Σε μία βραδιά που το συναυλιακό ενδιαφέρον φάνηκαν να μονοπωλούν κάποιοι τύποι από τη Γλασκώβη, στο Temple συνέβαινε μία μάζωξη τεσσάρων σχημάτων από τα ευρύτερα εγχώρια “ύδατα” - αν και εδώ δεν χρειάζονται τα εισαγωγικά, καθώς δύο από αυτά όντως προέρχονται από νησιά. Εννοείται όμως πως σημασία έχει η μουσική και όχι ο τόπος καταγωγής της, οπότε ας ξεκινήσουμε με τις εμφανίσεις των συγκροτημάτων. Ανοίξτε πανιά και φύγαμε!
Οι Sailor’s Daughter κατάγονται από τη Σύρο και μας έφεραν νησιώτικό αέρα, όχι όμως τόσο από τις όμορφες Κυκλάδες, αλλά από την μεγάλη Βρετανική νήσο. Αυτό διότι φαίνεται να έχουν μελετήσει πολύ καλά τη συνθετική των Arctic Monkeys, αλλά και τα φωνητικά του Alex Turner (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον τραγουδιστή Seck), αφαιρώντας λίγη από την crooning μελαγχολία (χμμ) των πρόσφατων δίσκων. Αν θα έπρεπε να τους αντιστοιχήσουμε με κάποιο ελληνικό σχήμα, επηρεασμένοι από το μπλουζάκι του μπασίστα θα διαλέγαμε τους Supersoul, βέβαια στο λιγότερο σκληρό και πιο μελωδικό. Ως καλύτερη στιγμή τους ξεχωρίσαμε το νεότερο Golden Fingers με το ωραίο βασικό riff. Το rock τους είναι σύγχρονο και καλοπαιγμένο και ενδεχομένως στις νεαρές ηλικίες να μπορούν να αποκτήσουν κάποιο έρεισμα - τους το ευχόμαστε φυσικά, διότι είναι φανερό πως υπάρχουν οι δυνατότητες. Έχουν όλον τον καιρό μπροστά τους να απογαλακτιστούν από τις επιρροές τους και να τις χρησιμοποιήσουν δημιουργικά στις συνθέσεις τους. Όσο για το κλείσιμο με τη διασκευή στο Hot Stuff, θυμάστε ίσως ποιος άλλος το διασκεύασε μπροστά στο ελληνικό κοινό το περασμένο καλοκαίρι;;
Είναι η δεύτερη φορά που βλέπω ζωντανά τους One Man Drop και είναι η δεύτερη φορά που εντυπωσιάζομαι από συναυλία τους. Το τρίο, πλέον, με βασικά μέλη τον Πάνο σε φωνή και κιθάρα και τον Νίκο στο μπάσο (ο οποίος ακούραστος έπαιζε την προηγούμενη βραδιά στον ίδιο χώρο με τους Nochnoy Dozor!), απέδωσε το προσωπικό του υβρίδιο garage και ψυχεδέλειας εξαιρετικά και με εντυπωσιακά βαθύ ήχο. Έχουν ίσως την “ατυχία” να παίζουν πιο σκληρά από την τυπική γκαραζοψυχεδέλεια που έχουμε μάθει, τουλάχιστον στα εγχώρια, αλλά μάλλον τελικά έχουν περισσότερη συνάφεια με το grunge rock π.χ. των Girls Against Boys. Το μικρό σερί των So Strong και Medicate U, που παρεμπιπτόντως ανοίγουν το φετινό ΕΡ τους Flanging The Zinc, επιβεβαιώνουν αυτή τη θεώρηση. Η αλήθεια είναι πως τα τραγούδια τους και (από το μικρό δείγμα που προσωπικά έχω) οι ζωντανές τους εμφανίσεις είναι πιο καλά από όσο θα έπρεπε για να μην ντρεπόμαστε, κοινό και “γραφιάδες” μαζί, που δεν έχουν κάνει ακόμη το σχετικό όνομα στους σχετικούς κύκλους... Αυτή τη φορά, στη διασκευή τους στο Suspicious Minds (Elvis) προστέθηκε αυτή στο Guns Of Brixton των Clash (ποιών άλλων δηλαδή;), σε μία εκτέλεση που θα μπορούσε να είχε εμπνευστεί και υλοποιήσει ο Justin Sullivan με τους New Model Army.
Με την ανακοίνωση του lineup του live, το όνομα του Κυρίου Κ μου ακουγόταν παράταιρο, κυρίως λόγω του ελληνικού στίχου, αλλά και γιατί η μοναδική μου επαφή μαζί του ήταν το πρώτο single που είχε κυκλοφορήσει ποτέ (Το Κορίτσι Του Μήνα), που μάλιστα είχε παιχτεί αρκετά από τα “έντεχνα” ραδιόφωνα. Ο Θοδωρής Κοντάκος επέλεξε να εμφανιστεί χωρίς μπάντα, μόνος με την κιθάρα, τα πετάλια και τη φωνή του. Πρέπει να σημειωθεί πως η εμφάνισή του προσέλκυσε κοινό που είχε άμεση επαφή με το υλικό του και τραγουδούσε όλους τους στίχους, συμμετέχοντας πολύ ενεργά στο μοναχικό εκείνο show (πρέπει όμως ομοίως να καταγραφεί πως ένα μεγάλο μέρος του ίδιου κοινού αποχώρησε διακριτικά όταν ακούστηκε η τελευταία νότα). Η μουσική του έχει ενδιαφέρον και σε πολλά σημεία ακουγόταν επηρεασμένη από τα blues - ίσως αναπόφευκτο εφόσον αντιμετωπίζεις μόνος το κοινό σου με μια κιθάρα και μια φωνή. Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν βέβαια οι ιδιαίτεροι στίχοι του και η εκφορά τους με το πολύ προσωπικό στυλ του Κυρίου Κ και σίγουρα, όπως έδειχνε άλλωστε και η ενεργός συμμετοχή του κοινού, κάποιοι μπορούν να εκφραστούν μέσω αυτών.
Η ώρα είχε ξεπεράσει την 12η βραδινή όταν ανέβηκαν στην σκηνή του Temple οι Arcadian Child και μας έπνευσαν λίγο από το κυπριακούς θερινούς ανέμους - και όχι μόνο λόγω του Hawaiian-style πουκάμισου του τραγουδιστή/κιθαρίστα Παναγιώτη. Η μουσική τους, νεοψυχεδελική στη βάση της, διαθέτει πολλά pop/rock στοιχεία πολύ εμφανή στις κάπου αλέγκρες, κάπου ονειρικές μελωδίες και τα πιασάρικα ρεφρέν, όπως τουλάχιστον ακούμε στους δύο ως τώρα δίσκους τους, με αρτιότερο ως σύνολο φυσικά το φετινό Superfonica. Το κουαρτέτο από τη Λεμεσό ήταν βεβαίως το όνομα που περιμέναμε περισσότερο μέσα στη βραδιά, ως πιο “εξωτικοί”, ως αυτοί που έχουμε λόγω απόστασης τις λιγότερες πιθανότητες να βλέπουμε συχνά, αλλά κυρίως ως την μπάντα που κυκλοφόρησε με το φετινό Superfonica έναν τόσο άρτιο δίσκο που άφησε δυνατή παρακαταθήκη στο παρόν και υποσχέσεις για ωραία πράγματα στο μέλλον. Προσωπικά, όμως, παρότι και οι δύο δίσκοι μου άρεσαν ιδιαίτερα, κάτι με έκανε να κρατάω μικρό καλάθι πριν την εμφάνισή τους, μάλλον επειδή δεν έχω προσωπική εικόνα του επιπέδου της κυπριακής σκηνής (εννοείται βγαίνουν εκτός οι Κύπριοι μουσικοί/τραγουδιστές που έκαναν μεγάλη καριέρα στην Ελλάδα και οι νικητές των talent shows…).
Η αρχή έγινε με επιλογές από το ντεμπούτο τους, Afterglow, και το εν λόγω καλάθι πετάχτηκε σε έναν μεγαλύτερο κάλαθο, αυτόν των αχρήστων, ειδικά μετά το δεύτερο κομμάτι του σετ. Το Little Late For Love έχει κολληματικό βασικό riff και ως σύνθεση θα μπορούσε να περιέχεται στο AM των Arctic Monkeys αν η παρέα του Alex Turner (πάλι αυτός μπροστά μας απόψε…) ακολουθούσε μία πιο blues rock κατεύθυνση. Όμως οι περιγραφές δεν λένε τίποτα αν δεν υπάρχει μία ικανή μπάντα να υποστηρίξει το υλικό και ευτυχώς οι Arcadian Child απεδείχθησαν παικτικά όχι απλά επαρκείς, αλλά και με εξαιρετική συνοχή και άψογη εκτέλεση πιστή στις καταγεγραμμένες συνθέσεις. Όταν τελείωσε ο κύκλος του Afterglow, ξεκίνησε η ενότητα του Superfonica, το οποίο αποδόθηκε στην ολότητά του (και μάλιστα με την ίδια σειρά) με μόνη εξαίρεση το Constellations. Όπως λέμε όμως και στον αθλητισμό, μπάλα παίζουν μόνο οι παρόντες και οι “παρόντες” εδώ κατέδειξαν και στην σκηνή το υψηλό επίπεδο του άλμπουμ. Το Bain Marie χρωστάει εκ φύσεως πολλά στους Black Angels και πράγματι ζωντανά οι Arcadian Child πέτυχαν ήχο πολύ κοντα στον κλασικό των Τεξανών φίλων μας. To Brothers στη ζωντανή του εκτέλεση δεν θύμισε τόσο Sleepin Pillow όσο στο δίσκο, ενώ αντίθετα η ανατολίτικη μελωδία του The March τους ξανάφερε στο νου, σε πιο “βρώμικη” έκδοση βεβαίως. Πρέπει να τονιστεί επίσης πως ζωντανά επιβεβαιώθηκε η πιασάρικη αίσθηση του She Flows, όπως ξεχώρισε από το άλμπουμ.
Το κλείσιμο της πρώτης συναυλίας του ελλαδίτικου tour των Κυπρίων ήρθε χωρίς encore με την εκτέλεση του Used από το ντεμπούτο, μέσα σε χειροκροτήματα και συγχαρητήρια από το κοινό για την υπέροχη εμφάνιση. Συνολικά παρακολουθήσαμε τέσσερα τουλάχιστον αξιόλογα εγχώρια σχήματα με διαφορετικό χαρακτήρα σε μία βραδιά με προσιτό εισιτήριο. Μόνο παράπονο; Δεν είναι φυσικά ευθύνη των συμβαλλομένων μερών η αναλογικά φτωχή προσέλευση του κοινού, που λογικά βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά και παρακολουθούσε τους Mogwai. Ευτυχώς και χάρη στην εύλογη καθυστέρηση στο ωράριο της συναυλίας στο Temple, κάποιοι κατάφεραν να παραστούν έστω στην εμφάνιση των Κυπρίων και να τους απολαύσουν από κοντά (φωτογραφίζω και επικροτώ εδώ τον συναγωνιστή Αναγνωστόπουλο που ως σωστό κομάντο φρόντισε και κατάφερε να δει και Mogwai και Arcadian Child). Αλλά γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ που παριστάμεθα και γράφουμε για τέτοια events: την επόμενη φορά να υπάρχει ήδη καταγεγραμμένη η θετική (πολλά plus εδώ) εμπειρία και να κινητοποιηθεί το ενδιαφερόμενο κοινό με περισσότερη θέρμη.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής