Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου 2018 05:29

Live Review: Crippled Black Phoenix / The Devil's Trade @ Temple Club, 13/10/18

Written by 

Ένα ακόμα φανταστικό live πρόσθεσαν στο ενεργητικό τους οι Βρετανοί Crippled Black Phoenix, οι οποίοι στην παρουσίαση του νέου τους πονήματος Great Escape επιβεβαίωσαν, για άλλη μια φορά, όλους τους λόγους για τους οποίους τους έχουμε αγαπήσει και παράλληλα ικανοποίησαν τις υψηλές προσδοκίες μας.

Λίγο μετά τις 9:30 ανέβηκε στη σκηνή ο Ούγγρος Dávid Makó, ο οποίος δισκογραφεί κάτω από το όνομα The Devil’s Trade. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα προσωπικό project του Makó, στο βιογραφικό του οποίου καταγράφονται συμμετοχές σε γκρουπ του σκληρού -κυρίως- ήχου. Επί σκηνής ήταν μόνος (κάτι που διευκόλυνε το στήσιμο της σκηνής μιας και οι Crippled Black Phoenix είναι πολυμελές συγκρότημα και χρειάζονται αρκετό χώρο) με μοναδικά εφόδια τις ηλεκτρικές κιθάρες του, τα πεντάλια του καθώς και ένα μπάντζο. Κι αν η παρουσία του μπάντζου μας παραξένεψε, στην συνέχεια καταλάβαμε τον λόγο ύπαρξη του. Κι αυτό γιατί η μουσική του Makó, παρότι Ευρωπαίος, είναι καθαρά αμερικάνικη (εδώ για να συνεννοηθούμε θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η επάρατη λέξη Americana, που περιγράφει καλύτερα τον ήχο του). Οι μπαλάντες του μελαγχολικές και σκοτεινές, θύμιζαν τραγουδοποιούς της άλλης πλευράς του Ατλαντικού (ίσως πιο πολύ τον David Eugene Edwards) και έκρυβαν μια αδιόρατη μελαγχολία και ένα υπόγειο ηλεκτρισμό. Ο Makó εμφανίστηκε λιγομίλητος, αλλά όταν απευθύνθηκε στο κοινό είπε κουβέντες με ενδιαφέρον, όπως μια ιστορία για ένα πλημμυρισμένο χωριό στην Ουγγαρία. Ενώ στο τέλος έκανε και το κάτι παραπάνω καθώς η θερμή ανταπόκριση του κόσμου, όπως είπε, του έφτιαξε το κέφι μετά από μια πολύ κουραστική μέρα και αποφάσισε να παίξει ένα ακόμα τραγούδι εκτός προγράμματος (και μάλιστα το έπαιξε για πρώτη φορά). Οι σκοτεινές και υποβλητικές μελωδίες τους όπως φάνηκε άρεσαν στους θεατές και αρκετοί (μεταξύ των οποίων και ο φωτογράφος του site) έσπευσαν στον πάγκο με το merch για να προμηθευτούν κάποια από τις κυκλοφορίες τους. Τέλος, να εκφράσουμε το απεριόριστο respect μας για το μότο του: Happy Music Is Shit! 

Πέντε λεπτά μετά τις 10:30 οι οκτώ μουσικοί που απαρτίζουν την παρούσα σύνθεση των Crippled Black Phoenix πήραν τις θέσεις τους υπό τους ήχους του intro και οι πρώτες νότες που ακούσαμε ήταν αυτές του To You I Give από το ολοκαίνουριο άλμπουμ τους Great Escape. Η νέα τους δουλειά κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες και όσο περισσότερο την ακούμε, τόσο περισσότερο την εκτιμούμε, θεωρώ πως είναι η καλύτερη από τις τελευταίες τους, χωρίς ωστόσο να φτάνει στα επίπεδα των πρώτων. Νομίζω για πολλούς αποτέλεσε ένα ακόμα κίνητρο για να παρευρεθούν στη συναυλία τους, αν και οι CBP είναι από εκείνα τα σχήματα που παρότι έχουν επισκεφτεί τη χώρα μας πάρα πολλές φορές (έχουμε χάσει το μέτρημα), δύσκολα αντιστέκεσαι στον πειρασμό να τους δεις άλλη μια φορά (προσωπικά ήταν η τέταρτη φορά που θα τους παρακολουθούσα, ωστόσο κατευθύνθηκα στο Temple με την λαχτάρα της πρώτης φοράς, χωρίς να υπερβάλλω). 

Το ξεκίνημα με το θαυμάσιο To You I Give υπήρξε άκρως υποσχόμενο, παρότι δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως ο ήχος μπούκωνε αρκετά (μιλάμε άλλωστε για τρεις κιθάρες, μην το ξεχνάμε), ενώ τα φωνητικά ήταν σαφώς χαμηλότερα από το επιθυμητό. Η ευχή και η προσδοκία μας κατά τα πρώτα κομμάτια ήταν να βελτιωθεί η κατάσταση στη συνέχεια, κάτι που έγινε πράξη (χωρίς να φτάσει ποτέ ο ήχος στα επίπεδα του άριστου) με τη συναυλία όχι απλά να παίρνει τα πάνω της αλλά να απογειώνεται! Η αλήθεια είναι πως το δυνατό όπλο των Crippled Black Phoenix είναι οι σπουδαίες συνθέσεις τους και όταν αυτές ακούγονται μάλιστα στη σειρά και παιγμένες με περίσσιο πάθος, τότε ανεξαρτήτως συνθηκών η μπάντα μπορεί να καταφέρει μαγικά πράγματα.   

Η δισκογραφία των Crippled Black Phoenix είναι τόσο πυκνή και κυρίως τόσο ποιοτική (ένα μικρό μόνο μέρος της οποίας εξετάσαμε πρόσφατα) που τους δίνει τεράστια ευχέρεια στην κατάρτιση του setlist. Στην προκειμένη περίπτωση επέλεξαν να μην “φορτώσουν” το set με πολλά νέα κομμάτια (χιτάρα το Nebulas κι ας μην του φαινόταν με την πρώτη, πολύ καλό και το Great Escape Pt 1). Αυτό φυσικά είχε ως επακόλουθο να χωρέσουν περισσότερες συνθέσεις από το παρελθόν προς τέρψη των περισσοτέρων, ενώ την ίδια στιγμή λειτούργησε υπέρ της ροής του live. Ποιος άλλωστε θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος σε ύμνους σαν τα Rise Up and Fight, 444 και We Forgotten Who We Are, ειδικά όταν ακούγονται πλάι πλάι. Όσο για το απόλυτο highlight ήταν το αναμενόμενο, όσοι βρέθηκαν στο Temple γνώριζαν εκ των προτέρων ότι θα είναι το Burnt Reynolds. Αυτή τη φορά ο κόσμος ξεκίνησε να τραγουδάει τη μελωδία από το αρχικό κιόλας riff, ο Justin Greaves κατέβηκε όπως συνήθως στο κοινό και έγινε ένας από εμάς, ενώ το γκρουπ επέστρεψε από τα παρασκήνια και συνέχισε το κομμάτι από εκεί που το είχε αφήσει (με έξτρα γκάζι μάλιστα). Μπορεί όλα αυτά να τα έχουμε ξαναζήσει στο παρελθόν, ωστόσο το συγκεκριμένο κομμάτι συνεχίζει να προκαλεί ανατριχίλες, όσες φορές και να το έχουμε ακούσει. 

Όσο για το encore πέραν της συνέχειας του Burnt Reynolds, ακούστηκε το υπέροχο Hold On (Goodbye To All Of That) από το EP No Sadness or Farewell (2012), εξαιρετική επιλογή, είναι η αλήθεια. Όσο για το οριστικό «goodbye», αυτό ήρθε με ιδανικό τρόπο μιας και το live τελείωσε όπως έκλεινε το εκπληκτικό ντεμπούτο τους A Love Of Shared Disasters (2007), κι αφού η μπάντα είχε ήδη συμπληρώσει ήδη δύο ώρες και ένα τέταρτο στη σκηνή. 

Η αλήθεια είναι ότι όλοι γνωρίζουμε πως το γκρουπ δύσκολα θα καταφέρει να φτάσει ποτέ τα επίπεδα εκείνου του ανεπανάληπτου σχεδόν τρίωρου live στο Κύτταρο το 2012, που εξελίχθηκε σε φλοϋδικό ντελίριο, ωστόσο νομίζω η παρούσα εμφάνιση τους είναι από αυτές που θα συγκαταλέγονται στο μέλλον στις πιο πετυχημένες τους. Το γεγονός πως γέμισαν το Temple μόνο εντύπωση δεν μας έκανε, μην λησμονούμε πως το σχήμα έχει καταγράψει τη διαδρομή An – Κύτταρο – Gagarin – Fuzz με μεγάλη επιτυχία. Το ότι ο χώρος αυτή τη φορά ήταν μικρότερος (πιο κοντά στα δεδομένα του Κυττάρου) μάλλον λειτούργησε υπέρ της συναυλίας, κυρίως στην αλληλεπίδραση κόσμου - μουσικών (“This is cozy” σύμφωνα με τα λόγια του Greaves).

Για τους Crippled Black Phoenix θα μπορούσαν να γραφτούν πάρα πολλά αλλά επειδή θα ξεφεύγαμε από την έκταση ενός κανονικού live review, θα περιοριστώ ως κατακλείδα στο εξής: σε ένα δίκαιο κόσμο οι Crippled Black Phoenix θα έπρεπε να είναι τεράστιοι (στο πλαίσιο της εναλλακτικής σκηνής, πάντα). Κατά τη γνώμη μου διαθέτουν τόσο σπουδαία δισκογραφία (δεν συναντάς κάθε μέρα μακροσκελείς συνθέσεις που να σε καθηλώνουν χωρίς να καταφεύγουν σε φτηνούς εντυπωσιασμούς και ευκολίες), που η αναγνώριση που έχουν τύχει είναι σκανδαλωδώς αναντίστοιχη της αξίας τους. Γνωρίζουμε επίσης τους περιορισμούς τους σαν γκρουπ, για παράδειγμα με έναν τραγουδιστή που θα έκανε τη διαφορά και πιο μικρές διάρκειες στα άλμπουμ τους, θα γίνονταν όλα καλύτερα, αλλά και πάλι δεν αρκούν αυτά για να δικαιολογήσουν το παραπάνω συμπέρασμα μας. 

Όσο για τον Justin Greaves, μπορεί να είναι δύσκολος ως χαρακτήρας και συχνά αντιφατικός, όμως μιλάμε για ένα σπουδαίο συνθέτη με πολλές και κυρίως καλές ιδέες που ξέρει να τις μετουσιώνει σε εντυπωσιακά τραγούδια. Ένας πραγματικός τεχνίτης, από αυτούς που σπανίζουν στις μέρες μας (το metal παρελθόν, έπαιξε μάλλον τον ρόλο του…).

Φεύγοντας από το Temple η κουβέντα που ακούστηκε στην παρέα και συμπυκνώνει όλη τη βραδιά ήταν: «φεύγουμε γεμάτοι μουσική». Και ακριβώς έτσι ήταν, χορτάσαμε πολλή και καλή μουσική, παράλληλα οι Crippled Black Phoenix υπήρξαν ένας κυκλώνας συναισθημάτων, με τις στιγμές ευφορίας να εναλλάσσονται με την βαθιά μελαγχολία. Πραγματικά σπουδαίοι σε όλα τους. Όπως φαίνεται ο σπόρος που έσπειραν πριν από μισό αιώνα οι Pink Floyd θα παράγει καρπούς μέχρι το τέλος τους κόσμου!  

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

 

 

Ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τη χρονιά για την οποία έχει τραγουδήσει ο Jimi Hendrix), όταν πια οι Joy Division είχαν πάψει ήδη να υπάρχουν από καιρό (ευτυχώς υπήρχαν οι New Order!). Μετά από χρόνια αναζητήσεων ανακάλυψε αυτό που έψαχνε σε μια έρημο, έκτοτε λατρεύει οτιδήποτε σχετίζεται με τους Kyuss. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το rock & roll θα έπρεπε να το έχουμε ανακαλύψει. Επίσης, είναι βέβαιος ότι ο Έλβις ζει κάπου ανάμεσα μας… 

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα