομμάτια της φερώνυμης μπάντας του Mark Tremonti, ώστε να έχουμε μια κάποια έστω εικόνα ενός κανονικού φεστιβάλ. Αρκετός κόσμος, αν και φυσικά μονάχα ένα μικρό ποσοστό της τελικής προσέλευσης, βρισκόταν ήδη στη μεγάλη σκηνή για να γκρουβάρει με το neo-thrash των Αμερικανών. Η μεγάλη σκηνή έμοιαζε, όμως, να καταπίνει τους Tremonti, μόνο και μόνο γιατί τα κομμάτια τους έχουν μία πιο club-ίστικη αίσθηση και εδώ που τα λέμε δεν παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα ώστε να κρατήσουν τον “περαστικό” παρατηρητή - ως απόδοση δεν έχω κάποια ιδιαίτερη παρατήρηση, άλλωστε το κοινό τους φάνηκε να περνάει καλά.

Για τους Volbeat γράψαμε παραπάνω ακολουθώντας προσωρινά Ταραντινικό μη γραμμικό σενάριο. Όταν πια τελείωσαν και εκείνοι, δεν υπήρχε τίποτα άλλο - στη ζωή μας γενικά, θα έλεγα εάν ήμουν κάποια χρόνια νεότερος… Κάποιες δεκάδες χιλιάδες κοινού ετοιμάζονταν για να δουν από κοντά τους Iron Maiden σε μία από τις πιο εντυπωσιακές σκηνικά περιοδείες που έχουν κάνει ποτέ, σύμφωνα με αυτά που διαβάζαμε στα reviews του εξωτερικού και με αυτά που βλέπαμε αυτοσποϊλεριαζόμενοι (γκασπ!) στο Youtube. Φυσικά δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπαμε τους Maiden στην Ελλάδα, αλλά ήταν σίγουρα η πρώτη φορά που τους βλέπαμε μαζί με τόσο κόσμο. Λογικά μιλάμε για την πολυπληθέστερη σε προσέλευση metal συναυλία που έχει γίνει στη χώρα μας και αυτό σημαίνει κάτι περισσότερο για τη λαοφιλία και την “κλασικότητα” των Maiden παρά για το metal κοινό της χώρας. Αυτή βέβαια η αθρόα προσέλευση είχε και τα παρατράγουδά της και ένα από αυτά υποπτεύομαι πως ήταν η σχεδόν 40λεπτη καθυστέρηση της συναυλίας, ενώ ακόμη το κοινό προσερχόταν στο χώρο - για αυτά όμως θα γράψουμε αργότερα.

