Αλήθεια, πώς θα ήταν άραγε να ζήσεις τα '60s για μια βραδιά; Ποιο θα ήταν το σάουντρακ που θα διάλεγες;
Όσοι βρεθήκαμε στην Τεχνόπολη είχαμε την ευκαιρία να τα (ξανα)ζήσουμε μέσα από τη μουσική των Pink Floyd, παιγμένη από τους Nick Mason's Saucerful οf Secrets. Αν, μάλιστα, δε γνώριζες απλά τα τραγούδια, αλλά τα είχες συνδέσει κοντά στα χρόνια που κυκλοφόρησαν με κάποιες στιγμές της ζωής σου, τότε η εμπειρία του να ακούς τη μουσική της κορυφαίας αυτής μπάντας, μπορούσε να αποβεί μια απολύτως προσωπική υπόθεση. Μια, επιτρέψτε μου την υπερβολή, μυσταγωγική εμπειρία, που δεν έχει ανάγκη καμία απολύτως ουσία για να βιωθεί.
Ο κόσμος που συγκεντρώθηκε στην Τεχνόπολη ήταν πολύς, με τους ώριμους ηλικιακά να κοντράρονται για την πλειοψηφία με τους νεότερους. Βλέπετε, εδώ δεν είχαμε να κάνουμε με μια ακόμη tribute band, αν και οι Brit Floyd έχουν αποδειχτεί κάτι παραπάνω από αξιοπρεπέστατοι, αλλά με το συγκρότημα του Nick Mason, που φτιάχτηκε το 2018 ύστερα από προτροπή του Lee Harris, με σκοπό, όπως φανερώνει το όνομά του, να παίζει τη μουσική από την πρώιμη και κατά κανόνα ψυχεδελική φάση των Pink Floyd, που όπως ήταν αναμενόμενο δε συνδέθηκε με το απόγειό τους.
Εκτός από τον Mason στα ντραμς, έπαιξε κιθάρα και τραγούδησε ο Gary Kemp των Spandau Ballet (To Cut a Long Story Short, baby), ο πολύπειρος session μπασίστας Guy Pratt που μεταξύ πάρα πολλών άλλων έχει παίξει με τους Pink Floyd, Roxy Music και The Smiths, ο οποίος επίσης τραγούδησε και κατά τη γνώμη μου πολύ πιο Pink Floyd-ικά από τον Gary, ο κιθαρίστας και νονός Lee Harris των Blockheads του Ian Dury που προαναφέραμε και ο πολυπράγμων Dom Beken των Transit Kings του Johnny Marr στα κίμπορντς.
Εντάξει, δε νομίζω να περίμενε κανείς να κάνει και στην Τεχνόπολη guest εμφάνιση ο Roger Waters. Το έκανε στο θέατρο Beacon της Νέας Υόρκης τον Απρίλιο του 2019, παίζοντας με τη μπάντα το Set the Controls for the Heart of the Sun, οπότε μια δεύτερη έκπληξη δε θα ήταν καν έκπληξη, άσχετα με το αν θα μας άρεσε πολύ. Και, ναι, καλά καταλάβατε ότι οι σχέσεις του εκ των κορυφαίων Waters με τον Mason είναι καλές! Πώς να μην ήταν άλλωστε, με ένα χαρακτήρα ευγενικό σαν του Nick, που είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε μέσα από την όλη παρουσία του στη βραδιά, με την παντελή έλλειψη έπαρσης, το χιούμορ, αλλά και γενικότερα τα λεγόμενά του.
Σε διάφορες στιγμές όλα τα μέλη της μπάντας είπαν δυο λόγια, με το Nick να λέει κάτι παραπάνω, προλογίζοντας κατά κάποιον τρόπο τη βραδιά, αναπολώντας το live του 1989 στην Αθήνα και αστειευόμενος, πριν χτυπήσει το γκονγκ, λέγοντας ότι επί τριάντα οκτώ χρόνια έβλεπε τον Waters να το χτυπά, ενώ τώρα είχε επιτέλους φτάσει η σειρά του. Ύστερα καταλαβαίνετε ότι ξεκίνησε το Set the Controls for the Heart of the Sun (φύγαμε παιδιά!). Ο Kemp μας μίλησε σύντομα για τη μοναδική εμπειρία που είχε επισκεπτόμενος την Ακρόπολη, για την αδυναμία του να εξηγήσει πώς μέχρι τώρα δεν είχε επισκεφτεί την τόσο όμορφη πόλη μας (να ‘σαι καλά Gary, να ξέρεις ότι πεθαίνω ακόμα να ακούω στο repeat το True) και μας θύμισε πως στις αρχές των 70s όσοι αγοράσαμε τους δίσκους των Pink Floyd νομίζαμε πώς ήταν οι καλύτεροι στη μουσική και ύστερα από πενήντα χρόνια εξακολουθούμε να δηλώνουμε απολύτως βέβαιοι γι’ αυτό.
Ο Pratt μας ζήτησε να θυμηθούμε τον Richard Wright, πληροφορώντας μας ότι ο γιος και η κόρη του βρίσκονται ανάμεσα στο κοινό, λέγοντας για το The Nile Song που επίσης ακούστηκε (ε, καλά Guy, τι να πω, τεράστιο κόλλημα…) ότι ήταν το πρώτο τραγούδι των Pink Floyd που άκουσε και νόμιζε ότι ήταν μια heavy metal μπάντα! Ο Beken έδειξε κι αυτός διακριτικά τη χαρά του να αποτελεί μέλος της μπάντας, ενώ ο Harris μίλησε μόνο με τα δάχτυλα, παίζοντας εξαιρετική κιθάρα, βγαλμένη κυριολεκτικά μέσα από τα 60s και τα 70s.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η αληθινά ταξιδιάρικη εμπειρία της περιόδου μέχρι την κυκλοφορία του πέρα από κάθε υπαρκτό και ανύπαρκτο μύθο The Dark Side of the Moon ήταν οπτικοακουστικά ψυχεδελική, κατά το πρότυπο της, κατά τη γνώμη μου, καλύτερης περιόδου της ηλεκτρικής μουσικής, που ξεκίνησε από το 1967 και τελείωσε το 1973. Κατά τη θεώρηση αυτή, μέχρι το 1973 είχαν συμβεί τα πάντα και η μετέπειτα πορεία βασίστηκε λίγο - πολύ σε παραλλαγές των δεδομένων της. Τι κι αν γνωρίζαμε από πριν το τι θα ακούγαμε; Τι κι αν είχαμε τεράστιες προσδοκίες; Τέτοιες συνθέσεις μεγατόνων λειτουργούν πάντοτε καταλυτικά μέσα σου κι ας γράφτηκαν πριν μισό αιώνα και βάλε. Θα χρησιμοποιούσα το επίθετο «διαχρονικές», αλλά μάλλον λόγω κατάχρησης, δε θα μπορούσε να αποδώσει όσα η ξερή αριθμητική εν προκειμένω πετυχαίνει.
Η βραδιά, που ξεκίνησε στις 20.42’ με το λατρεμένο καλπασμό του One of These Days, ήταν χορταστική και, για ευνόητους λόγους, χωρισμένη σε δύο μέρη. Το πρώτο έκλεισε με το Set the Controls for the Heart of the Sun στις 21.40’, που αναμφίβολα ήταν η ψυχεδελικότερη στιγμή της. Το δεύτερο ξεκίνησε στις 22.09’ και τελείωσε στις 22.57’, για να ακολουθήσουν σε ένα λεπτό τρία encore με πρώτο το See Emily Play, στο οποίο το ξέφρενο μπάσο του Pratt ήταν τελείως 80s! Εύγε, Guy, το ‘χεις βρε φίλε. Όπως καταλαβαίνετε, ακούσαμε πολλά και διάφορα. Το γλυκό και μεγαλοπρεπές Burning Bridges, το If στην ολότητά του, το Fearless με τους οπαδούς της Λίβερπουλ και με πολύ περισσότερα πλήκτρα, όπως και το επικό Echoes, σε μια εκτέλεση υπερπαραγωγή με πρωταγωνιστή τον Beken που υπολειπόταν της πρωτότυπης μόνο κατά ενάμισυ λεπτό, αλλά και όλα τα άλλα κλασικά που καλά γνωρίζετε. Επίσης, το Vegetable Man που δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν οι Pink Floyd, αλλά οι Nick Mason's Saucerful οf Secrets.
Ο επίλογος στις 23.13’ ανήκε στο Bike τη μόνη κατά κάποιον τρόπο αδύναμη στιγμή της βραδιάς. Γι’ αυτό αναρωτήθηκα φωναχτά, απευθυνόμενος στο Μιχάλη, μήπως την επέλεξαν επίτηδες, για να αποτρέψουν το κοινό από το να ζητήσει κι άλλα τραγούδια, με την κοπέλα μπροστά μας να γυρίζει και να συμφωνεί. Κατά βάση, το είπα για να γελάσουμε, τώρα όμως που το σκέφτομαι, δε μου φαίνεται και τόσο αστείο. Άντε να πείσεις ένα τέτοιο κοινό να μη ζητήσει «κι άλλο». Κι όμως, τα κατάφεραν!
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Αφροδίτη Ζαγγανά (ευχαριστούμε τη High Priority για την παραχώρηση των εικόνων)