Μιας και αυτή η παρουσίαση ξεφεύγει κάπως από το σύνηθες πλαίσιο, παραθέτω κάποιες απλοποιημένες εισαγωγικές σκέψεις. Σε γενικές γραμμές, η μουσική παράγεται στην βάση της από ήχους τοποθετημένους σε μία αλληλουχία σύμφωνα με κάποιους κανόνες ή με την κατάλυση αυτών (διαλέξτε πλευρά). Ο μουσικός έχει το ελεύθερο να χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και τεχνικές προκειμένου να μεταφράσει σε ήχους το συναίσθημά του. Ιδανικά η μουσική, όπως οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο, μεταδίδει συναισθήματα προς ένα προσλαμβάνον κοινό που είναι πρόθυμο/διαθέσιμο να δεχθεί αυτό που ακούει και να το μετουσιώσει, ανάλογα με την διάθεση, το θυμικό ή τον συνδυασμό τους σε… κάτι, συναίσθημα ή ενέργεια, είτε αυτό λέγεται χαρά, ευχαρίστηση, “θέλω να χορέψω”, είτε θλίψη, “θέλω να πέσω στο πάτωμα”, είτε θυμός, “θέλω να παραμορφώσω την μούρη αυτού που έφτιαξε αυτό το έκτρωμα”, είτε δημιουργία, “αυτό που άκουσα με κάνει να θέλω να παίξω κι εγώ κιθάρα/με ενέπνευσε και θέλω να αποτυπώσω σε χαρτί αυτό που ένιωσα”. Το πώς αυτή η μουσική εμπειρία θα γίνει μέθεξη, είναι στο χέρι αμφότερων συμβαλλόμενων (μουσικού – κοινού).
Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, η αυθόρμητη ησυχία που επικράτησε αρκετά δευτερόλεπτα μετά το τέλος του σετ του Nokalypse, και συνεχίστηκε μετά το χειροκρότημα, δεν ήταν τυχαίο γεγονός. Το Six D.O.G.S. άνοιξε την συναυλιακή του περίοδο με ένα event που μοιραία θα απασχολούσε ελάχιστο κόσμο, αλλά το σίγουρο ήταν πως τυχόν περιστασιακοί ή buy-before-you-try ακροατές πρακτικά αποκλείονταν από την σύνθεση του κοινού (κακώς, αν θέλετε την γνώμη μου, διότι ένας εραστής της μουσικής οφείλει στον εαυτό του ενίοτε να ρίχνει το βλέμμα του, έστω λοξά, προς τις πειραματικές τάσεις - πώς πηγαίνεις μπροστά αν δεν εξερευνήσεις το καινούριο;). Ο Θεμιστοκλής Παντελόπουλος (ιδιοκτήτης της Triple Bath Records, που ειδικεύεται σε κυκλοφορίες πειραματικής μουσικής και είχε διοργανώσει ένα σχετικό τριήμερο φεστιβάλ τον Φεβρουάριο που μας πέρασε), κρυβόταν πίσω από τον εξοπλισμό του και, με διακριτικό φωτισμό χωρίς οπτική συνοδεία στο background, δημιούργησε μία στιβαρή ambience θορύβου, χωρίς την παραμικρή υποψία μελωδίας, που υπέβαλε τους παρευρισκόμενους. Με τι θα μπορούσε να συγκριθεί ο δομημένος αυτός θόρυβος; Ίσως με τον ήχο μιας άψυχης μεγαλούπολης που υποβιβάζει τον κάτοικό της σε ταπεινό πιόνι με μόνη αποστολή του να την θρέφει. Πιθανώς με τον υπόκωφο θόρυβο που κάνει μία ψυχή όταν κλείνουν τα αυτιά και τα μάτια. Όπως κι αν ερμηνευτεί, το ταξίδι για τον καθένα ξεχωριστά γινόταν κεκλεισμένων των προσωπικών του θυρών, εκεί όπου μία εμφάνιση δεν αποτιμάται σε “λεπτά” ή σε “κομμάτια” και η αίσθηση της όρασης δεν είναι προαπαιτούμενο (γι’ αυτό, εκ του αποτελέσματος δεν χρειαζόταν να επιστρατευτούν “καθοδηγητικές” βιντεοπροβολές). Η επαναφορά στην πραγματικότητα χρειάστηκε τον χρόνο της, εξού και η ησυχία που αναφέρθηκε στην αρχή της παραγράφου.
Ο Mark Pyle, που αυτοσαρκαζόμενος χρησιμοποιεί τον όρο Ensemble Economique για αυτό το one-man project του, έμεινε σε όλη τη διάρκεια του σετ του κάτω από την σκηνή, στο επίπεδο των θεατών. Πέντε διάφανα ποτήρια με αναμμένα κεριά σε ημικυκλική διάταξη γύρω από τον εξοπλισμό του καθόριζαν τον χώρο δράσης του - ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν στην αρχή, καθώς ένιωθε καλύτερα ανάμεσά στο κοινό όταν έπιανε στα χέρια του την κιθάρα και αυτοσχεδίαζε επάνω στις μελωδίες και τα beats που είχε ήδη συνθέσει στο laptop και στο midi keyboard. Το σετ περιλάμβανε τους διάφορους τρόπους με τους οποίους ο Pyle ερμηνεύει το ambient: με ξεκάθαρα ρυθμικά σημεία αλλά και drone κρατήματα, επαναμβανόμενες λούπες από προηχογραφημένους ήχους, κάποια δικά του φωνητικά με πολλά layers. Οι ήχοι του δημιουργούσαν μία σκοτεινή ένταση - όχι darkwave τύπου - και μία ευαισθησία όπως την αποτυπώνει και στις ηχογραφήσεις του. Ο ίδιος ο Pyle έμοιαζε να εμπνέεται από τα vibes του χώρου και η κίνησή του ακολουθούσε την τοποθέτηση του εξοπλισμού γύρω του. Οι παρευρισκόμενοι έμεναν κυρίως να παρατηρούν και έμπαιναν στην διαδικασία να αφεθούν στο trip, όπως ήταν φυσικά και ο στόχος από την αρχή, ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Υπήρχαν αυτοί που, του λιγοστού κόσμου επιτρέποντος, βρήκαν την ευκαιρία να κάτσουν στο δάπεδο, αυτοί που έμεναν ακίνητοι, αυτοί που μετακινούνταν συνεχώς στο χώρο για να αλλάξουν οπτική.
Η τυπική ερώτηση που προκύπτει μετά την διπλή αυτή performance θα ήταν αν πέτυχε τον στόχο της. Για να απαντήσω, θα πρέπει να σας παραπέμψω στην τελευταία πρόταση της πρώτης παραγράφου αυτού του κειμένου. Στην προσπάθεια των καλλιτεχνών να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα για να παρουσιάσουν το έργο τους, το λίγοστο κοινό ανταποκρίθηκε με την αμέριστη προσοχή του. Ίσως, αν ήμουν εγώ ο καλλιτέχνης, να προτιμούσα το κοινό να παρακολουθεί καθήμενο. Έχει όμως τόση σημασία κάτι τέτοιο σε ένα event όπου ο παράγων “οπτικό θέαμα” πρακτικά απουσιάζει; Όση και το να εξιχνιαστεί το μυστήριο με το χαρτάκι που ο Pyle έκαψε σε ένα κερί λίγο πριν ξεκινήσει το live: ο καθένας δίνει το δικό του συντελεστή βαρύτητας.
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής