Να ‘μαστε και πάλι! Κάθε συναυλία των Wire, ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια, είναι ένα γεγονός. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας και ακόμα πιο πολύ για όσους από εμάς υποστήριζαν από τις μέρες του A Bell is a Cup... ότι οι Λονδρέζοι φίλοι μας δεν είναι (μόνο) μια punk ή μια post-punk μπάντα, αλλά καθαρόαιμη art, χωρίς περαιτέρω πρσδιορισμούς.
Το πάντα φιλόξενο και πολύ δροσερό Temple το βράδυ εκείνο της Πέμπτης υποδέχτηκε τρία συνολικά συγκροτήματα, που ανήκουν σε διαφορετικούς χώρους. Και, για να λέμε την αλήθεια, δε φάνηκαν να είναι πολλοί οι ξαφνιασμένοι.
Η αρχή έγινε στις 21.35’ με τους Rita Mosss, δηλαδή το συγκρότημα των Κώστα Καγκελάρη και Δημήτρη Τσαμπουνάρη, συνοδευόμενο από δύο ακόμα αεικίνητους μουσικούς (τον Γιάννη από τους Afformance/Ghone και τον Μιχάλη από τους Friend Of Gods). Το γνωστό στους Αθηναϊκούς μουσικούς κύκλους σχήμα, που πήρε το όνομά του από τη φίρμα γυναικείων εσωρούχων της μητέρας του Τσαμπουνάρη, με ένα επιπλέον “s” προς αποφυγή της σύγχυσης με την Αμερικανίδα τραγουδίστρια Rita Moss, πρόσφερε για μισή ακριβώς ώρα απνευστί τα τραγούδια του. Εδώ και μερικά χρόνια, μάλιστα, η μουσική τους δεν είναι και η ιδανικότερη για να την προτείνεις στην πεθερά σου που βασανίζεται από αϋπνία, αλλά ούτε και για να ακούγεται ως υπόβαθρο στο πρώτο σου ραντεβού (ή μήπως όχι;). Όπως καταλάβατε, όσοι δε γνωρίζετε ήδη, το noise rock είχε την τιμητική του, αν και ορθότερο θα ήταν στην προκειμένη περίπτωση να το χαρακτηρίσουμε ως noise punk, με industrial και hardcore τάσεις, αλλά και ροπή προς τον αυτοσχεδιασμό.
Η μουσική τους, που είναι δομημένη πάνω στα τύμπανα του Τσαμπουνάρη, ξεκίνησε πολύ δυνατά και μόνο όταν η ώρα πήγε 21.54’ απέκτησε -πρόσκαιρα- λίγο ρυθμό. Καλύτερη στιγμή τους, κατά τη γνώμη μου, ήταν το Death, που θα μπορούσα να το πω και ως Husker Du on acid.
Στις 22.17’ ανέβηκε στη σκηνή το ντουέτο των Hand & Leg, με τον Στέλιο Παπαγρηγορίου να παίζει μτραμς και την Ηρώ Σοφουλάκη μπάσο. Η μουσική τους, αν και σαφώς στα όρια της indie rock, δεν είναι εύκολο να καταταγεί σε κάποια κατηγορία, για λόγους που σχετίζονται κυρίως με την παραμόρφωση που κατά κόρον χρησιμοποιούν. Και οι δυο τους μετείχαν στα φωνητικά, ερμηνεύοντας πότε αργόσυρτα και πότε ρυθμικά τραγούδια. Ο Παπαγρηγορίου επιμελούνταν και τα μέρη των synths, που συνέβαλαν αρκετά στο τελικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι μόνη η ύπαρξη μπάσου και τυμπάνων προϋποθέτει τεράστια γνώση και μαεστρία για να αποδώσει σε υψηλό επίπεδο. Στο δε άκουσμα της τελευταίας νότας στις 22.55’ η Σοφουλάκη, ως νέος Pete Townsend, πέταξε το μπάσο της στο δάπεδο.
Αφού διευθετήθηκαν τα πράγματα πάνω στη σκηνή κι ενώ η ώρα ήταν 23.20’, είχε μόλις φτάσει η στιγμή των Wire. Για την ελιτίστικη αυτή μπάντα, ουσιαστικά δεν υπάρχουν νέα που μπορούν να μας εκπλήξουν. Τη γνωρίζουμε από πολύ παλιά και την εκτιμάμε δεόντως. Θα ήθελα όμως να πω δυο λόγια για το νεότερο μέλος της, τον Matthew Simms, ο οποίος έλαβε μέρος για πρώτη φορά σε αυτήν το 2011, δηλαδή τριάντα πέντε χρόνια μετά την ίδρυσή της! Λοιπόν, μόνο καλά μπορεί κάποιος να πει για τον Simms, ο οποίος κρατούσε τα «μπόσικα», επενέβαινε στα απρόβλεπτα και πολύ διακριτικά και αθόρυβα συντόνιζε τους Colin Newman, Graham Lewis και Robert Grey, όταν εκέινοι παρασύρονταν.
Πριν μιλήσω για τα τραγούδια που επέλεξαν να παρουσιάσουν, θα ήθελα να εκφράσω την απορία και τη λύπη μου, που, για μια ακόμα φορά, δεν έπαιξαν το λατρεμένο Kidney Bingos, αλλά προτίμησαν να ξεκινήσουν με το δεύτερο καλύτερο δυνατό τρόπο, δηλαδή με το Be Like Them. Και για να τελειώσω την αναφορά μου στο A Bell is a Cup, σίγουρα θα ήθελα να ακούσω κάτι περισσότερο από το πολύ καλό και δυνατότερo απο το πρωτότυπο εκτελεσμένο Boiling Boy, με το οποίο άνοιξαν τα encore.
Το αρκετά εκδηλωτικό κοινό σίγουρα δεν άφησε τους Wire παραπονεμένους. Τα τραγούδια όμως που χειροκρότησε θερμότερα ήταν φυσικά το κορυφαίο Ahead, αλλά και τα Two People in a Room, Art of Persistence, Over Theirs, Red Barked Trees και ένα ακόμα, το τελευταίο της βραδιάς, που θα σας πω όταν έρθει η ώρα του.
Επίσης, έπαιξαν τα Three Girl Rhumba, Underwater Experiences, Advantage in Height, 360°, Playing Harp, Blessed State και το τρομερό Small Black Reptile. Το δε εκπληκτικό και ανάγλυφο των ευφορικών συνθέσεων του παρελθόντος Short Elevated Period ακούσαμε σε μια πιο rock εκδοχή, που το έκανε ακόμα καλύτερο!
Το κύριο μέρος της βραδιάς έκλεισε με το πομπώδες, αργόσυρτο και ψυχεδελικό Hung στις 00.26’. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Wire ξαναβγήκαν μετά από τρία λεπτά για να παίξουν τρία ακόμα τραγούδια, κλείνοντας οριστικά το σετ, παρά τις συνεχιζόμενες επευφημίες του κοινού, με το καθαρόαιμο punk 1 2 XU.
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής