Αδιευκρίνιστοι παραμένουν οι λόγοι για τους οποίους το νεο-prog metal έχει αποκτήσει τόση δημοφιλία στο ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια. Δεν θα προσπαθήσουμε καν να αναλύσουμε το φαινόμενο σε αυτές τις γραμμές, τουναντίον θα καταγράψουμε το πολύ υψηλό επίπεδο των Ελλήνων εκπροσώπων του (αρκετά χαλαρού νοηματικά) ύφους (Mother Of Millions, Need, Poem κτλ.) και το έρεισμά τους στο σχετικό κοινό. Όσον αφορά τα εκτός χώρας σχήματα, ενδεικτικά θα μιλήσουμε για την μεγάλη επιτυχία που σημειώνουν οι Leprous, Steven Wilson, Riverside (σημείωση-παράκληση: φέρτε τους ξανά τώρα για σίγουρο sold-out!) και Soen, που αποτελούν και το κυρίως θέμα αυτού του κειμένου. Ειδικά τα δύο πρόσφατα άλμπουμ των τελευταίων (τα οποία, διόλου τυχαία, φέρουν πιο προσωπικό στίγμα από τα προηγούμενα) ανέβασαν πολύ τις μετοχές τους στα μέρη μας, με αποτέλεσμα, στην πρώτη τους μετάκληση στην Ελλάδα, να έχουμε τη δυνατότητα να τους δούμε σε μεγάλους χώρους με τεχνικά προσόντα, όπως το Gagarin 205 της Αθήνας και το Principal Club Theater της Θεσσαλονίκης.
Οι Ιταλοί The Price μπορεί να έχουν το πιο generic (ή ακόμη και άκυρο) όνομα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Ίσως φέρνουν στο νου συγκεκριμένο κομμάτι των Twisted Sister. Όμως η μουσική τους προσπαθεί για την ιδιαιτερότητά της. Prog τεχνική με pop/rock νοοτροπία αποτελεί τη βάση των συνθέσεών τους, κάτι που οι μουσικοί που έχει συγκεντρώσει ο κιθαρίστας και κεντρική μορφή του σχήματος, Marco Barusso, υποστήριξαν επιτυχημένα στην σύντομη παρουσία τους στην σκηνή του Gagarin 205. Τα τραγούδια τους είναι ευχάριστα και ευκολοάκουστα και σίγουρα το λιγοστό ακόμη κοινό που είχε βρεθεί στο χώρο δεν θα πέρασε και άσχημα. Πρέπει να παρατηρήσουμε πάντως πως κατά τη διάρκεια του σετ τους, γίναμε μάρτυρες ενός, ουσιαστικού για να λέμε την αλήθεια, drum solo, που απαντάται σπάνια πλέον στα live νεότερων συγκροτημάτων (ευτυχώς, αν με ρωτάτε).
Το κοινό άρχισε να συγκεντρώνεται στην αρένα και τον εξώστη του Gagarin όταν ξεκίνησαν οι Φινλανδοί Wheel. Δεν θα έπρεπε να συγχέονται με τους ομώνυμους Γερμανούς doom-άδες, αν και οι ρόμπες μοναχών με τις οποίες βγήκαν στην σκηνή παρέπεμπαν σε doom μπάντα ή, κυρίως, στις stage και promo εμφανίσεις των Sunn 0))). Η μουσική τους, βεβαίως, ουδεμία σχέση είχε με σκοτεινό metal - εκτός αν κατηγοριοποιήσουμε εκεί τους Tool, τους οποίους θύμιζαν σε υπερβολικό βαθμό σε δομή κομματιών, οργανικές και φωνητικές φράσεις! Δεν μπορώ να γνωρίζω πόσοι απωθήθηκαν από τις εξώφθαλμες ομοιότητες με την επιτέλους επίκαιρη τετράδα, όμως η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού όχι απλά δεν ενοχλήθηκε, αλλά αποθέωνε δεόντως μετά από κάθε μακροσκελές κομμάτι τους. Και δεν υπήρχε λόγος να μην το κάνει. Οι τέσσερις Φινλανδοί αποδείχθηκαν εξαίρετοι εκτελεστές και φρόντισαν, πέρα από το θέαμα με τις ενδυμασίες, να έχουν υποδειγματικά καθαρό και διαχωρισμένο ήχο. Γιατί να είμαστε ΟΚ με το να αντιγράφονται π.χ. οι Black Sabbath και να μην είμαστε καθόλου ΟΚ όταν η κυρίως παρέα του Maynard James Keenan χρησιμοποιείται για ξεπατηκωσούρα; Οι απαντήσεις ξεφεύγουν από τους σκοπούς του παρόντος κειμένου. Θα τους κρατήσουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας και θα περιμένουμε να αποκτήσουν, ελπίζουμε αναπόφευκτα, πιο προσωπικό στυλ.
Όπως γράψαμε και παραπάνω, την ξεχωριστή και αναγνωρίσιμη προσωπικότητα την πέτυχαν οι Soen στα δύο τελευταία άλμπουμ τους. Βελτίωσαν παράλληλα την τραγουδοποιία τους σε κάτι που ταίριαζε περισσότερο στη νοοτροπία τους - παρότι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως π.χ. ο Martin Lopez θα έμπαινε στον πειρασμό να προβεί σε εντυπωσιακά drum soli και “γυμναστικές επιδείξεις” μέσα στα κομμάτια. Όμως ο πιο prog rock προσανατολισμός, με την σύγχρονη έννοια του όρου, που δίνει έμφαση στα τραγούδια και όχι στην τεχνική, αλλά και (για να τα λέμε όλα) κάποιες δυνατές μπαλάντες, έφεραν την επιτυχία, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην προσέλευση στις συναυλίες της τελευταίας περιοδείας τους. Και δεν θα προκαλούσε έκπληξη σε κανέναν από όσους δεν είχαν μελετήσει τα setlist από προηγούμενες συναυλίες αν κατά βάση εκτελούσαν υλικό μέσα από τα δύο τελευταία άλμπουμ (βλέπετε πάλι τον πρόλογο αυτού του κειμένου). Στην Αθήνα, λοιπόν, το Gagarin ήταν ιδανικά γεμάτο, δηλαδή όχι σε σημείο ασφυξίας, και η προσμονή ήταν μεγάλη, όπως εκδηλώθηκε με φωνές και χειροκροτήματα με το που έσβησαν τα φώτα για να ανέβουν στην σκηνή τα μέλη των Soen. Το εναρκτήριο Covenant είναι ένα από τα πιο διακεκριμένα κομμάτια μέσα από το Lotus και αναδείχτηκε στη ζωντανή του εκτέλεση. Αμέσως φάνηκαν τα κύρια γνωρίσματα που θα συνόδευαν την εμφάνιση των Σουηδών στα 90 περίπου λεπτά που θα ακολουθούσαν, απόρροια κατά βάση του επαγγελματισμού με τον οποίον ήθελαν να την αντιμετωπίσουν. Με δικό τους φωτιστικό εξοπλισμό, πολλές φορές εντυπωσίασαν με το light design για κάθε κομμάτι ξεχωριστά, έστω κι α δυσκόλεψαν κάπως τους φωτογράφους. Το προσωπικό τους δεν περιοριζόταν στους διάφορους roadies, αλλά είχαν δικά του άτομα για τον έλεγχο του φωτισμού, αλλά και του ήχου. Αποτέλεσμα αυτού, ήχος που πλησίαζε τις καλύτερες στιγμές που έχει ζήσει το Gagarin (προσωπικά βάζω ως απόλυτη κορυφή τον αδιανόητα καθαρό ήχο των Riverside στον ίδιο χώρο το 2012).
Οπωσδήποτε πρέπει να σταθούμε στην απόδοση του τραγουδιστή Joel Ekelöf. Η περίπτωσή του τραβάει την προσοχή και στους δίσκους με την μεστή ερμηνεία των κομματιών των Soen, όμως στο live διαπιστώσαμε πως μπορεί να κάνει ακριβώς το ίδιο χωρίς να μπορείς να εντοπίσεις ούτε ένα ψεγάδι. Η βελούδινη φωνή του δεν κόμπιασε σε κανένα σημείο, τόσο που σε άλλες εποχές θα λέγαμε πως είχε υποκύψει στον πειρασμό του playback… πραγματικά εντυπωσιακός! Ακόμη και στα σημεία με ιδιαίτερες απαιτήσεις, όπως η κόντρα-ρόλος κραυγή του στο Martyrs, δεν έδειχνε να ιδρώνει ερμηνευτικά ο συμπαθής Joel, ο οποίος κρατούσε επαφή με το κοινό, έστω με το ελαφρώς αμήχανο στυλ του, προκαλώντας το σε sing-along όποτε χρειαζόταν. Το κοινό ανταποκρινόταν πάντα ξεκάθαρα προετοιμασμένο, όπως λόγου χάρη στο κλείσιμο του πανέμορφου Jinn (από το Lykaia) με τον ανατολίτικο κρουστό ρυθμό που του προσέδωσε προσωρινά ο Lopez, με την ησυχία του στα λιγότερο θορυβώδη σημεία του Martyrs και το τραγούδι σε ολόκληρο σχεδόν το Lotus, συνεισφέροντας έτσι το δικό του κομμάτι στην επιτυχία της συναυλίας.
“Κανείς βεβαίως δεν υστέρησε από την υπόλοιπη μπάντα”... αυτό θα γράφαμε σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όμως την Πέμπτη είχαμε μπροστά μας πέντε μουσικούς με σπάνια συνοχή και εκτελεστική αρτιότητα, που επιπρόσθετα διασκέδαζαν και απολάμβαναν τον χρόνο τους επάνω στην σκηνή. Όσοι είχαν βρεθεί στις συναυλίες των Riverside και του Devin Townsend, για να μείνουμε χοντρικά στο ίδιο ύφος, θα έχουν την ίδια υποδειγματική ανάμνηση και από τη συναυλία των Soen. Πολύ όμορφα και χωρίς φανφάρες τα soli του κιθαρίστα Cody Ford, που ενίοτε έβγαινε μπροστά και αποσπούσε το χειροκρότημα, ήρεμη δύναμη ο μπασίστας Stefan Stenberg με τον εντυπωσιακό ήχο, αλλά μεταξύ ίσων προσωπικά θα ξεχώριζα το πολυεργαλείο Lars Åhlund, ο οποίος αν τη μία στιγμή κάλυπτε τα μετόπισθεν στα πλήκτρα κάνοντας και δεύτερα φωνητικά, την αμέσως επόμενη εφορμούσε μαζί με την κιθάρα του στην εμπροσθοφυλακή. Για τον παλιό γνώριμο από τους Opeth, Martin Lopez, τα λόγια περιττεύουν, ειδικά εφόσον κατάφερε να τιθασεύσει την αναμφισβήτητη τεχνική του κατάρτιση στις υπηρεσίες των τραγουδιών, παραδίδοντας μαθήματα ουσιαστικού drumming και ζωντανά, όπου εύκολα μπορείς να παρασυρθείς από την στιγμή και να χτυπήσεις ένα παραπάνω ταμπούρο (και δύο…).
Τα δύο τελευταία άλμπουμ έλαβαν τη μερίδα του λέοντος στην κατάρτιση του setlist, εντελώς αναμενόμενα αλλά και δικαιολογημένα. Είναι τέτοια η εξέλιξη των Soen, που τα Tabula Rasa, Slithering και Savia από τα δύο πρώτα άλμπουμ ακούγονταν σαν να αποτελούν διασκευές σε άλλο συγκρότημα. Αλλά και το κοινό περισσότερο στα νεότερα κομμάτια αντέδρασε εντονότερα, όμως στο τέλος χειροκρότησε με περισσό ενθουσιασμό και αρκετοί, ημών συμπεριλαμβανομένων, εξέφραζαν θαυμασμό στους φίλους τους όσο έκαναν ανασκόπηση των προ ολίγου τεκταινομένων. Η λαϊκή ετυμηγορία ήταν ενδεικτική της αλήθειας που μας παρουσίασαν οι Σουηδοί: μία μουσική παράσταση που δύσκολα θα ξεχάσουμε και θα τοποθετήσουμε σε περίοπτη θέση στις λίστες απολογισμού του 2019, μαζί με το Lotus, το καθένα στην κατηγορία του.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής