Το έχουμε ακούσει να το λένε σε ταινίες τρόμου: «Πρόσεξε τι εύχεσαι». Κάπως έτσι, έφτασε η πολυπόθητη στιγμή που κάποιοι κατά καιρούς ευχηθήκαμε. Δηλαδή, να σουρουπώσει επιτέλους εκείνη η βραδιά που θα παρακολουθήσουμε μια συναυλία χωρίς να περιστοιχιζόμαστε από τους τύπους που έρχονταν για να καπνίσουν βλέποντας ένα γκρουπ να παίζει, αντί, έστω, να βλέπουν το γκρουπ καπνίζοντας, ή αυτούς που διαρκώς μας έσπρωχναν μη μπορώντας να ελέγξουν τις κινήσεις τους. Και τώρα, με τις παρούσες συνθήκες να εκπληρώνουν από ανάγκη την ευχή μας, μετανιώνουμε που το ευχηθήκαμε.
Κι όμως, υπάρχει μια αχτίδα στο βάθος. Φυσικά και δεν είναι η ίδια αίσθηση με πριν το να παρακολουθείς διαδικτυακά μια συναυλία, αλλά… είναι ζωογονητικό. Κι είμαι σίγουρος ότι, αν τα συγκροτήματα αντιμετωπίσουν τα νέα δεδομένα με τη δέουσα σοβαρότητα, τα πράγματα θα είναι - τηρουμένων των αναλογιών - πολύ καλά. Μια τέτοια προσπάθεια ήταν και το As the Love Continues των Mogwai, που βγήκε στον αέρα για πρώτη φορά το βράδυ του Σαββάτου 13 Φεβρουαρίου, υποκαθιστώντας με τον κάλλιστο τρόπο τις συναυλίες τους που ακυρώθηκαν λόγω της πανδημίας.
Η αφιερωμένη στην Alanna «συναυλία» τους αυτή αποτελούνταν από δεκατρία επιμέρους φιλμάκια και είχε διάρκεια 1.25.18’’, συμπεριλαμβανομένου ενός μικρού βίντεο που αφορούσε την ηχογράφηση του ζωντανά ηχογραφημένου δίσκου τους, που κυκλοφορεί στις 19 του μηνός, για να συμπέσει ακριβώς με τα εικοστά πέμπτα γενέθλια από το πρώτο τους single Tuner/Lower. Οι κινηματογραφήσεις των ζωντανά εκτελεσμένων τραγουδιών έγιναν στο Tramway της Σκοτίας τον περασμένο Δεκέμβριο και το setlist περιλαμβάνει ατόφιο το ομότιτλο live τους, όπως και δύο παλιότερα τραγούδια.
Το χαμηλών τόνων εξαιρετικό αυτό συγκρότημα έχει ως σταθερά μέλη από το 1995 τον φρόντμαν Stuart Braithwaite και τους Dominic Aitchison και Martin Bulloch, ενώ ο Barry Burns ενσωματώθηκε τρία χρόνια αργότερα. Αυτοί, συν το απόλυτα ταιριαστό touring member Alex Mackay έπαιξαν για όλους εμάς το μεγαλειώδες και εμπλουτισμένο post-rock που τους χαρακτηρίζει εδώ και τόσα χρόνια, το ίδιο συναισθηματικά φορτισμένο και συχνά κυριολεκτικά αναγωγικό. Δεν ήταν καθόλου λίγες οι φορές που «χάθηκα» στη μαγεία της μουσικής τους κι όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο πολύ τους απολάμβανα, εγκλιματιζόμενος στα νέα δεδομένα. Ειλικρινά, δεν πίστευα από πριν ότι η όλη κατάσταση θα μπορούσε να λειτουργήσει τόσο καλά. Εδώ που τα λέμε όμως, με συγκροτήματα σαν τους Mogwai και συνθέσεις σαν τις δικές τους, δεν θα μπορούσε εξ ορισμού να είναι τόσο δύσκολο. Και τελικά, στην πράξη αποδείχτηκε πολύ εύκολο.
Η μπάντα βγήκε συνεπής στην εξαγγελθείσα ώρα της, ξεκινώντας με το To the Bin My Friend, Tonight We Vacate Earth. Όπως ήταν αναμενόμενο η εισαγωγή ήταν ήπια κατά τα συνηθισμένα στον post-rock μουσικό κόσμο της μπάντας και εξελίχθηκε προοδευτικά σε ένα δυναμικό έπος. Ως γνωστόν, το επίθετο «ατμοσφαιρική» δίπλα στη μουσική των Mogwai όσο αυτονόητο είναι, άλλο τόσο είναι και ατελές, για όποιον δεν την έχει ακούσει. Έτσι απόλυτα ατμοσφαιρικό ήταν και το Here We, Here We, Here We Go Forever, όπως και το Dry Fantasy, που άφησε να διαφανούν κάποιες διακριτικές επιρροές από τους New Order, πριν αυτοί αφήσουν άπλετο χώρο στο ρυθμό.
Το εκπληκτικό Ritchie Sacramento χαρακτηρίστηκε μεν από το πρόθεμα post, χωρίς όμως να ακολουθείται τόσο από το rock, όσο από το punk. Οι φαζαρισμένες κιθάρες κρατούν τον πρώτο και δυναμικότερο ρόλο, καθώς μέσα από τις νότες τους τα μέσα της δεκαετίας του ’80 βρίσκουν αβίαστα τη θέση τους στο σήμερα. Ο φωτισμός εναλλασσόταν από τραγούδι σε τραγούδι, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η κάμερα μιμούταν τις ψυχεδελικές εποχές της δεκαετίας του ’70. Το Drive the Nail με τις όμορφες shoegaze αναφορές, αποδείχτηκε από τα πιο ταξιδιάρικα τραγούδια της βραδιάς, εκείνα διώχνουν τη σκέψη σου και τη μεταφέρουν σε τοπία γαλήνια. Ένα όμως υπέρτερο αναγωγικό συναίσθημα μας επεφύλασσε το Fuck Off Money, που απογειώθηκε μέσα από κυριολεκτικά μαγικά πλήκτρα, κάτι που συνέβη και με το κινηματογραφικό Midnight Flit.
Κορυφαία επίσης στιγμή ήταν και το δυνατό Ceiling Granny με τις κιθάρες να αλληλοσυμπληρώνονται περίτεχνα, στο ίδιο μήκος κύματος με το Supposedly, We Were Nightmares, όπου ο δυναμισμός αυτή τη φορά είχε για όχημα κληρονομιά από τη δεκαετία του ’70. Σε «αντίθεση» με τα παραπάνω κινήθηκε το μινιμαλιστικό Pat Stains, που κορυφώθηκε όσο πλησίαζε το τέλος, πλάι στο υπερευαίσθητο It’s What I Want to Do, Mum. Για το τέλος η μπάντα μας επιφύλαξε δύο παλιότερα τραγούδια. Το ένα ήταν το γνωστό και κάθε άλλο παρά εξαιρετέο How to Be a Werewolf από το Hardcore Will Never Die, But You Will, ενώ εκείνο που έκλεισε με μοναδικό μεγαλείο τη βραδιά ήταν το Like Herod από το θρυλικό Mogwai Young Team. Μια σύνθεση με πλήκτρα βγαλμένα από τα '70s και κιθάρες όλο και πιο υποβλητικές μέσα στις ήπιες και θορυβώδεις εναλλαγές του. Πριν σβήσουν οι τελευταίες νότες είχε προηγήθηκε ένα υπέροχο jamming με ικανοποιητικές δόσεις από distortion και feedback, που απογείωσε το συναίσθημα και μας άφησε ανικανοποίητους μεν για το τέλος, αλλά με μια αίσθηση πληρότητας και γαλήνης, που οι παλιόφιλοι από τη Γλασκόβη ξέρουν να προσφέρουν απλόχερα.
Κείμενο / Screen caps: Τάκης Κρεμμυδιώτης