Η πιο καλοκαιρινή μέρα του φετινού Release Athens Festival έτυχε (ή πέτυχε) να είναι η πρώτη. Οι reggae ήχοι είχαν την τιμητική τους, με νέα ονόματα, κλασικές και υπερεπιτυχημένες μπάντες, αλλά και μία όσο το δυνατόν πιο συγγενή προσωπικότητα στον πιο αγαπημένο και παγκοσμίως αναγνωρίσιμο καλλιτέχνη αυτής της μουσικής. Παράλληλα, θα ήταν και ένα δοκιμαστικό (crash-test το λένε) για την πολύ φιλόδοξη φέτος διοργάνωση ώστε να διαχειριστεί στις επόμενες όποια τυχόν ζητήματα προκύψουν (spoiler: όλα πήγαν άψογα και σε αυτόν τον τομέα).
Βεβαίως το εργάσιμο της ημέρας μας, αλλά και τα προβλήματα στη μετακίνησή μας εξαιτίας των οδικών έργων που ακόμη γίνονται στην περιοχή - που εννοείται δεν αποτελούν ευθύνη της διοργάνωσης - απέτρεψε από το να βρίσκομαι στην ώρα μου για το DJ set του Γιώργου Σπηλιόπουλου (Junior SP), ενώ και το live set των Gobey & P-Gial (από το εξωτικό Αίγιο, παρακαλώ) το παρακολούθησα αποσπασματικά και εκ του μακρόθεν, καθώς μια σημαντική ατυχία στο φωτογραφικό κομμάτι έπρεπε να λυθεί άμεσα. Οπότε μέσα στα άλλα χάθηκαν και οι εικόνες του μακριού ράστα μαλλιού του frontman Gobey. Συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές… Το κοινό πάντως προτίμησε στην πλειοψηφία του να πιάσει μία σκιά και να αποφύγει τον καυτό ακόμη ήλιο, από το να βρεθεί μπροστά στην σκηνή και να απολαύσει ένα άκρως καλοκαιρινό σετ. Άλλωστε η έτσι κι αλλιώς χαλαρή (λόγω του συγκεκριμένου ήχου) ημέρα είχε ακόμη δρόμο μπροστά της.
Η Hollie Cook εγκαινίασε την σκηνή του Release από πλευράς των ξένων ονομάτων - και τι εμφάνιση ήταν αυτή! Η κόρη του Paul Cook (ντράμερ και ιδρυτικό μέλος των Sex Pistols!) δεν ακολούθησε τον punk δρόμο του πατέρα της, αλλά η ευδιάθετη reggae της πάει πολύ και σε “επικίνδυνο” βαθμό. Στην πρώτη της εμφάνιση επί ελληνικού εδάφους, άφησε άριστες εντυπώσεις σε όλους με το σκέρτσο της, το funky attitude, την πολύχρωμη και χαμογελαστή περσόνα της, αλλά κυρίως με τη διάθεση των κομματιών της, που έκανε γκελ ακόμη και σε άτομα που βρέθηκαν εκεί για να καλύψουν το event χωρίς απαραίτητα να είναι οπαδοί του συγκεκριμένου ύφους (*γκούχου* συγχωρέστε μου τον ξερόβηχα). Αλλοτε dub, reggae αλλά και με pop προεκτάσεις η μουσική της, ευτυχεί να υποστηρίζεται από μία ιδιαίτερα στιβαρή μπάντα, απαραίτητη προϋπόθεση για να αποδοθεί σωστά ο συγκεκριμένος ήχος. Μέχρι και (πρακτικά) encore έκανε το κορίτσι μας, μετά από σχεδόν μία ώρα μουσικής. Δυνατή! Το κοινό χόρευε συνεχώς αλλά μάλλον αποστασιοποιημένα αντιμετωπισε την συμπαθέστατη Cook, η οποία κατέβαλλε προσπάθειες διαδραστικότητας μαζί του. Αποτελεί ξεκάθαρο ταλέντο και δεν θα θέλαμε να αργήσουμε να την ξαναδούμε σε σκηνή της χώρας μας.
Ο ήλιος είχε ήδη πέσει, προσφέροντάς μας ένα ακόμη πανέμορφο ηλιοβασίλεμα χαρακτηριστικό της Πλατείας Νερού, όταν ανέβηκαν στην σκηνή οι Third World. Πρόκειται περί κλασικής μπάντας της reggae, με πάνω από 40 χρόνια ιστορίας, που γνώρισε μεγάλες δόξες και εμπορική επιτυχία στην εποχή της και τόλμησε, αν θέλετε, να μεταλλάξει τον κλασικό ήχο του ιδιώματος, μπολιάζοντας στις φόρμες του - ή και ανάποδα! - jazz, pop και disco ήχους. Αναφέρω απλώς ότι έχει στο ενεργητικό της και πλήθος υποψηφιοτήτων Grammy, που, χωρίς να σημαίνει απολύτως τίποτα πρακτικά, δείχνει τη δυναμική που είχαν στην εποχή της ακμής τους. Ξεκινώντας με το καλημέρα με το Now We Found Love, ένα από τα μεγαλύτερα hits τους (αν και διασκευή). Ο νέος τραγουδιστής AJ Brown απεδείχθη ικανός διάδοχος της κλασικής φωνής τους, του αείμνηστου Bunny Rugs, αποδίδοντας εξαιρετικά τα κομμάτια με το πρόσθετο μπόνους της δυναμικής σκηνικής παρουσίας, ίσως πιο δυναμικής θα έλεγα από ό,τι περιμέναμε.
Εφόσον πρόκειται για μπάντα που συνδυάζει διάφορα στοιχεία στον ήχο της, τα περισσότερα κομμάτια ξέφευγαν από το αυστηρό ρέγγε πλαίσιο και επεκτείνονταν μέχρι και σε οργανικά soli (!). Κορυφές της εμφάνισής τους τα κλασικά 1865 (96 Degrees in the Shade) και Mr Reggae Ambassador, που ξεσήκωσαν το κοινό ως πιο αμιγώς ρέγγε κομμάτια, όπως και - εννοείται - το Try Jah Love, ένα μεγάλο crossover hit της εποχής του (μιλάμε για το 1982!) όπου δεν πρέπει να έμεινε κανείς ακίνητος ή ασυγκίνητος. Ως ομορφότερη όμως στιγμή θα πρέπει να ξεχωρίσουμε την instrumental διασκευή στο Redemption Song του πατρός Marley, όπου ο κιθαρίστας Cat Coore, μοναδικό εναπομείναν αρχικό μέλος μαζί με τον μπασίστα Richard Daley, άφησε την κιθάρα και έπιασε το βιολοντσέλο, με το κοινό να τραγουδάει τους στίχους. Μεστή αν μη τι άλλο η εμφάνιση των Third World, χωρίς να καταφέρουν να εντυπωσιάσουν ιδιαίτερα, και εδώ που τα λέμε, δεν χρειαζόταν κιόλας. Το χαλαρό κλίμα ήταν ο μεγάλος πρωταγωνιστής της βραδιάς.
Είναι αλήθεια ότι πολύς ήταν ο κόσμος που πραγματικά αδημονούσε να δει τον Damian Marley στην πρώτη του εμφάνιση στην Ελλάδα. Ο νεότερος γιος του Bob είναι μάλλον και ο γνωστότερος και ο πιο επιτυχημένος, μαζί με τον πρεσβύτερο (από τα αγόρια) Ziggy Marley. Εμφανίστηκε στην σκηνή μετά από εισαγωγή από την τεράστια μορφή που ακούει στο όνομα Sky High The Mau Mau (όπως το ακούτε). Ο κονφερασιέ του Marley με τα ράστα μαλλιά και μούσια και το εκκεντρικό ντύσιμο στα χρώματα της Αιθιοπικής Σημαίας (που έχει διαχρονικά οικειοποιηθεί η ρέγγε) είχε ακριβώς αυτόν τον ρόλο: της παρουσίασης και της αποφώνησης του headliner. Η οποία πρώτη εμφάνιση, όπως καταλαβαίνετε, συνοδεύτηκε από ιαχές και αλαλαγμούς (ναι) από το κοινό που ήταν καθ’ όλα έτοιμο να παραδοθεί στους ρυθμούς της μπάντας του. Όλα επάνω στην σκηνή μύριζαν (διόλου τυχαία η λέξη) reggae. Τα rasta μαλλιά του Marley που οριακά ακουμπούσαν το πάτωμα (και τα οποία αναγκαζόταν ενίοτε να συγκρατεί λίγο πιο ψηλά για να μην τα πατήσει!), το γυναικείο φωνητικό δίδυμο, οι προσωπογραφίες του Αιθίοπα αυτοκράτορα Haile Selasie ως κατεξοχήν προσωποποίηση του ρασταφαριανισμού, o ήρωας που είχε ως μοναδική εργασία να ανεμίζει τη σημαία της Αιθιοπίας (φυσικά στην επί Σελασιέ μορφή της) στην σκηνή για όσο διαρκούσε η συναυλία, οι πολύχρωμες εικόνες, στα όρια του κιτς αλλά εντος κλίματος, που εμφανίζονταν συνεχώς στη γιγαντοοθόνη… όλα πιστά στο πνεύμα του μουσικού ύφους εκείνης της βραδιάς.
Παρότι το σετ στηρίχτηκε κατα πολύ στο πιο πρόσφατο άλμπουμ του Damian (Stony Hill, 2017), το κοινό δεν πτοήθηκε δευτερόλεπτο και ήταν παραδομένο εξ ολοκλήρου στον χορό. Ή και σε άλλες σχετικές ασχολίες… Στο Medication ο Marley απευθύνθηκε στο κοινό, τονίζοντας τα θετικά της μαριχουάνας (για ιατρικούς σκοπούς κτλ.) και αποσπώντας θετική απόκριση (οκ!). Η ροή του σετλίστ ήταν συνεχής και σπάνια διακοπτόταν, το οποίο σήμαινε ακόμη περισσότερο χορό. Πιθανολογώ βέβαια πως οι περισσότεροι περίμεναν να ακούσουν και κομμάτια του πατρός, κάτι το οποίο συνέβη σε περιορισμένες δόσεις προς το τέλος της συναυλίας. Κάπου κόλλησε το Exodus, το Could You Be Loved που γνωρίζουν και οι βάρκες της παρακείμενης μαρίνας (εδώ που τα λέμε, εκείνες κι αν θά ‘πρεπε να το γνωρίζουν...) έφερε αναστάτωση και ομαδικό sing-along, όπως και το Is This Love, που αφιερώθηκε πολλάκις σε παρόντα και απόντα αγαπάκια. Μετά από ένα συγκινητικό Road To Zion, η συναυλία έκλεισε μεγαλειωδώς με το Welcome To Jamrock, την αδιαφιλονίκητα μεγαλύτερη επιτυχία του Damian Marley, άμεσα αναγνωρίσιμο από όλους αφού χρησιμοποιεί ως βάση το υπερκλασικό World A Music του Ini Kamoze. Και κάπως έτσι, με απόλυτη επιτυχία και μπροστά σε 10 χιλιάδες και πλέον κόσμου, μας άφησε και η πρώτη ημέρα του Release Athens Festival, το οποίο θα συνεχιζόταν την επόμενη σε πιο rock κλίμα.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής