200 άνθρωποι βρίσκονταν στο Fuzz γύρω στις 7 το απόγευμα στην έναρξη του Death Disco Minifest (στη συνέχεια βέβαια ο κόσμος σχεδόν γέμισε το χώρο), την ώρα που έξω επικρατούσε ένας ασυνήθιστος για τα αθηναϊκά δεδομένα καιρός με τη βροχή και τον άνεμο να λυσσομανούν, ένα σκηνικό που θα αναπαράγονταν μουσικά λίγα λεπτά αργότερα, όταν το βελγικό κουιντέτο από τις Βρυξέλλες εμφανίστηκε στη σκηνή ανοίγοντας την αυλαία του event.
Δεν θυμάμαι πολλές φορές στην συναυλιακή μου εμπειρία το πρώτο support group να κλέβει τις εντυπώσεις από πολύ εμπειρότερα και πιο γνωστά ονόματα. Κι όμως, με την εξαίρεση των αξεπέραστων, κινηματογραφικά εκπληκτικών In the Nursery, οι Whispering Sons ήταν οι stars της βραδιάς και δικαίωσαν πλήρως όσα γράφονται εδώ και δύο περίπου χρόνια γι’ αυτούς. Είναι σίγουρα το σημαντικότερο νέο ευρωπαϊκό – και ένα από τα κορυφαία καινούρια ονόματα – στο χώρο της post punk σκηνής και, κατά τη γνώμη μου, το πιο απολαυστικό, μαζί με τους Desperate Journalists. Βέβαια, κοινό σημείο και των δύο είναι πως μεγάλο τμήμα της μουσικής τους κληρονομιάς αποτελούν οι Cure. Ενώ όμως οι δεύτεροι κοιτούν περισσότερο προς την παραδοσιακή βρετανική indie σκηνή, οι W.S. αντλούν την έμπνευσή τους κατά κόρον από τις πιο σκοτεινές σελίδες της εναλλακτικής σκηνής.
Από τις πρώτες νότες του Stalemate γινόταν φανερό ότι βρισκόμασταν μπροστά σε ένα ιδιαίτερο μουσικό φαινόμενο. Μπορεί η ρετσινιά «αναπαραγωγή post punk στερεότυπων από τα 80s» να μπαίνει εύκολα στο βελγικό γκρουπ, όμως προκαλεί εντύπωση ότι η μουσική τους βγαίνει αβίαστα, σαν τα μέλη του να περπατούσαν τους υγρούς, βιομηχανικούς δρόμους της Βρετανίας τότε, την εποχή της θατσερικής τυρρανίας, όταν όλη η εναλλακτική σκηνή έβγαζε το teenage angst, την αγωνία, τη θλίψη, το γκρίζο και το παγωμένο της περιόδου. Μήπως όμως ζούμε κι εμείς ανάλογες εποχές, σχετίζεται με το post punk revival, που φαίνεται να βρίσκεται σε εξέλιξη;
Και δεν είναι μόνο η φυσικότητα της μουσικής τους που εντυπωσιάζει. Μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση πώς μια πενταμελής μπάντα με σχετικά μικρή εμπειρία ακουγόταν τόσο δεμένη. Κι όχι μόνο αυτό. Όποιος έχει ακούσει τις δύο κυκλοφορίες τους (το EP Endless Party του 2015 και το ντεμπούτο τους Image που είδε το φως τον περασμένο Οκτώβριο) διαπίστωνε με έκπληξη ότι live τα κομμάτια ακούγονταν με πολύ μεγαλύτερο βάθος, με αποτέλεσμα ο ήχος να είναι ακόμη πιο οξύς, δραματικός και σκοτεινός. Η rhythm section, ιδιαίτερα στιβαρή, αποτελούσε τη βάση όπου αναπτύσσονται τα βασικά θέματα με τη συνεργασία κιθάρας και synths. Όμως το μεγάλο asset των Whispering Sons είναι η frontwoman Fenne Kuppens τόσο για τη φωνή της όσο και για τη σκηνική της παρουσία. Η Fenne, που εκτός σκηνής δίνει την εντύπωση ενός συνεσταλμένου και εσωστρεφούς κοριτσιού, στη συναυλία δείχνει μεταμορφωμένη. Με θεατρικότητα που παραπέμπει σε Peter Murphy και κινήσεις που θυμίζουν Bowie η τραγουδίστρια των W.S. διαθέτει χάρισμα που σπάνια απαντάται σε σύγχρονο frontman/frontwoman, καθώς κυριαρχεί η ανιαρή και απρόσωπη ομοιομορφία. Η δε φωνή της, βαθιά, εκφραστική και ελαφρώς αρρενωπή, θυμίζει Nico, δίνοντας έναν ακόμη πιο chilling τόνο στο σκοτεινό καμβά που φιλοτεχνεί η μπάντα. Όσο για τις βασικές επιρροές στον ήχο, πέρα από τους Cure που προαναφέρθηκαν, ανιχνεύει κανείς με ευκολία παραπομπές στους Joy Division, Bauhaus, Siouxsie and the Banshees, Sounds, And Also the Trees, Chameleons και, από τους νεότερους, στους Cranes.
Κορυφαίες στιγμές της συναυλίας το ορμητικό Stalemate που άνοιξε τη συναυλία, το Waste που θα μπορούσε άνετα να το έχει γράψει ο Robert Smith την περίοδο του Faith, το προσωπικό μου αγαπημένο Got a Light, το κιθαριστικά πανέμορφο Alone, το αγχωτικό No Time και το ξαδερφάκι του New Dawn Fades, Hollow.
Whispering Sons: «Δεν θα μπορούσαμε να γράψουμε ποτέ χαρούμενη μουσική»
Μετά τη συναυλία κάναμε μια αρκετά μεγάλη συζήτηση, όχι με τη μορφή της κλασικής συνέντευξης, με τον μπασίστα Tuur Vandeborne και τον υπεύθυνο για τα synths Sander Hermans, δύο γλυκύτατα και πολύ ευγενικά παιδιά που πρόθυμα δέχθηκαν, χάρη και στην παρέμβαση του πάντοτε εξυπηρετικού διοργανωτή Λεωνίδα Σκιαδά, να μας μιλήσουν.
Η βασική πηγή έμπνευσής μας είναι τα ΄80s. Θα θέλαμε να έχουμε ζήσει εκείνη την περίοδο. Ακούμε σίγουρα και πολλά καινούρια πράγματα, αλλά η μουσική που μας αρέσει και μας εμπνέει είναι το σκοτεινό κομμάτι εκείνης της εποχής και θαυμάζουμε μπάντες όπως οι Joy Division, οι Cure, οι Bauhaus.
Eίμαστε γνήσια τέκνα των Βρυξελλών. Γνωριστήκαμε στα εναλλακτικά στέκια της βελγικής πρωτεύουσας και η πόλη και τα συναισθήματα που αυτή βγάζει έχουν επηρεάσει το στυλ μας.
Εκφράζουμε την εποχή της απομόνωσης. Ζούμε τη δύσκολη εποχή όπου οι νέοι άνθρωποι δυσκολεύονται να ανήκουν κάπου. Η οικονομική κρίση, η κοινωνική κατάσταση, η ατομικότητα προκαλούν αυτό το angst της αποξένωσης. Η μουσική που γράφουμε αντανακλά το έντονο αυτό άγχος του σύγχρονου ανθρώπου.
Δεν πρόκειται να γράψουμε ποτέ χαρούμενη μουσική. Δεν έχουμε αντίρρηση να πειραματιστούμε με νέους ήχους, αλλά μην περιμένετε από εμάς να γράψουμε ποτέ χαρούμενη μουσική. Η θλίψη είναι για μας κινητήρια δύναμη, ένα πολύ δημιουργικό συναίσθημα που βοηθά στην καλλιτεχνική μας έκφραση.
Στόχος μας να γίνουμε ακόμη πιο γνωστοί μέσα από τις συναυλίες μας. Το ντεμπούτο μας βγήκε τον Οκτώβριο και θέλουμε να το ακούσει όσο περισσότερος κόσμος γίνεται. Γι’ αυτό έχουμε επικεντρωθεί στο touring. Αν και έχουμε διάφορες καινούριες ιδέες, είναι δύσκολο να τις δουλέψεις με ένα τόσο εντατικό συναυλιακό πρόγραμμα. Όμως σύντομα θα αρχίσουμε να συνθέτουμε νέο υλικό.
Μας αρέσει πολύ η Ελλάδα και οι άνθρωποί της. Αν και είναι μόλις η δεύτερη φορά που ερχόμαστε εδώ, είχαμε την ευκαιρία να γυρίσουμε λίγο την πόλη και να παρατηρήσουμε τον κόσμο. Οι άνθρωποι είναι πολύ θερμοί και φιλόξενοι, ωστόσο είναι φανερές οι πληγές που άφησε στη χώρα σας η κρίση.
Whispering Sons setlist:
1.Stalemate
2.Got A light
3.Alone
4.White noise
5.Perfomance,
6.Skin
7.No Time
8.Dence
9.Hollow
10.Wall
11.Waste
Μετά το απίθανο live των Βέλγων, τη σκυτάλη πήραν οι Ιταλοί Frozen Autumn, με τον ήχο από το post punk να περνάει πλέον (και για το υπόλοιπο του φεστιβάλ) σε καθαρά ηλεκτρονικά μονοπάτια. Το ντουέτο με καταγωγή από το αγαπημένο Τορίνο (τουλάχιστον για όσους είναι φίλοι της Γιούβε…) συμπλήρωσε πρόσφατα 25 χρόνια καριέρας ωστόσο δεν επέλεξε ένα τυπικό best of set, αντίθετα στηρίχτηκε κατά βάση στο πιο πρόσφατο πόνημα του, το καλό The Fellow Traveller του 2017. Μέσα από αυτό ακούσαμε κομμάτια σαν τα Tomorrow’s Life, We’ll Fly Away, Told You at Once, Grey Metal Wings και βέβαια τον ύμνο I Love You But I’ve Chosen Synthesizers (τεράστιο respect για τον συγκεκριμένο τίτλο). Το παρελθόν τους εκπροσωπήθηκε με συνθέσεις όπως το Is Everything Real?, το οποίο είχε ως πρόλογο τη φράση «το επόμενο μάλλον το ξέρετε» καθώς και το Silence Is Talking (αμφότερα από το Emotional Screening Device του 2002). Το setlist είχε απόλυτη ισορροπία μεταξύ των δυο μελών, με τον Diego και την Arianna να εναλλάσσονται διαρκώς σε μικρόφωνο και synths, σε μια διαδικασία κάπως άβολη μεταξύ των κομματιών, αλλά έτσι λειτουργεί το γκρουπ, οπότε δεν υπάρχει λόγος να παραπονιόμαστε. Κάτι λιγότερο από μια ώρα διήρκησε η εμφάνιση του ντουέτου και ήταν τιμιότατη. Tα δυνατά beats των Frozen Autumn ήταν το κατάλληλο καλωσόρισμα για όσους έσπευσαν από νωρίς στο Fuzz αγνοώντας τις πολικές θερμοκρασίες που επικρατούσαν για άλλη μια βραδιά του φετινού παγωμένου χειμώνα (δεν αποφύγαμε τελικά τον πειρασμό του λογοπαίγνιου στο φινάλε…).
Σειρά είχε, πλέον, ένα από τα πιο ιστορικά σχήματα του σκοτεινού ήχου της Βρετανίας, ο λόγος φυσικά για τους In The Nursery. Η αλήθεια είναι πως το γκρουπ από το Σέφιλντ χαίρει -δικαίως- της εκτίμησης του εγχώριου κοινού και πολύς κόσμος ανυπομονούσε να τους παρακολουθήσει ζωντανά, το διαπίστωνες με ευκολία από τις αντιδράσεις στην πλατεία του Fuzz όταν πάτησαν στη σκηνή. Τα αδέρφια Humberstone μαζί με τους δύο μουσικούς που τους συνοδεύουν στα live παρουσίασαν ένα εντυπωσιακό set, φροντίζοντας να καλύψουν όλες τις πτυχές τους ήχου τους, φτάνοντας μέχρι και την πιο πρόσφατη εργασία τους, το 1961 του 2017 (το οποίο μάλιστα υπήρχε στον πάγκο του merch σε μια τρομερή μεταλλική συσκευασία). Ήταν πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο μέσα σε λίγα κομμάτια κατάφεραν με απολύτως ομαλό τρόπο να κινηθούν από τα νεοκλασικά, άκρως κινηματογραφικά θέματα, σε καθαρά ηλεκτρονικές φόρμες, με τα beats να χτυπούν κόκκινο, με τέτοια ενέργεια που θα έκανε πολύ νεότερους μουσικούς να κοκκινίζουν από ζήλεια... Εξίσου θαυμάσιος ήταν ο τρόπος που άφηναν τις μελωδίες να εξελιχθούν, με τις συνθέσεις τους να καταλήγουν απλώς καθηλωτικές. Θα ήταν παράλειψη να μην αποδώσουμε τα εύσημα στους δύο άψογους κρουστούς, η δουλειά των οποίων ήταν αξιοθαύμαστη, έχοντας βέβαια ως υποστηρικτή το πληθωρικό μπάσο (ένα δανεικό Rickenbacker, όπως μας ενημέρωσαν). Με την ολοκλήρωση της εμφάνισης των In The Nursery δυο συναισθήματα κυριαρχούσαν: σεβασμός και θαυμασμός.
Μετά το κομψό και καλαίσθητο set των In The Nursery, είχε φτάσει πια η ώρα για τους VNV Nation, δικαιωματικά headliners της βραδιάς μιας και μια δική τους πρωτοβουλία πριν λίγα χρόνια, εν μέσω σκληρής κρίσης, στάθηκε η αφορμή για τη δημιουργία του συγκεκριμένου φεστιβάλ. Λίγο μετά τις 11:00 ο Ronan Harris και οι τρεις μουσικοί (δυο στα synths και ένας στα κρουστά) που τον συνοδεύουν αυτή τη στιγμή, ανέβηκαν στη σκηνή μέσα σε αποθέωση. Οι πρώτες νότες που ακούσαμε ανήκαν στο A Million, το κομμάτι με το οποίο ανοίγει το περσινό άλμπουμ Noire, το πρώτο μετά την αποχώρηση του για χρόνια συνεργάτη του Harris, Mark Jackson. Η εμφάνιση των VNV Nation στην Αθήνα αποτελούσε μέρος της Noire Tour, οπότε η νέα τους δουλειά είχε αναμενόμενα την τιμητική της (κυκλοφόρησε άλλωστε μόλις πριν 4 μήνες). Η αρχή ωστόσο περιελάβανε και παλιότερα κομμάτια όπως τα Space and Time και Retaliate. Έτσι κι αλλιώς, το συγκεκριμένο live παρότι μέρος φεστιβάλ, είχε κανονική διάρκεια (κοντά στις δύο ώρες) οπότε υπήρχε αρκετός χρόνος για υλικό από όλες τις εποχές τους σχήματος.
Εξαρχής, ο κόσμος έδειξε την αγάπη του για το γκρουπ καθώς και την διάθεση του για χορό. Οι συχνές επισκέψεις των VNV Nation στη χώρα μας έχουν δημιουργήσει ισχυρό δεσμό με το εγχώριο κοινό και αυτό επιβεβαιώνεται κάθε φορά που επισκέπτονται τα μέρη μας. Ας μην λησμονούμε επίσης πως το όνομα τους φέρνει στο νου των περισσοτέρων τις χρυσές εποχές που ο συγκεκριμένος ήχος μεσουρανούσε και τα γκρουπ γνώριζαν μεγάλη επιτυχία, φτάνοντας ακόμα και ραδιόφωνα (μην ξεχνάμε, για παράδειγμα, πως το Beloved την εποχή που κυκλοφόρησε είχε σημαντικό airplay, έστω και στα λίγα ραδιόφωνα που ασχολούνται με τον εναλλακτικό ήχο). Άλλωστε οι σκοτεινές μουσικές, αυτού του είδους, πάντα μας ταίριαζαν ως ακροατήριο και το παρόν φεστιβάλ, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως φυσική συνέχεια των παλαιότερων Elfentanz, έχει ως στόχο να συσπειρώσει το κοινό που αγαπάει αυτό τον ήχο, αυτό άλλωστε παραδέχτηκε ο ιθύνων νους του, Λεωνίδας Σκιαδάς, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε.
Από την πλευρά του ο Ronan Harris έχοντας εξαρχής το κοινό με το μέρος του, έκανε ό,τι μπορούσε για να το κρατάει ευχαριστημένο. Η αλήθεια είναι πως ο Harris διαθέτει το επικοινωνιακό χάρισμα και καθ’ όλη τη διάρκεια της βραδιάς δεν σταμάτησε να επικοινωνεί και να αλληλοεπιδρά με τον κόσμο. Παρότρυνε συνεχώς του παρευρισκόμενους να χορέψουν και… να πιούν, ενώ μεταξύ άλλων φρόντισε να διευκρινίσει ότι δεν είναι Άγγλος αλλά Ιρλανδός, για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις (κάτι παραπάνω θα ξέρει…). Βέβαια ο χρόνος είναι αδυσώπητος με όλους, ο ίδιος δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Κακά τα ψέματα, δεν θα μπορούσε να είναι ίδιος και απαράλλαχτος όπως 20 χρόνια πριν, θα ήταν αδύνατο, ωστόσο ακόμα και σήμερα παραμένει αεικίνητος.
Μέχρι το φινάλε, οι VNV Nation συνέχισαν να τροφοδοτούν το κοινό με δυνατά beats, από νεότερες αλλά και παλιότερες συνθέσεις τους (για όποιους τυχόν αναρωτούνται, το Beloved δεν ακούστηκε), με σκοπό να διατηρήσουν την διάθεση του κόσμου αμείωτη. Μετά και το απαραίτητο encore ο Harris ως σωστός gentleman κάλεσε τους μουσικούς όλων των γκρουπ να ανέβουν στη σκηνή για ομαδική υπόκλιση και για να εισπράξουν όλοι το θερμότατο χειροκρότημα. Μάλιστα, εν μέσω ευχαριστιών και πριν αποχωρήσουν όλοι από τη σκηνή, παρακάλεσε τον promoter να επαναληφθεί το φεστιβάλ με τα ίδια ακριβώς ονόματα! Όπως να το κάνουμε, ανάλογα event είναι πάντοτε καλοδεχούμενα, από τη στιγμή που υπάρχει κόσμος που διψάει για σκοτεινές μουσικές.
Κείμενο: Γιώργος Χριστόπουλος - Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Γιώργος Αργυρόπουλος