Έχουμε 2014 και από τη χώρα μας πέρασαν ήδη, και μάλιστα με δύο εβδομάδες απόσταση, 2 από τους 3 κύριους εκπροσώπους του πάλαι ποτέ βρετανικού doom/death της δεκαετίας του ’90 – μόνο οι My Dying Bride έμειναν και παραμένουν οι πιο δυσθεώρητοι των τριών σε όλα τα επίπεδα. Από την τριάδα Anathema/Paradise Lost/My Dying Bride όμως, μόνο οι δεύτεροι γνώρισαν ουσιαστικά την μεγάλη εμπορική επιτυχία και την διεθνή αναγνώριση, όταν το βίντεο κλιπ του As I Die έπαιζε σε heavy rotation στο MTV και ο τότε τύπος μιλούσε για τους «Metallica της Ευρώπης». Τακτικοί συναυλιακοί επισκέπτες της Ελλάδας από την εποχή του Shades Of God, παραμένουν ακόμη αγαπητοί στο ελληνικό κοινό και αυτό έγινε και με το παραπάνω αντιληπτό στο Stage Volume 1: όχι μόνο η «σύνθεση» του κοινού εμφανίστηκε ανανεωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια με μικρότερες ηλικίες, αλλά και ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος ως έξω στον προθάλαμο (για τον γεμάτο προθάλαμο ευθυνόταν και οι υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούσαν μέσα στον καθεαυτό συναυλιακό χώρο, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει προς το καλύτερο η ανοιχτή οροφή). Ίσως να χρειαζόταν να κοπούν λιγότερα εισιτήρια, ίσως η συναυλία να έπρεπε να μεταφερθεί σε μεγαλύτερο χώρο, ώστε να περιορίζονταν τα παράπονα των παρευρισκομένων.
Για όσους τυχόν δεν γνωρίζουν τους Αθηναίους Potergeist, παίζουν ένα μίγμα heavy rock, southern και sludge (είδη που κατά συνθήκη τέμνονται συχνότερα από όσο διαχωρίζονται), με τάσεις διαφοροποίησης από τους ομόσταβλούς τους. Μέσα στην περυσινή σεζόν είχαμε αρκετές ευκαιρίες να τους συναντήσουμε σε κάποιο live, είτε σε θέση headliner είτε ως support σε ξένα γκρουπ (π.χ. Kylesa). Η εμφάνιση του Σαββάτου ήταν η καλύτερη που τους έχω πετύχει προσωπικά, όχι μόνο φέτος. Οι μεγάλες σκηνές φαίνεται να τους ταιριάζουν, αρχικά λόγω του αεικίνητου frontman (του οποίου η όλη παρουσία – φωνή συν κίνηση – δύσκολα θα σταματήσει να μου φέρνει στο μυαλό μία ανίερη πρόσμιξη Phil Anselmo και Μιχάλη Κουινέλη) και ακολούθως διότι σε μία μεγάλη σκηνή μπορεί να «απλωθεί» (και εκτός εισαγωγικών) και να απελευθερωθεί η υπόλοιπη μπάντα. Ταιριαστούς με τους headliners της βραδιάς δεν θα τους λέγαμε, ούτε στα πιο ατμοσφαιρικά τους, αλλά τα 40 λεπτά που βρίσκονταν στην σκηνή λίγοι πρέπει να ασχολήθηκαν με το ποια μπάντα θα μπορούσε να παίξει αντί αυτών. Κι αυτό διότι οι Potergeist, με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο, τον αέρα της καθιέρωσης (μιας και οι δουλειές τους άνοιξαν, από ό,τι μάθαμε) και μία νοοτροπία «παίζουμε για να γουστάρουμε αλλά και για να μας μάθετε όσοι δεν μας γνωρίζετε», απεδείχθησαν ικανοί να τραβήξουν το κοινό με το μέρος τους. Και πώς να μην γίνει αυτό, όταν ένα συγκρότημα διαθέτει αξιοζήλευτο δέσιμο, σωστούς και επαγγελματικά (με την καλή έννοια – διότι ο καλώς εννοούμενος επαγγελματισμός βγάζει μάτι, όπως και ο κακώς εννοούμενος) στημένους μουσικούς και στιβαρά κιθαριστικά riffs. Με επιλογές από όλα τα άλμπουμ τους, καθώς και ένα φρέσκο κομμάτι, δύσκολα θα έβρισκαν καλύτερο κλείσιμο για τη δική τους βραδιά από το γκρουβάτο Southern Crown.
Κάπως έτσι ξεκίνησε το τελικό soundcheck για την εμφάνιση των Paradise Lost και έκλεισαν οι βαριές κουρτίνες για να μην αποκαλύπτονται πολλές λεπτομέρειες στο κοινό – αλλά και για να κάνουν εντυπωσιακή είσοδο οι headliners της βραδιάς μπροστά στους ήδη κάθιδρους θεατές υπό τους ήχους του Persephone των Dead Can Dance. Για ξεκίνημα, το Mortals Watch The Day του ’92 έγινε ιδιαίτερα καλοδεχούμενο από τους φανς του γκρουπ ως έκλαμψη από το μακρινό παρελθόν. Διαφάνηκε προσπάθεια από τον Nick Holmes να αναβιώσει μερικώς το κλίμα της εποχής του Shades Of God, επιχειρώντας να γρεζάρει τη φωνή του όπως τότε – ή όπως τώρα, μιας και στα τελευταία άλμπουμ οι Paradise Lost ενδύθηκαν και πάλι τον σκληρό τους μανδύα. Περιέργως, οι καλύτερές τους στιγμές στην συγκεκριμένη συναυλία προέρχονταν κυρίως από τα hits της περιόδου που πειραματίζονταν με τον ήχο τους (One Second, Host, Symbol Of Life – το εμβόλιμο Believe In Nothing θεωρείται πλέον μαύρο πρόβατο από την μπάντα), για να επιστρέψουν σε πιο ασφαλείς (πάντα σε σχέση με το παρελθόν τους και τους οπαδούς που μπαινόβγαιναν στις τάξεις της μπάντας με κάθε νέα κυκλοφορία) μουσικούς δρόμους. Έτσι, το So Much Is Lost που ακολούθησε, ήταν μεν εντελώς διαφορετικό σε ήχο, αλλά υποστηρίχτηκε καλύτερα από το συγκρότημα. Οι Paradise Lost φρόντισαν να μας παρουσιάσουν κάποια κομμάτια που εμφανίζονται λιγότερο τακτικά στα συναυλιακά standards τους, και αυτό πρέπει να καταχωρηθεί στα συν της συναυλίας. Ποιος, αλήθεια, από αυτούς που δεν είχαν κρυφοκοιτάξει το σκονάκι του ίντερνετ για τα setlist των πιο πρόσφατων συναυλιών, περίμενε να ακούσει τα Rememberance, Gothic και Rotting Misery (το τελευταίο από το ντεμπούτο τους, που κάποτε οι ίδιοι είχαν αποκηρύξει) στο ίδιο live; Πάντως για τον γράφοντα, φαντάζομαι και για πολλούς ακόμη φίλους του συγκροτήματος, το άκουσμα και μόνο της πιανιστικής εισαγωγής του Enchantment αποτέλεσε την σημαντικότερη στιγμή της συναυλίας.
Δεν αρκούσε όμως η παράθεση αγαπημένων τραγουδιών και εκπλήξεων για να σωθεί εκείνο το live από την κακή του μοίρα. Ο ήχος, πολύ μπερδεμένος στην αρχή, βελτιώθηκε ελαφρώς στην συνέχεια της συναυλίας, αλλά δεν έπιασε ποτέ τα ποιοτικά επίπεδα που έχουμε συνηθίσει στο Stage Volume 1. Όπως οι τακτικοί θαμώνες των συναυλιών των Lost γνωρίζουν, η έκβαση κάθε συναυλίας τους εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την διάθεση του frontman Nick Holmes: όταν έχει όρεξη να τραγουδήσει σωστά και να μπολιάσει τις ομιλίες του με φλεγματικές ατάκες βρετανικού τύπου, η συναυλία μπορεί να απογειωθεί – όταν όμως δεν εμφανίζεται ορεξάτος, υπάρχει πρόβλημα. Το Σάββατο είναι σίγουρο πως δεν έδωσε πλήρως τον εαυτό του στο live. Ήταν μπλαζέ, έκανε αρκετά λάθη, ξεχνούσε κάποιους στίχους (βέβαια η αλλαγή «your talk is always… contraception» στο Say Just Words πέτυχε μια χαρά), οι ατάκες του ήταν περιορισμένες και έμοιαζε πολύ τυπικός στην σκηνή πράττοντας τα απολύτως απαραίτητα. Σε κάποια σημεία η μπάντα ακουγόταν αδικαιολόγητα ασύνδετη, σε σημείο που να χάνονται και να ξαναβρίσκονται μετά από λίγο – μόνο ο Greg Mackintosh με το καινούριο rasta κούρεμά του διασώθηκε. Και ο κλασικός πλέον δαίμων της διάρκειας: 9 τραγούδια στην κανονική ροή του σετ, 14 μέχρι το δεύτερο απρογραμμάτιστο (σύμφωνα τουλάχιστον με το χαρτί που είχαν μπροστά τους οι μουσικοί) encore με το The Last Time και 75 λεπτά συνολικής διάρκειας δεν αρκούν στους οπαδούς μίας ιστορικής μπάντας με εκτενή δισκογραφία. Οι συναυλίες δεν πρέπει να αποτιμώνται – απαραίτητα – με το μέτρο, αλλά κάποιος πρέπει να ρωτήσει και τον οπαδό που στερήθηκε τον επιούσιο άρτο για να δει και, καλώς εχόντων των πραγμάτων, να απολαύσει και να χορτάσει το αγαπημένο του συγκρότημα. Στα παραπάνω βάλτε ως γαρνιτούρα την έντονη ζέστη στον χώρο, και έχετε έτοιμο το σαββατιάτικο συναυλιακό γεύμα: με κάποιες γευστικές εκλάμψεις χάρη στην εμπειρία του σεφ, αλλά εξαιτίας των υλικών στυφό στο σύνολό του.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής