Print this page
Σάββατο, 11 Ιουνίου 2022 06:20

Release Athens Festival 2022: Bauhaus/The Jesus & Mary Chain/dEUS/Strawberry Pills/Youth Valley @ Πλατεία Νερού, 8/6/2022

Written by 

Επιστροφή μετά από τρία χρόνια για το Release Athens με μια μέρα με πολύ δυνατά και αγαπημένα ονόματα και σημείο αναφοράς την επάνοδο των Bauhaus στη χώρα μας μετά από 39 ολόκληρα χρόνια, η οποία έμελλε ωστόσο να έχει πρόωρο φινάλε.

Youth Valley

Οι Αθηναίοι Youth Valley είχαν το δύσκολο αλλά παράλληλα τιμητικό καθήκον να ανοίξουν το φετινό φεστιβάλ. Δύσκολο εξαιτίας των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούν στον αττικό νότο τους καλοκαιρινούς μήνες. Λόγω καθυστέρησης στο άνοιγμα των θυρών, η εμφάνιση τους μετατοπίστηκε προς τα πίσω, με το συγκρότημα να λαμβάνει θέση επί σκηνής περίπου στις 6:20. Το γκρουπ έκανε την πρώτη του εμφάνιση με το ομώνυμο EP του 2020 και προσέλκυσε την προσοχή αρκετών από αυτούς που παρακολουθούν τα τεκταινόμενα στην εγχώρια εναλλακτική σκηνή. Ο ήχος τους κινείται σε ξεκάθαρα shogeaze μονοπάτια, με σαφείς επιρροές από τα κλασικά σχήματα της σκηνής. Στη συγκεκριμένη περίσταση εμφανίστηκαν με πενταμελή σύνθεση και παρουσίασαν κομμάτια από το EP τους (όπως το υπέροχο Father Forgets) και ακυκλοφόρητο υλικό (I Don't Want To Go Out With You, Veronica), ενώ για το κλείσιμο κράτησαν το αδιαφιλονίκητο hit τους Young Sad Lovers.

 

Strawberry Pills

Χωρίς ιδιαίτερη καθυστέρηση τη σκηνή ανέλαβε το δεύτερο εγχώριο σχήμα της ημέρας, οι Strawberry Pills. Το ντουέτο εμφανίστηκε μαυροντυμένο σε πλήρη αρμονία με τους headliners, άλλωστε και μουσικά ήταν το πλέον κοντινό από τα συμμετέχοντα ονόματα στη φιλοσοφία των πρωταγωνιστών της βραδιάς. Ο Αντώνης Κωνσταντάρας και η Valisia Odell μας πρόσφεραν μια καλή δόση από το εξαιρετικό ντεμπούτο τους Murder To A Beat, με χαρακτηριστικότερα δείγματα τα Dreams, The Voyeur, Icarus και Verbal Suicide (το πλέον αναγνωρίσιμο κομμάτι τους).

Τα δυνατά τους beats και η darkwave ατμόσφαιρα βρήκε ευήκοα ώτα στο κοινό, με πολλούς να λικνίζονται στους ρυθμούς τους παρότι η ζέστη δεν πρόσφερε της ιδανικότερες συνθέσεις για χορό. Το μόνο κακό της υπόθεσης ήταν πώς λόγω της αρχικής καθυστέρησης δεν είχαν επιπλέον χρόνο στη διάθεση τους, οπότε το τελευταίο προγραμματισμένο track (υποθέτουμε το “Όλα Καίνε”) δεν ακούστηκε εν τέλει, χωρίς αυτό να αλλάζει κάτι στην αποτίμηση της πολύ ωραίας εμφάνιση τους.


dEUS

Είκοσι λεπτά μετά την προγραμματισμένη ώρα, δηλαδή στις 19.40’, ήρθε η στιγμή να βγουν στη σκηνή οι λατρεμένοι μου dEUS. Λέτε οι διοργανωτές να έλαβαν υπόψη την τρομερή κίνηση της παραλιακής; Όπως και να ‘χει, κανείς δε νομίζω να στενοχωρήθηκε, αφού ο ήλιος είχε μισομπεί στην αραιή συννεφιά και η αύρα από τη θάλασσα γινόταν όλο και πιο δροσερή.

Λοιπόν, από τα πρώτα λόγια που μας είπε ο Tom Barman το έβλεπες καθαρά: ο τύπος, αν δεν ήταν, έμοιαζε ερωτευμένος. Δεν ξέρω - και σίγουρα δε με ενδιαφέρει - αν ήταν ερωτευμένος με τη ζωή ή με κάποιον άνθρωπο, αλλά… έτσι φαινόταν. Επίσης, ήταν και πολύ χαρούμενος για την επιστροφή του κιθαρίστα Mauro Pawlowski, που είχε αποχωρήσει από τη μπάντα πριν πέντε χρόνια και βρισκόταν στη σκηνή μαζί της απόψε.

Η εισαγωγή του The Architect, όπου ξεχώρισε ευχάριστα το βιολί του Klaas Janzoons, δεν ήταν απολύτως αντιπροσωπευτική για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Καμία συναυλία των dEUS δεν είναι σαν την προηγούμενη, αν και προσωπικά ευχαρίστως θα διάλεγα μια ατέρμονη επανάληψη εκείνης της 10ης Δεκεμβρίου του 2005, που είναι μία από τις τρεις καλύτερες που έχω δει γενικά. Τη βραδιά αυτή επέλεξαν να παίξουν τραγούδια από όλους τους δίσκους τους, πλην του Vantage Point, κι αυτό σίγουρα ήταν καλό. Ακόμα πιο καλό για μένα ήταν το ότι αποφάσισαν - επιτέλους - να δώσουν τη μερίδα του λέοντος με τρία τραγούδια στο αξεπέραστο Pocket Revolution. Μόνο που αν εκ των υστέρων έκρινε κάποιος τις επιλογές τους, δε θα ήταν καθόλου άστοχο να κατέληγε στο συμπέρασμα πως θα ακούγονταν περισσότερο απογειωτικές σε κλειστό χώρο, μιας και λίγο - πολύ ανήκαν στις πιο ήπιες και συναισθηματικές τους. Φυσικά, όλα τα τραγούδια των dEUS είναι της κλίμακας από πολύ καλά έως υπέροχα, οπότε στο τέλος ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά, αυτό δεν είναι νέο, όλοι το γνωρίζαμε από πριν.

Έτσι ακούσαμε τα Constant Now (Keep You Close), Quatre Mains και Girls Keep Drinking (Following Sea), Fell Off the Floor, Man (In a Bar, Under the Sea), Instant Street (The Ideal Crash), Hotellounge - Be the Death of Me (Worst Case Scenario). Από το Pocket Revolution επέλεξαν το Sun Ra, όπως και τα Nothing Really Ends και Bad Timing όμορφα μιξαρισμένα. Ναι, καλά το παρατηρήσατε. Όλα τα τραγούδια μέχρι τώρα, ίσως με μόνη εξαίρεση το Instant Street, δεν τα λες με τίποτα χιλιοπαιγμένα. Κι έχω την αίσθηση ότι γι’ αυτό ακριβώς τα διάλεξαν, για να μη μείνουν «παραπονεμένα». Άλλωστε το είπαμε: κανένα live δε μοιάζει με τα προηγούμενα.

Υπήρχε όμως κάτι δυνατό που ξύπνησε τη νοσταλγία και ξεσήκωσε το κοινό. Το Suds & Soda. Μόνο που, δυστυχώς, αποτελούσε τον επίλογο, με τις τελευταίες νότες του να σβήνουν στις 20.47’. Έι, παιδιά, την άλλη φορά δε θα τη γλιτώσετε: μας χρωστάτε όλα τα δυνατά! Thank you for the roses, guys…

 

The Jesus And Mary Chain

Την ώρα που ανέβηκαν στη σκηνή οι Jesus And Mary Chain το σκοτάδι είχε σκεπάσει για τα καλά την Πλατεία Νερού. Το σκοτάδι θα πρωταγωνιστούσε και επί σκηνής σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης τους, καθώς το γκρουπ επέλεξε έναν κάπως ατμοσφαιρικό φωτισμό (κυρίως από τα πίσω φώτα). Το έναυσμα δόθηκε με το Amputation, το εναρκτήριο κομμάτι της πιο πρόσφατης μέχρι σήμερα δουλειάς τους Damage and Joy (κυκλοφόρησε το 2017, για όσους έχουν χάσει επεισόδια). Σημειωτέον, στο πλαίσιο της περιοδείας για το συγκεκριμένο άλμπουμ ήταν που είχαν εμφανιστεί στον ίδιο χώρο πριν πέντε χρόνια.

Πριν ξεκινήσει το δεύτερο κομμάτι του set, o Jim Reid σταμάτησε τον αδερφό του William και του ζήτησε να ξαναπαίξει το αρχικό riff για να βεβαιωθεί ότι τον ακούει σωστά. Αυτή ήταν και η μόνη συνομιλία μεταξύ τον δυο αδερφών, καθώς στο υπόλοιπο live ο Jim ασχολήθηκε κυρίως με τον ηχολήπτη, που δεν γλίτωσε τα σχολιανά του (χωρίς όμως τάσεις φυγής από κανέναν...). Για την ιστορία, η εισαγωγή που επαναλήφθηκε ήταν αυτή του υπερλατρεμένου Head On. Στην πορεία θα είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε πολλές από τις κλασικές τους συνθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των I Love Rock 'n' Roll, April Skies, Cracking Up (το οποίο δεν είχε παιχτεί στην προηγούμενη επίσκεψη τους), Darklands, Some Candy Talking και φυσικά του αξεπέραστου Just Like Honey (συνοδεία γυναικείων φωνητικών).

Η αλήθεια είναι πως ο ήχος που έφτανε σε εμάς εμφάνισε σημαντική βελτίωση από τη μέση και μετά, οπότε και έφτασε στα επιθυμητά επίπεδα. Στο πρώτο μέρος μας έλειψε κάπως ο χαρακτηριστικός εκκωφαντικός ήχος τους που κάνει τα αυτιά να ματώνουν. Κάποιοι ιερόσυλοι μάλιστα ενθαρρυμένοι από αυτό το γεγονός επιδόθηκαν στο όχι και τόσο ευγενικό σπορ της κουβέντας σε πηγαδάκια... 

Η ευγένεια και η ειλικρίνεια του Jim Reid και γενικότερα του γκρουπ που ευχαρίστησε δημοσίως την επόμενη μέρα το φεστιβάλ, καθώς και το κατάστημα οργάνων που βοήθησε σε ένα τεχνικό ζήτημα σχετικά με την κιθάρα του William Reid, υπήρξε το θετικό παράδειγμα του φεστιβάλ. Θα θέλαμε πολύ να τους δούμε ξανά σε κλειστό χώρο με ήχο που σκοτώνει κάποια στιγμή.

 

Bauhaus

Undead, my friends, undead…

Ποιος είπαμε ότι είναι ο headliner; Ε; Ποιος;

Τέσσερα λεπτά λέγαμε να ‘τοι πετιώνται, αλλά δεν έβγαιναν. Μάλλον περίμεναν να πάει 23.25’. Εντάξει, χρειαζόταν να περάσουν άλλα τριανταπέντε λεπτά για τα μεσάνυχτα. Πολλά ήταν. Μόνο που οι αποψινοί Bauhaus δε βγήκαν σα νυχτερίδες, ούτε για να υπερασπιστούν τον τίτλο του πρωτοπόρου του gothic rock. Λυπήθηκε κανείς; Εγώ, πάντως, όχι. Και, λογικά, κανείς άλλος, ύστερα από μια τέτοια εμφάνιση. Γιατί, βρε φίλε, θα μου πει o μαυροβαμμένος φίλος δίπλα μου, δεν το περίμενες; Κι εγώ, αφού κουμπώσω το γιακά του πουκαμίσου μου, θα ομολογήσω: «Τόσο πολύ, όχι». Βλέπετε, ήμουν επιφυλακτικός ύστερα από την αγγειοπλαστική επέμβαση, ύστερα από έμφραγμα μυοκαρδίου, στην οποία υπεβλήθη ο Peter Murphy πριν τρία χρόνια.

Οποία αντίθεσις (που λέγανε και οι -πολύ- παλιοί). Μετά τον ήπιων τόνων καλοσυνάτο Jim Reid, βγήκε στη σκηνή ο Peter Murphy, ο οποίος παρά τα εξηνταπέντε του χρόνια, δε σε άφηνε να στρέψεις τα μάτια σου αλλού. Παλιά του τέχνη κόσκινο… Κι όμως, δε μπορούσες να μην παρακολουθήσεις και τους τρεις άλλους μουσικούς, που ακούγονταν ο ένας καλύτερος από τον άλλο. Αφήστε δε που από την υπερκίνηση παρασύρθηκε ακόμα και ο David J, που, αν έκλεινες τον ήχο του μπάσου του (ναι, σιγά, τόσο τρομερά που έπαιζε) έμοιαζε να κινείται στη σκηνή σα να παίζει με τους Love and Rockets. Για τον επίσης κορυφαίο και ντυμένο με δερμάτινα (μα, καλά, δεν τα ‘χει παίξει από τη ζέστη;) Daniel Ash δεν υπήρξε καμία έκπληξη: ο τύπος ήταν μία ομάδα από μόνος του και ακουγόταν σα να έπαιζε με τους Tones on Tail, τους Love and Rockets και, φυσικά, τους Bauhaus μαζί. Και στο τέλος αυτός ήταν που έκλεψε την παράσταση. Θα δείτε παρακάτω γιατί. Ο Murphy πέταξε σύντομα το μπαστούνι που κρατούσε, αλλά όχι το σακάκι με τα στρας, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο μου έφερε στο νου τον Salvador Dali. Μάλλον είμαι επηρεασμένος από τους πίνακές του. Στον ενδυματολογικό αντίποδα βρισκόταν ο ντράμερ Kevin Haskins, που φορούσε ένα πουκάμισο κατάλληλο να τον αφήσουν να μπει σε παραθαλάσσιο μπαράκι του Waikiki, αλλά έπαιζε τόσο μα τόσο καλά, που θέλω να πω ότι ξεχώρισε από όλους, αλλά… δεν το λέω. Ουφ, τη σκαπούλαρα. Ήταν όμως πολύ τρομερός!

Ως επαγγελματίες που σέβονται το κοινό (παρακαλώ, διαβάστε το άλλη μία φορά αυτό), οι Bauhaus δεν έκαναν ότι δε γνωρίζουν για ποιο λόγο είχαν έρθει τόσοι πολλοί άνθρωποι για να τους ακούσουν. Κι έτσι, έπραξαν το αυτονόητο, αλλά όλο και πιο σπάνιο: έπαιξαν ό,τι περιμέναμε από αυτούς και μάλιστα στο άτυπο δεύτερο μέρος. Έτσι, για να μείνουμε με την καλύτερη δυνατή επίγευση. Όχι πως το κοινό δεν περνούσε καλά με όσα προηγήθηκαν, το αντίθετο μάλιστα.

Ο πρόλογος και τα ενκόρ ήταν αποκλειστικά διασκευές. Ξεκίνησαν με το Rose Garden Funeral of Sores του John Cale και έκλεισαν στις 00.12’ (όχι, δε βγήκαν οι βρυκόλακες, γιατί βρήκαν το live post-punk) με το Telegram Sam του Marc Bolan και το Ziggy Stardust του… Ziggy David Bowie, που αποδείχτηκε λίγο επεισοδιακό. Προηγουμένως, είχαμε ακούσει πολύ καλοπαιγμένα τα Double Dare, A God in an Alcove και το In the Flat Field, που αληθινά ξεσήκωνε. Καλά, τι τραγουδάς για βαριομάρα, βρε Peter; Είναι δυνατό να βαρεθεί κανείς με τέτοιο τραγούδι;

Το σύνθημα όμως δόθηκε με το Stigmata Martyr. Όχι πως η μπάντα δεν είχε ζεσταθεί νωρίτερα. Σκέτος τρόμος. Και ένταση μαζί. Πλέον, όλοι ήταν έτοιμοι για τα λατρεμένα. Πρώτο το She’s in Parties και δεύτερο και ευχάριστα ατελείωτο το Bela Lugosi’s Dead. Δεν ξέρω ποιος, αλλά ο Bela Lugosi δεν αποδείχτηκε με τίποτα Dead και μάλιστα από το 1956. Όλοι τον ήξεραν! Είπαμε, Undead, undead, undead. Τρεις φορές. Πρώτα τα κρουστά του Haskins, και ύστερα το πιο-γεμάτο-πεθαίνεις μπάσο του David J και η πειραγμένη κιθάρα του Ash έδωσαν μυθική διάσταση σε αυτόν τον τραγουδισμένο σκοτεινά από τον Murphy ύμνο των 80s. Είχαμε φτάσει στο τελευταίο τραγούδι, όταν ο Murphy παραπονέθηκε για άλλη μια φορά για το μικρόφωνό του και έφυγε από τη σκηνή θυμωμένος πριν τελειώσει το Ziggy Stardust. Ξαφνιάστηκε κανείς; Ε, μόνο για λιγάκι, αφού ο Ash έπιασε το επόμενο κουπλεδάκι και έβγαλε το τραγούδι χειροκροτούμενος από το κοινό για την ετοιμότητά του. Δανιήλ, είσαι τεράστιος…

Κι έτσι είχε φτάσει η ώρα «να φύγουν «οι νυχτερίδες από το καμπαναριό», αλλά για κάμποσο ακόμα δεν έφευγε κανείς. Μάλλον περίμεναν τον Bela Lugosi. 

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης (Bauhaus, dEUS), Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος (The Jesus & Mary Chain, Strawberry Pills, Youth Valley) / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής, Παύλος Μαυρίδης (http://www.pavlosmavridis.com)

Soundgaze team

Fix your gaze on music!

Latest from Soundgaze team

Related items