Οι Iron Maiden πάνω από όλα είναι τα τραγούδια τους και το κοινό που τους ακολουθεί. Όμως ειδικά στα πιο πρόσφατα κεφάλαια της ιστορίας τους, αποτελούν και μία σαφέστατα επικερδή επιχείρηση στην οποία στηρίζονται εκατοντάδες (από όσο καταλαβαίνω με το μικρό μου μυαλό) οικογένειες και η οποία σε επίπεδο εσωτερικής παραγωγής δουλεύει οργανωμένα σε αδιανόητο βαθμό για τα ταπεινά μας δεδομένα. Κι αν δεν έχουμε κάποια άλλη δημόσια ένδειξη για αυτό, θα ήθελα οπωσδήποτε να αναφέρω τη εμπειρία μου ως φωτογράφος του σετ τους, μιας και κατά κανόνα οι φωτογράφοι δεν αναλαμβάνουν να γράψουν και τα κείμενα (και τυπικά δεν θα έπρεπε κιόλας, αλλά αυτό πρώτον συνιστά αντικείμενο μιας άλλης κουβέντας που δεν αφορά το ευρύ κοινό και δεύτερον καλύτερα να μην αναφερθεί μπροστά τους κ.κ. Αναγνωστόπουλο, Γαβρίλη και Χριστόπουλο διότι ήδη βλέπω διάφορα αισίως γινωμένα φρούτα να πετάγονται προς το μέρος μου…). Λίγο πριν μπούμε στο photo pit για τα παραδοσιακά τρία τραγούδια που μας επιτρέπεται, μία ευγενέστατη Αγγλίδα μας συγκέντρωσε και μας καλωσόρισε στο show της. Αντί όμως να μας δώσει κάποιες τυπικές οδηγίες πριν την είσοδό μας, μας εξήγησε για περίπου 5 λεπτά με κάθε λεπτομέρεια τι θα συνέβαινε από την στιγμή που θα βρισκόμαστε στο photo pit. Ποια κομμάτια θα ακουστούν, τι αντιδράσεις θα έχει το κοινό στο Doctor Doctor, σε ποια σημεία η σκηνή θα είναι σκοτεινή, ότι δεν θέλουμε να χάσουμε το άλμα του Bruce, ότι δεν πειράζει αν κάποιο μέλος τρέξει προς την πλευρά μας και τον χάσουμε, αφού θα ξανάρθει (“the guys are extremeley fit”, είπε και είχε δίκιο), πότε οι κιθαρίστες θα βρεθούν όλοι μαζί στο ίδιο σημείο για να τους φωτογραφίσουμε, ότι what will happen on stage in Aces High will blow you away. Βεβαίως μας προέτρεψε να περάσουμε καλά στα λεπτά που θα είμαστε εκεί μπροστά και, αφού εξέφρασε την υπερηφάνειά της για το stage show (εντελώς δικαιολογημένη, όπως απεδείχθη), έμεινε πεπεισμένη ότι θα έχουμε πολλές ωραίες και εντυπωσιακές εικόνες. Κυρίως όμως, μας ανέφερε ποιες θα πρέπει να είναι οι κινήσεις μας ώστε όλα να συμβούν υπό τις ασφαλέστερες δυνατές συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τη δική μας ασφάλεια κατά την εργασία μας αλλά και την προτεραιότητα που δίνεται στην ασφάλεια του κοινού, που μπορεί να ξεφύγει πολλές φορές, να λιποθυμήσει (κάτι που έγινε αρκετές φορές όσο περιμέναμε να ξεκινήσει το live...) και να χρειαστεί οποιαδήποτε βοήθεια από το προσωπικό της συναυλίας. Περιττό να σας πω πως συγκινήθηκα ιδιαιτέρως από αυτή τη διαδικασία και δεν μπορώ να κρατηθώ να αναφέρω την σχετική ατάκα του μέγα Σταύρου Τσιώλη, όπως την εξέφρασε με τη φωνή του Γιάννη Ζουγανέλη στο Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες: “Αυτά τα ωραία πράγματα δεν τα είχαμε ξανακούσει. Ποιος να μας τα πει;”

Όπως τα έλεγε η συμπαθέστατη κυρία, έτσι συνέβησαν. Το metal party που είχε στηθεί πιο πριν με επιλογές γνωστών κυρίως κομματιών διακόπτεται απότομα από τους ήχους του Doctor Doctor των UFO. Γνώριμη εισαγωγή για τους φίλους των Maiden, τους ωθεί σε τραγούδι και χορό, ιδανικό κομμάτι για ζέσταμα. Από το photo pit χαζεύω το κοινό και παίρνω μία μικρή ιδέα της αίσθηση που μπορεί να έχει ένας μουσικός όταν παίζει μπροστά σε τόσο λαό. Η ειδοποιός διαφορά φυσικά είναι πως αυτός ο λαός αποθεώνει τον μουσικό, όχι εμένα! Τελειώνει το κομμάτι και η μηχανή του Spitfire παίρνει μπρος, ακούγεται ο Winston Churchill στον γνωστό του πια λόγο. We shall go on to the end. Μέχρι το τέλος προτίθενται και οι φίλοι των Maiden να ακολουθούν την αγαπημένη τους μπάντα. We shall never surrender! Οι φανς φωνάζουν την τελευταία αυτή ατάκα του Churchill σαν ρεφρέν, για να μπει η ηχογραφημένη εισαγωγή του Aces High. Τα καπνογόνα στο κοινό και τα φώτα στην σκηνή ανάβουν και οι Iron Maiden εφορμούν στην σκηνή παίζοντας το κομμάτι κανονικά - όχι όμως όλοι. Μένει η εντυπωσιακή είσοδος του Bruce Dickinson ο οποίος πηδάει προς τα μπρος με βατήρα το monitor (και το ξανάκανε δις στο ίδιο τραγούδι!), δείχνοντας με το “καλησπέρα και καλή βραδιά” πως εδώ δεν πρόκειται να δούμε ένα αποστειρωμένο show με τίμιους γεράκους που εξαργυρώνουν την παγκόσμια φήμη τους με αγγαρειομαχικές περιοδείες. Τραγουδάει και τρέχει σαν νεανίας με το (φουσκωτό, αλλά πολύ επιβλητικό) Spitfire από πάνω του. Θέλετε να σας περιγράψω τι συνέβαινε στο κοινό; Δείτε καλύτερα κάποιο από τα δεκάδες βίντεο που υπάρχουν στο youtube… Το κομμάτι τελειώνει μέσα σε επευφημίες. Η εκτέλεση απίθανη, πέρα από κάθε προσδοκία. Οι ανατριχίλες άλλωστε δεν είναι δεδομένες όσο και να είμαστε προετοιμασμένοι από πριν να μας αρέσει αυτό που θα δούμε. Ο Dickinson μας καλοσωρίζει στo Legacy Of The Beast. Τρέχει έξω από την σκηνή και αλλάζει αμφίεση, ενώ και τα σκηνικά έχουν το χρόνο να αλλάξουν όσο διαρκούν τα war noises (όπως μας είπε και η κυρία στην αρχή). O Nicko McBrain, χωμένος πάντα πίσω από το Drum kit του, παίζει την εισαγωγή του Where Eagles Dare και ακολουθεί μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές της συναυλίας, όχι για τα εντυπωσιακά σκηνικά (ίσως η πιο λιτή υλοποίηση της βραδιάς) αλλά για την αδιανόητη εκτέλεση κυρίως στα οργανικά σημεία. Το πάθος ξεχείλιζε από τους έξι Maiden, ήταν ολοφάνερο πως δεν έκαναν αγγαρεία. Πραγματικά εξεπλάγην που τους έβλεπα να είναι τόσο ενεργητικοί στην σκηνή παρότι πλέον μεσήλικες (60+ όλοι τους, με πρεσβύτερο τον McBrain αφού οι υπόλοιποι είναι πρακτικά συνομήλικοι), αλλά τελικά η ηλικία είναι απλώς ένα νούμερο ειδικά, αν ζεις μέσα σε αυτό που γουστάρεις… Ακόμη και οι ήρεμες δυνάμεις των Dave Murray και Adrian Smith έδειχναν πως καταδιασκέδαζαν κάθε δευτερόλεπτο της συναυλίας. Ο Janick Gers ήταν ο πιο κινητικός της κιθαριστικής τριάδας, εβρισκόμενος σε ένα αέναο παιχνίδι με την κιθάρα του. Για τον αρχηγό Steve Harris, τα λόγια περιττεύουν όταν τον ακούς (!) να φωνάζει ψυχωμένα σε πολλά σημεία των κομματιών και να κραδαίνει το μπάσο του σαν πιτσιρικάς. Ό,τι και να πούμε είναι λίγο, ο άνθρωπος έκανε το παιδικό του όνειρο πραγματικότητα και δικαιώθηκε πανηγυρικά για όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει, φέρνοντας την δική του μπάντα στην απόλυτη κορυφή του ήχου που εκπροσωπεί. Αν όμως δεν έχουμε λόγια για τον Steve Harris, η επιστήμη σηκώνει ψηλά τα χέρια μπροστά στο φαινόμενο Bruce Dickinson. Φαίνεται αδιανόητο που ξεπέρασε το πρόβλημα με τον όγκο στη γλώσσα έχοντας καλύτερες φωνητικές επιδόσεις από το πρόσφατο παρελθόν. Φαντάζει απίστευτο πως διαθέτει στα 61 του χρόνια την φυσική κατάσταση 30άρη: τρέχει πάνω κάτω, σκαρφαλώνει όπου μπορεί και παράλληλα τραγουδάει μέρη δύσκολα με εξαιρετική επιτυχία. Κανείς βέβαια, ελπίζω, δεν περιμένει να πιάσει τις νότες όπως στους δίσκους, αλλά η προσαρμογή των κομματιών στην φωνή του είναι υποδειγματική, τόσο ώστε όχι μόνο δεν τον εκθέτει, αλλά του δίνει τη δυνατότητα να προβεί σε μεγαλειώδεις ερμηνείες.

Όμως η μεγάλη δύναμη του φετινού Bruce Dickinson βρίσκεται στη θεατρικότητα με την οποία αποδίδει τα κομμάτια, φωνητικά και κινητικά, θεατρικότητα που οξύνεται ακόμη περισσότερο από τα σκηνικά, τα props και τις μεταμφιέσεις του σε κάθε κομμάτι. Ως συγκλονιστικές στιγμές υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα Sign Of The Cross με τον φωτισμένο σταυρό, το αθάνατο Fear Of The Dark βεβαίως το οποίο είναι που είναι ζωντανός ύμνος από μόνος του, πάντα ανεβαίνει ένα επίπεδο από τη μαζική συμμετοχή του κοινού, το Trooper όπου ο Dickinson ξιφομαχούσε με τον Eddie, εννοείται το συγκλονιστικό Revelations, φυσικά το Hallowed Be Thy Name όπου ο Bruce ζούσε τον κάθε στίχο και μας ανατρίχιασε όταν βρισκόταν πίσω από τις μπάρες ή κοντά στην αγχόνη… Στο Flight Of Icarus, το οποίο αγνοούσαν εγκληματικά στα setlist τους από το 1987 (!!), οι Iron Maiden ζήλεψαν μάλλον λίγη από την πυρομανία του Till Lindemann και φόρτωσαν στον Bruce ανάλογα πυρομαχικά. Ευτυχώς δεν πειράχτηκε ο τεράστιος και λίαν ψαρωτικός ιπτάμενος Ίκαρος από τις διαθέσεις της φωτιάς… Βέβαια δεν είχαμε αυτή τη φορά την ευκαιρία να ακούσουμε ιδιαίτερα τους κλασικούς λόγους του Dickinson πριν από τα τραγούδια, καθώς ουσιαστικά μας απευθύνθηκε με αυτόν τον τρόπο μονάχα πριν το Clansman.

Τόση ώρα διαβάζετε μέσα στο κείμενο διάφορους τίτλους κομματιών που φανερώνουν πόσο καλοστημένο ήταν το setlist αυτής της περιοδείας. Όταν σε συζητήσεις-πηγαδάκια ή πιο σοβαρές γίνεται λόγος για τα κομμάτια που παίζουν οι Maiden στις περιοδείες τους, πολύ συχνά ακούγεται η όχι εντελώς άδικη άποψη “όχι πια άλλο Trooper/Fear Of The Dark/Iron Maiden/βάλτε το δικό σας Iron Maiden standard”. Όμως, τελικά, πρέπει να συμφωνήσω πως, εξαίρετες οι πιο “ψαγμένες” επιλογές, αλλά (και) αυτά τα κομμάτια πρέπει να ακουστούν, κάτι που επιβεβαιώνεται κάθε φορά από την ατμόσφαιρα που δημιουργεί το κοινό στο άκουσμά τους. Όπως αποδείχτηκε και στην πράξη, δεν πείραξε κανέναν να ακούσει για μυριοστή (λέμε τώρα) φορά το Run To The Hills και να γκαρίσει το ρεφρέν με όλη του τη δύναμη… Λέγοντας για Run To The Hills, αυτό ήταν και το τελευταίο κομμάτι του encore, αμέσως μετά τα The Evil That Men Do (προσωπικό απόλυτο highlight) και Hallowed Be Thy Name (με βραχεία κεφαλή δεύτερο προσωπικό απόλυτο highlight). Ο τελευταίος αποχαιρετισμός όμως αλλιώς μας ήρθε, καθώς ο Dickinson επανήλθε με το κλασικό trolling που αφορά τον διακαή πόθο των Ελλήνων μεταλλάδων - μία live εκτέλεση επιτέλους του Alexander The Great, που ως γνωστόν δεν το έχουν παίξει ποτέ και πουθενά, όμως στις ελληνικές συναυλίες πάντα γίνεται μία αναφορά σε αυτό, έστω και σε επίπεδο πειράγματος. Πάντα ο Dickinson τονίζει τον στίχο που αναφέρει το τέλος του Αλέξανδρου, σαν να θέλει κάποια στιγμή να απαλλαγεί από αυτήν την “υποχρέωση”. Αφού απέτυχαν οι παραινέσεις του κοινού, σήμανε η λήξη με το κλασικό Always Look On The Bright Side Of Life των Monty Python να παίζει από τα ηχεία. Το κοινό αποχωρούσε σχετικά ησύχως. Κάποιοι ίσως δεν μπορούσαν να πιστέψουν την τύχη να γίνουν κοινωνοί μιας τέτοιας εμπειρίας. Προσωπικά δεν έχω δει όλες τις συναυλίες των Iron Maiden στην Ελλάδα (αισίως έφτασα με αυτήν τον ταπεινό αριθμό 5), αλλά με την εξαίρεση του live του ‘88, στο οποίο δεν ήμουν παρών (δύσκολο στα 10 μου χρόνια…) αλλά ένεκα της χρονικής απόστασης έχει αποκτήσει μυθικές διαστάσεις, θα δυσκολευόμουν να πιστέψω πως κάποια από τις συναυλίες στις οποίες δεν είχα παραβρεθεί ήταν καλύτερη από αυτήν που είδαμε την Παρασκευή.

Υ.Γ. Αφιερώσαμε περίπου 5000 λέξεις για τα συναυλιακά του διημέρου - αν φτάσατε ως εδώ χωρίς να κάνετε skip κάποια σημεία, τα συγχαρητήριά μας! Πρέπει όμως να αναφερθούμε οπωσδήποτε σε ζητήματα που ως συμπεράσματα άπτονται κυρίως της διοργάνωσης. Αποδείχτηκε για πολλοστή φορά πως το Terravibe, παρά την έκτασή του, δεν είναι κατάλληλο για να υποδεχτεί συναυλίες άνω των 20 χιλιάδων ατόμων, πόσο μάλλον όταν ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται. Το ζήτημα του parking μας απασχόλησε και τις δύο ημέρες, σίγουρα, αλλά περισσότερο μας ταλαιπώρησε η απομάκρυνσή μας από το χώρο, εφόσον αυτή γίνεται ταυτόχρονα για ολόκληρο το κοινό του φεστιβάλ. Σύμφωνοι, όποιος αποχωρεί λίγο πριν τελειώσει η συναυλία ή βαριά αμέσως μετά το τέλος της, έχει περισσότερες πιθανότητες να βγει στην Εθνική Οδό γρήγορα, οι υπόλοιποι όμως κάπου κολλάνε και αυτό εδώ και χρόνια δεν έχει αντιμετωπιστεί. Ίσως και η τοπική Τροχαία δεν έχει τη δυνατότητα να ρυθμίσει την ομαλή ροή της κυκλοφορίας σε τόσο ακραίες πληθυσμιακές συνθήκες και προφανώς αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω με στοιχεία. Αναφέρω απλώς επιγραμματικά, όχι όμως και ως δευτερεύοντα, τα (δικαιολογημένα, αν θέλετε τη γνώμη μου) παράπονα για ελλείψεις στις τουαλέτες, ελλιπείς εγκαταστάσεις εστίασης για να εξυπηρετηθεί τόσος κόσμος από την στιγμή που επισήμως απαγορευόταν η εισροή έξωθεν τροφίμων και νερού στο χώρο, καθώς και για έλλειψη ικανοποιητικών παροχών που κάνουν πιο ευχάριστη την φεστιβαλική εμπειρία, όπως αφήνω απ’ έξω τα πιο συγκεκριμένα παράπονα που άκουσα/διάβασα από τρίτους και δεν βίωσα ο ίδιος. Το βασικό θέμα που θα πρέπει να απασχολήσει τους υπεύθυνους της διοργάνωσης σε κάθε επόμενη φορά αφορά την ασφάλεια του κοινού μέσα στο χώρο και κατά την έξοδό του από αυτόν. Εδώ βέβαια είμαι υποχρεωμένος με αυτήν την αφορμή να απευθυνθώ όχι μόνο στο Rockwave, αλλά σε όλα τα μουσικά φεστιβάλ της Αθήνας και της επικράτειας, μιας και πλέον έχουν γίνει κανόνας και μία ευχάριστη θερινή ασχολία. Ως γνωστόν, τα μέτρα ασφαλείας λαμβάνονται ώστε να αποφευχθεί, όσο είναι δυνατόν, η πιθανότητα να πάνε στραβά κάποια πράγματα, ή στη χειρότερη να αντιμετωπιστούν τα όποια προβλήματα προκύψουν με όσο δυνατόν πιο άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο.

Καταρχάς γενικώς όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή πού βρίσκονται οι έξοδοι κινδύνου και οι εγκαταστάσεις βοήθειας (υγείας, πυρόσβεσης κτλ) και η γνωστοποίηση θα πρέπει να γίνεται σε εμφανή σημεία (πληθυντικός αριθμός) στο χώρο - θυμάμαι π.χ. πως στο περσινό Ejekt γίνονταν σχετικές ανακοινώσεις στις οθόνες, πρακτική που φέτος δεν είμαι σίγουρος πως πρόσεξα. Οι προσπάθειες των συνεργείων διάσωσης και του ιατρικού προσωπικού είναι φυσικά φιλότιμες, αλλά ειδικά στη συγκεκριμένη περίπτωση με τόσο πλήθος μπορεί να μην αρκούσαν σε κάποιο έκτακτο πρόβλημα υγείας. Η έξοδος 40 χιλιάδων κόσμου από το Terravibe μέχρι να φτάσουν όλοι στα οχήματά τους ή στα λεωφορεία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε καρμανιόλα, καθώς σε αρκετά σημεία ο φωτισμός είναι λιγοστός ή μηδενικός (όπως π.χ. η έξοδος μέσα από το δασάκι). Οι μικροπωλητές και καντινιέρηδες εκτός του χώρου βρίσκονται σε τέτοια θέση που δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο τις συνθήκες ασφαλείας κατά την έξοδο. Καλό επίσης θα ήταν να βρίσκονταν άνθρωποι μέσα στο χώρο που να βοηθούσαν πιο άμεσα αν χρειαστεί, αλλά και έξω από αυτόν που να καθοδηγούσαν το πλήθος προς τους χώρους παρκαρίσματος και να βρίσκονται εκεί για να καλέσουν άμεσα βοήθεια σε μία τυχόν έκτακτη ανάγκη. Μιλάμε πάντα για ένα τόσο μεγάλο πλήθος παριστάμενων, αφού σε πιο “κανονική” προσέλευση τα συγκεκριμένα προβλήματα υπάρχουν μεν, αλλά από συνήθεια μπορεί και να γίνονται ως και ανεκτά (γνώμη μου: δεν θα έπρεπε). Η εμπειρία του συναυλιόφιλου κοινού από αντίστοιχα φεστιβάλ του εξωτερικού μεγαλώνει χρόνο με τον χρόνο, με θετικές και αρνητικές εμπειρίες, καθώς κανείς δεν θα έπρεπε να υποστηρίζει πως τα ξένα φεστιβάλ λειτουργούν άψογα στα πάντα (ίσα ίσα, έχουμε ακούσει και διαβάσει ιστορίες για τραγικές καταστάσεις που στην Ελλάδα δεν έχουμε ζήσει). Πρέπει όμως να σταθούμε στα θετικά τους για να βελτιώσουμε κι εμείς τις συνθήκες στις οποίες τελείται ένα φεστιβάλ, πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται σε χώρο μακριά από την Αθήνα, όπου η πρόσβαση με ΜΜΜ δυσχεραίνεται. Καμιά φορά, βέβαια, νιώθω πως ψάχνοντας τα πράγματα μπαίνουμε σε έναν φαύλο κύκλο που κολλάει στην ελληνική γραφειοκρατία (π.χ. η πληρωμή με contactless κάρτα αντί για μάρκες θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη ή πολυτέλεια;), αλλά ας μην ξεφεύγουμε πολύ. Περνάμε εξαιρετικά στα φεστιβάλ - και στο φετινό Rockwave ακόμη εξαιρετικότερα, ας μου επιτραπεί - και θέλουμε αυτή η ικανοποίηση να συνοδεύεται και από τη σιγουριά πως, ακόμη κι αν πάει κάτι εντελώς λάθος, θα μπορεί να δοθεί λύση χωρίς να καταφεύγουμε σε αυθαίρετες αυτενέργειες.

Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Μιχάλης Κουρής

 

 

Για τον Μιχάλη Κουρή καλύτερα από οποιονδήποτε μιλάνε τα σημειώματα στο ψυγείο του: "Δεν πεινάω δεν πεινάω" "Να έρχεσαι κάθε πέντε λεπτά να με βλέπεις" "Μην πίνεις άλλο" "Δεν μπορείς να πας σε όλα τα live". Ακούει τα πάντα και δεν εννοεί "ακούω ραδιόφωνο" - στον ελεύθερό του χρόνο είναι αφουγκραστής των συμπαθών ζώων σε ζωολογικό κήπο του εξωτερικού που εύλογα επιθυμεί να παραμείνει μυστικός.

Website: www.soundgaze.gr
Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα