Η συναυλία του Max Richter στο Ηρώδειο ήταν για πολλούς μια από τις πιο αναμενόμενες της φετινής χρονιάς, για να μην πούμε των τελευταίων χρόνων. Η αναβολή της λόγω της πανδημίας είχε ως αποτέλεσμα η αδημονία να αυξηθεί ακόμα περαιτέρω.
Ο Richter είναι κατά πολλούς ο κορυφαίος συνθέτης της εποχής μας και, δίχως υπερβολή, έχει χαρακτηριστεί ως ο σπουδαιότερος συνθέτης τους 21ου αιώνα. Το πλούσιο έργο του τις τελευταίες δυο δεκαετίας, είτε αφορά σε προσωπικές δουλειές είτε σε κατά παραγγελία συνθέσεις για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, είναι εντυπωσιακό και μεγάλο μέρος του έχει κατακτήσει ήδη τη σφραγίδα του διαχρονικού. Αποκορύφωμα της πολυσχιδούς παραγωγής του θεωρείται το κολοσσιαίο οκτάωρο Sleep (2015) το οποίο αξίζει να ακούσετε έστω και τμηματικά κάποια στιγμή στη ζωή σας.
Αυτό που χαρακτηρίζει τον Richter ως συνθέτη είναι η ισορροπία ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο. Συνεπώς δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση πως στη σκηνή του Ηρωδείου δίπλα στο πιάνο του υπήρχε ένας υπολογιστής Mac και ένα synthesizer. Από την άλλη, η αντίστιξη ανάμεσα στο μινιμαλισμό των μέσων και την πληθωρικότητα των συναισθημάτων που προκαλεί η μουσική του, αποτελεί ένα από τα πλέον ιδιαίτερα γνωρίσματα του συνόλου του έργου του.
Αν τα τελευταία χρόνια μπορούμε να μιλάμε για μια ευρύτερη δημοφιλία που απολαμβάνουν συνθέτες που χαρακτηρίζονται ως νεοκλασικοί, με χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις τους Nils Frahm και Οlafur Arnalds, η συμβολή του Richter, οποίος ηλικιακά είναι μεγαλύτερος τους κατά περίπου 20 χρόνια, υπήρξε καθοριστική. Βεβαίως, ο όρος “νεοκλασικός” επιδέχεται ευρείας ερμηνείας, ενσωματώνοντας εντός του συνθέτες με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά όπως οι προαναφερθέντες.
Στη χώρα μας ο Richter ήρθε για να παρουσιάσει δυο από τα πλέον αντιπροσωπευτικά δείγματα της δουλειάς του, τα The Blue Notebooks (2004) και Infra (2010). Όταν ανέβηκε στη σκηνή. ο γερμανοβρετανός συνθέτης εξήγησε από μικροφώνου πως πρόκειται για δυο έργα που μιλάνε για το κόσμο όπως είναι σήμερα ή τουλάχιστον αυτό επιδίωκε να επιτύχει όταν τα έγραφε. Πρώτο από τα δυο αποδόθηκε το Infra, στο οποίο τον συνθέτη συνόδευσε - όπως ο ίδιος μας ενημέρωσε πριν την έναρξη - το κουιντέτο εγχόρδων (βιόλα, δυο βιολιά, δυο τσέλα) το οποίο είχε ηχογραφήσει το έργο στο studio. Αυτό και μόνο το γεγονός εξασφάλιζε την υψηλότερη δυνατή πιστότητα ως προς το αρχικό υλικό και όντως στην πράξη οι μουσικοί έμειναν όσο το δυνατό πιο κοντά στην αυθεντική ηχογράφηση.
Δεύτερο στη σειρά παίχτηκε εξ ολοκλήρου το The Blue Notebooks. Επιλογή ορθή καθώς παρότι προγενέστερο του Infra είναι πιο αβανταδόρικο ως έργο και διαθέτει μελωδίες που “αιχμαλωτίζουν” τον ακροατή. Μετά από το από ένα 20λεπτο διάλειμμα, οι μουσικοί επανήλθαν στη σκηνή για το δεύτερο μέρος. Πέραν από τον Richter και το προαναφερθέν κουιντέτο εγχόρδων, μαζί τους ανέβηκε και η αφηγήτρια, η οποία ανέλαβε να διαβάσει τα αποσπάσματα από γραπτά των Franz Kafka και Czesław Miłosz (στην ηχογραφημένη εκδοχή του The Blue Notebooks το ρόλο αυτό είχε επωμιστεί η πολύ σπουδαία ηθοποιός Tilda Swinton). Εδώ η παρουσία των ηλεκτρονικών είτε από το synthesizer είτε από τον υπολογιστή ήταν σαφώς πιο πυκνή συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας ambient ατμόσφαιρας. Κατά τη διάρκεια της απόδοσης του The Blue Notebooks τα συναισθήματα που προκαλούνταν έμοιαζαν με rollercoaster, από την απόλυτη μελαγχολία στην στιγμιαία ευφορία. Κι αν κρίνουμε από το θερμό χειροκρότημα στο φινάλε του, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε πως εν τέλει άγγιξε σε βάθος τους ακροατές.
Κι ενώ σε τέτοιου είδους κονσέρτα δεν συνηθίζεται η επιστροφή των μουσικών για encore όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα στις ροκ συναυλίες, ο Richter έκανε την έκπληξη και μετά τη διπλή υπόκλιση του μαζί με τους μουσικούς του, επέστρεψε στη σκηνή για να παίξει ένα απόσπασμα από το Sleep πιάνοντας μας απροετοίμαστους. Απροετοίμαστος πιάστηκε μάλλον και ο τσελίστας, καθώς είχε ξεχάσει την παρτιτούρα του και χρειάστηκε να κάνει ένα σπριντ ως τα παρασκήνια για να επιστρέψει καταχειροκροτούμενος... Ο Max Richter αντιμετώπισε το συμβάν προτάσσοντας τη βρετανική έναντι της γερμανικής πλευράς του χαρακτήρα του, λέγοντας μια ατάκα του στυλ “συμβαίνουν αυτά στις ζωντανές εκπομπές” προσφέροντας απλόχερα γέλιο! Μετά από αυτό παίχτηκε επιτέλους το Dream 19 από το Sleep και έτσι ο συνθέτης μας έστειλε σπίτια μας για έναν ήρεμο ύπνο.
Η εμπειρία του να βλέπεις έναν τόσο σπουδαίο συνθέτη σε έναν επιβλητικό χώρο όπως το Ηρώδειο είναι αναμφίβολα μοναδική. Ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που το ρεπερτόριο περιελάμβανε δύο από τα κορυφαία του πονήματα. Αυτό που ευχόμαστε είναι κάποια στιγμή να ακούσουμε και το τρίτο έργο που αναφέρθηκε παραπάνω, έστω και αποσπασματικά. Μια βραδιά με ήχους από το Sleep φαντάζει σαν όνειρο γλυκό.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής