Μπορούμε να φανταστούμε τον ενθουσιασμό των Kikagaku Moyo για αυτό το live τους στην Αθήνα, καθώς μόλις δύο χρόνια πριν είχαν κάνει το συναυλιακό ντεμπούτο τους στη χώρα μας στο φιλόξενο αλλά σαφώς μικρότερο Death Disco. Η δεκαπλάσια χωρητικότητα του Fuzz Club θα τους γέμιζε με χαρά αλλά και με μία αίσθηση “ευθύνης”, ότι κάπως πρέπει να γεμίσει ο χώρος ώστε να δικαιολογηθεί η φιλόδοξη αυτή μετάβαση. Τελικώς, η προσέλευση του κοινού ξεπέρασε κάθε προσδοκία, κατά πρώτον δικαιώνοντας τη διοργανώτρια Catch The Soap για την επιλογή της και κατά δεύτερον επιβεβαιώνοντας το καλό όνομα που έχτισαν οι Ιάπωνες μέσα σε αυτά τα δύο χρόνια στον τόπο μας.
Μεγάλη μερίδα του κοινού που τελικά παρέστη στο live, βρισκόταν ήδη στο χώρο για να παρακολουθήσει και το support act των Holy Monitor. Η φήμη τους ανεβαίνει σταθερά με την πάροδο του χρόνου, κάτι που δύσκολα θα συνέβαινε αν οι δυο ως τώρα δουλειές τους δεν βρίσκονταν σε τόσο υψηλό επίπεδο. Στο δεύτερο live τους μέσα σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα μετά την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους (ΙΙ το όνομά του για να το αναζητήσετε όσοι δεν το έχετε ακόμη υπόψη σας), μοίρασαν ισόποσα το σετ τους ανάμεσα στους δύο δίσκους τους και εντυπωσίασαν με την εκτελεστική τους συνοχή και τον προσεγμένο ήχο τους, ενώ από τα χαμόγελα και τις κινήσεις τους φαίνονταν να το διασκεδάζουν και εκείνοι δεόντως πάνω στην σκηνή. Δεν αρκεί να διαθέτεις στη φαρέτρα σου “βέλη” όπως το laid-back διαμαντάκι Spirits In The Wild, το tribal psych Hunter’s Moon, ή το αξεπέραστο (από τους ίδιους προς το παρόν) hit Bed Of The Earth, αλλά χρειάζεται να μπορείς να τα υποστηρίξεις σε μία ζωντανή εμφάνιση, κάτι που έκανε και με το παραπάνω το νεοψυχεδελικό κουιντέτο. Το Cacti που έκλεισε το σετ τους έδειξε ότι οι εύλογες επιρροές από Black Angels είναι δυνατόν να διαθλαστούν μέσα από ένα προσωπικό πρίσμα. Η μπάντα είναι έτοιμη, το υλικό τους “γράφει” εξαιρετικά και στα LP και ζωντανά, οπότε υπάρχουν οι δυνατότητες για το κάτι παραπάνω.
Λίγη ώρα μετά τους Holy Monitor, τα 5 μέλη των Kikagaku Moyo ανέβηκαν στην σκηνή, όχι για να παίξουν αλλά για να ετοιμάσουν τον εξοπλισμό τους πριν την εμφάνισή τους και να κάνουν μία πρώτη επαφή με το κοινό που ήρθε να τους δει. Η αρένα του Fuzz ήταν σχεδόν γεμάτη σε εκείνο το χρονικό σημείο, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων ευχάριστα πολύ νεαρόκοσμο και λάτρεις της γενικότερης Ιαπωνικής κουλτούρας, οι οποίοι προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την μπάντα στα ιαπωνικά. Όταν πια ετοιμάστηκε η σκηνή και οι headliners της βραδιάς έλαβαν τις θέσεις τους, μπήκαν χωρίς πολλές εισαγωγές (καμία, για την ακρίβεια) στον χαλαρό εναρκτήριο ρυθμό του Tree Smoke από το ομώνυμο της μπάντας άλμπουμ του 2013, δίνοντας τον τόνο για αυτά που θα ακολουθούσαν. Και ακολούθησαν μερικά από τα ποιοτικότερα συναυλιακά λεπτά που θα μπορούσε να μας δώσει μία ψυχεδελική μπάντα του καιρού μας. Σύμφωνοι, δεν χρειαζόμαστε τη συναυλία για να μας αναδειχθεί ο πλούτος της μουσικής των Kikagaku Moyo: η ακρόαση των δίσκων αρκεί. Σωστά; Εν μέρει - διότι το live είναι θεμελιώδες κριτήριο του επιπέδου της συνοχής της μπάντας, αλλά και του κατά πόσο οι επιρροές που διαφαίνονται στις οικιακές ακροάσεις της μουσικής τους έχουν αφομοιωθεί ουσιαστικά στο παίξιμο της πεντάδας. Ολόκληρη η συναυλία αποτέλεσε μία απολαυστική συλλογή ήχων, μελωδιών και ρυθμών από κάθε μεριά του ψυχεδελικού σύμπαντος, Ευρωπαϊκού, Αμερικάνικου ή Ασιατικού, με τις ραφές απλώς να αχνοφαίνονται σε ένα απόλυτα ομοιογενές αποτέλεσμα.
Για παράδειγμα, το Tree Smoke που αναφέρθηκε παραπάνω αποτελεί μία ελληνοπρεπέστατη ψυχεδέλεια, που στο τσακίρ κέφι θα ονόμαζες και χιτζάζ (αν και υποθέτω πως σε αυτό το κομμάτι οι Kikagaku είχαν λιγότερο στο μυαλό τους την Ελλάδα και περισσότερο την Αραβία). Ο μαγικός ήχος του σιτάρ δέσποζε, όπως άλλωστε στα περισσότερα κομμάτια, κι ας μην έπαιρνε σταθερά το πάνω χέρι. Το Nana ακούστηκε ως ένα cowbell kraut με έντονο σταθερό ρυθμό που παρέσυρε το κοινό - ευκαιρία να φανεί και η δουλειά στα μετόπισθεν των ντραμς από τον ακούραστο Go Kurosawa. Το Smoke And Mirrors χρησιμοποιούσε μία ψυχεδελική παλέτα ηχοχρωμάτων απευθείας από τα ‘60s με αναφορές στο rock των ‘70s. Η μποσανόβα του Dripping Sun κατέληξε σε ένα οργιαστικό ξέσπασμα από την καλοκουρδισμένη μπάντα και σε εύλογες επευφημίες από το κοινό. Όσο για το κλείσιμο του κανονικού σετ, η υμνική υφή του Gatherings (απο το φετινό Masana Temples, που ως πιο πρόσφατο δικαιολογούταν να τιμηθεί ελαφρώς περισσότερο) το έφερε ως πλέον κατάλληλο ώστε το κοινό να ζητήσει περισσότερη μουσική από τους Ιάπωνες, προτροπή που αναμενόμενα τιμήθηκε με το “χιτάκι”, και όσο ινδοπρεπές φανερώνει ο τίτλος του, Street Of Calcutta.
Επιτέλους παρακολουθήσαμε σε τόσο μεγάλο χώρο ορθίων - όλα παίζουν το ρόλο τους - μία συναυλία ενδιαφέρουσας (να τονιστεί) ψυχεδέλειας, έξω από τα μονοδιάστατα και τα καθιερωμένα, και μουσικής γενικότερα εξωτικής για τα καθ’ ημάς. Μια χρωματική πανδαισία περιέλουσε τα ώτα περίπου 700 ατόμων (ανεπίσημο στοιχείο από οπτικούς υπολογισμούς), δικαιολογώντας έτσι τον σχετικό ντόρο που έχει δημιουργηθεί με το όνομά τους, αλλά και το ρίσκο της CTS να τους ξαναφέρει σε σαφώς μεγαλύτερο χώρο 2 χρόνια μετά. Μπορούμε έτσι με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι θα ξαναδούμε τους χαμογελαστούς Kikagaku Moyo από τα μέρη μας σχετικά σύντομα, ώστε να ξαναγίνουμε μύστες των υπέροχων ηχητικών συνδυασμών τους.
Κείμενο: Μιχάλης Κουρής
Φωτογραφίες: Shanti Θωμαΐδη (περισσότερες φωτογραφίες στο facebook)