Η Αυστραλή Courtney Barnett στην πρώτη της εμφάνιση στην Ελλάδα πραγματοποίησε μια πειστικότατη εμφάνιση, γεμάτη νεανική ενέργεια και πάθος, μπροστά σε ένα κατάμεστο Fuzz, πιστοποιώντας τη δυναμική που έχει αναπτύξει στα λίγα χρόνια της δισκογραφικής παρουσίας της.
Η Amalia με το συγκρότημα της -το οποίο, όπως μας πληροφόρησε, ονομάζεται The Architects- ανέβηκαν στη σκηνή στις 9:15, όπως ακριβώς είχε ανακοινωθεί. Για την Αμαλία (Μουχταρίδη) δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόταν σε θέση support ενός μεγάλου ονόματος από το εξωτερικό, μιας και πολύ πρόσφατα άνοιξε τη θαυμάσια συναυλία της Anna Calvi στην Αθήνα. Έχοντας λοιπόν προηγούμενη εμπειρία, παρουσίασε για περίπου μισή ώρα δικές της συνθέσεις συν μια διασκευή. Τα Thieving Star και Ophelia, τα οποία έχουν κυκλοφορήσει ψηφιακά, αποτέλεσαν τις πιο δυνατές στιγμές του live της, ενώ, επίσης θετική εντύπωση έκανε και το Murder and Create, το οποίο, όπως μας ενημέρωσε, αναμένεται να κυκλοφορήσει στο τέλος του μήνα. Λίγο πριν αποχωρήσουν από τη σκηνή οι τέσσερις μουσικοί μας παρουσίασαν μια αξιόλογη διασκευή στο πασίγνωστο Blister in the Sun των πολύ αγαπητών στη χώρα μας (όχι άδικα) Violent Femmes, το οποίο αποδόθηκε σε πιο αργές στροφές σε σχέση με την original εκδοχή.
Στην σύγχρονη μουσική απαντάται πολύ συχνά (ενοχλητικά πολύ θα έλεγα) ένας απολύτως απροσδιόριστος όρος που έρχεται να χαρακτηρίσει αντίστοιχα απροσδιόριστο αριθμό καλλιτεχνών, το «singer, songwriter». Είναι ο όρος που έχουν φορέσει εξυπνάκηδες μουσικοκριτικοί μεταξύ αμέτρητων άλλων και στην Courtney Barnett, την πολύ αναγνωρίσιμη πλέον Αυστραλή μουσικό, την οποία είχαμε την ευκαιρία να δούμε στο Fuzz στις 16 Μαϊου. Δεν μπορώ να εξηγήσω τι στο καλό σημαίνει αυτός ο όρος, ο οποίος κατά κυριολεξία (τραγουδιστής, συνθέτης τραγουδιών) θα μπορούσε να χαρακτηρίζει την συντριπτική πλειονότητα των καλλιτεχνών της μοντέρνας (ας την πούμε έτσι) μουσικής. Στην πράξη βέβαια θα δει κανείς ότι συχνά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει είτε γενειοφόρους μπαλαντοποιούς, ξέρετε, αυτούς που ταλαιπωρούν την folk δίνοντας νέα έννοια στον όρο «πλήξη», ή διάφορες νεαρές συχνότατα κυρίες που μας βομβαρδίζουν με δήθεν «ψαγμένα», «ιδιοσυγκρασιακά», «ευαίσθητα» κουραφέξαλα. Το γεγονός ότι η Courtney Barnett όπως είπαμε συχνά κατατάσσεται σε αυτή την νεφελώδη κατηγορία, αποτελεί προφανώς ύβρη προς την ίδια, αλλά και το rock’n’roll γενικότερα.
Γιατί αυτό που θα μπορούσαν να αντιληφθούν ακόμη και οι πιο φανατικοί οπαδοί του ανούσιου, αν τύχαινε να δουν το live που όσοι βρεθήκαμε στο Fuzz είδαμε, είναι ότι η Courtney Barnett παίζει rock’n’roll. Πιο σωστά, πιθανότατα είναι η πιο ταλαντούχος, εμπνευσμένη δημιουργός που το είδος έχει να επιδείξει την τρέχουσα δεκαετία.
Χαμογελαστή, χαλαρή, με μια κινησιολογία που θύμιζε βασικά τον Kurt Cobain στο λιγότερο βίαιο προφανώς, αυτό που η φοβερή Courtney μας προσέφερε ήταν ένα γενναιόδωρο δείγμα αυτού του τεράστιου ταλέντου, χωρίς έπαρση, φιγούρα, περιττές εξυπνάδες και τα συναφή. Πάνω στην σκηνή αυτή η κοπέλα είναι απλώς ο ευφυής, συμπαθής, ντροπαλός εαυτός της, η κοπέλα που είμαι σίγουρος ότι αναρωτιέται, μετά από όλη αυτή την επιτυχία που γνώρισε σχεδόν από το πουθενά «πως στο καλό βρέθηκα εδώ;». Τα ρούχα της (βασικά εμφανίστηκε όπως συνήθως φορώντας ένα απλό t-shirt και ένα παντελόνι, πιο απλή ενδυμασία δεν γίνεται), ο τρόπος που αντιμετωπίζει το κοινό, όλα παραπέμπουν σε μία ανεπιτήδευτη, ειλικρινή, άμεση αντιμετώπιση της Τέχνης, της ζωής της ίδιας. Και μέσα από την σίγουρα όχι εντυπωσιακή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς εξωτερική εμφάνιση, την απλότητα, τον πηγαίο τρόπο που εκφράζεται μέσα από τους στίχους της, ακόμη και τους πιο προσωπικούς, ο καθένας μας μπορεί να αναγνωρίσει έστω και λίγο τον εαυτό του. Όταν ένας rock καλλιτέχνης επιτυγχάνει κάτι τέτοιο, έχει πετύχει στην ουσία το μέγιστο, γιατί, το ξέρω ότι πολλοί θεωρούν ότι η μουσική αυτή εκφράζεται άριστα μέσω των «θεών» του είδους, των ιδρωμένων ειδώλων που αποσκοπούν στο να ξεσηκώσουν τα πλήθη, στην πραγματικότητα όμως ακριβώς αυτό το είδος rock μουσικών είναι που ακυρώνουν την ουσία της μουσικής αυτής.
Η μουσική της Barnett στο live παρέπεμπε συχνότατα στους Velvet Underground, άλλες φορές στους Pavement (μιλώ φυσικά για επιρροή, όχι αντιγραφή), με όλα τα συναφή μουσικά, ηχητικά τερτίπια και πάντως σίγουρα όχι κάποια πληκτική μπαλαντοποιό, όπως όμως και να έχει, το προσωπικό ύφος, στην πραγματικότητα η προσωπικότητά της, σφραγίζει ανεξίτηλα το μουσικό αποτέλεσμα. Από την πρώτη νότα του εναρκτήριου Ηopefulessness, μέχρι την ολίγον χύμα όσο και γοητευτική εκτέλεση του εκπληκτικού από κάθε άποψη History Eraser που έκλεισε το set, όσοι είχαμε την τύχει να είμαστε παρόντες δεν είχαμε την παραμικρή αμφιβολία ότι παρακολουθούσαμε μία ξεχωριστή, προικισμένη δημιουργό, ένα συμπέρασμα το οποίο δεν μας επέβαλε η Barnett, δεν το εκβίαζε, αλλά αντίθετα, προέκυπτε απολύτως αβίαστα, σχεδόν φυσιολογικά. Απλούστατα, αυτή την στιγμή δεν υπάρχει οτιδήποτε αντίστοιχο με αυτήν.
Ό,τι ακούσαμε, με ιδιαίτερη έμφαση στο φοβερό Pedestrian At Best που ξεσήκωσε αναμενόμενα το κοινό, το υπέροχο Are You Looking After Yourself, το Depreston (πόσο όμορφο κομμάτι, πόσο όμορφοι στίχοι!), το Crippling Self Doubt And A General Lack Of Confidence, αλλά και το ακατέργαστο, άγριο I’m Not Your Mother, I’m Not Your Bitch, η χαμογελαστή Courtney μας καθήλωσε και εν τέλει μας μετέδωσε το χαμόγελό της. Παράλληλα, μας απέδειξε ότι καθόλου τυχαία εμφανίζεται ως μέλος ενός τρίο, αναλαμβάνοντας την κιθάρα και δεν προσλαμβάνει έξτρα μουσικό για αυτό, διότι οι επιδόσεις της στο «σπορ» είναι παραπάνω από ικανοποιητικές. Όσο για τον ήχο, ήταν άψογος, ό,τι ακριβώς έπρεπε για να μπορέσουμε να απολαύσουμε όσα η Barnett μας προσέφερε.
Δεν πιστεύω ότι υπήρξε έστω ένας θεατής ο οποίος να ένιωσε την (γνωστή, ακαταμάχητη σχεδόν για το εναλλακτικό ιδίως κοινό) ανάγκη να «εξυπνακίσει» (συγχωρείστε μου τον άκομψο νεολογισμό), λέγοντας το κλασικό «εντάξει, καλούτσικη ήταν αλλά δεν είναι τίποτα το τρομερό». Βλέπετε η Courtney Barnett είναι «κάτι το τρομερό». Είναι απόλυτα ξεχωριστή και όσοι την είδαμε τώρα, στο ανέβασμα της καριέρας της, στην καλύτερη δηλαδή δυνατή στιγμή, σταθήκαμε πάρα πολύ τυχεροί. Εύχομαι φυσικά να την ξαναδούμε στα μέρη μας. Η ικανοποιητική προσέλευση αλλά και η ειλικρινής αποδοχή του κοινού με αφήνει αισιόδοξο ως προς αυτό.
Κείμενο: Παναγιώτης Γαβρίλης - Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος
Φωτογραφίες: Shanti Θωμαΐδη