Δευτέρα, 06 Φεβρουαρίου 2023 11:28

Live Review: And Also The Trees / The Legendary Pink Dots @ Gagarin 205, 4/2/2023

Written by 

Το club Death Disco ξεκίνησε να γιορτάζει μαζί μας τα δέκατα γενέθλιά του με δύο πολύ χαρακτηριστικά ονόματα της δεκαετίας του ’80, τους And Also the Trees και τους Legendary Pink Dots. Το ραντεβού ήταν για το Gagarin 205, με το κοινό να ανταποκρίνεται στην πρόσκληση, παρά τις εξαγγελίες για κακές καιρικές συνθήκες. Σιγά που οι φίλοι της δεκαετίας του ’80 θα έμεναν σπίτι λόγω έντονων βροχοπτώσεων - που τελικά συνέβησαν μετά το τέλος της συναυλίας. Μη ξεχνάτε πως η δεκαετία αυτή είναι χαρακτηρισμένη μουσικά ως η πιο γκρίζα, οπότε τέτοιον καιρό μάλλον απόλυτα ταιριασμένο με το σάουντρακ της βραδιάς μπορούσες να τον πεις. Και τι είχε αυτό το σάουντρακ; Πολλά και - φαινομενικά - διάφορα, που μπορούν να χαρακτηριστούν ως art-rock. Ας δούμε όμως αναλυτικότερα τι συνέβη.

Η βραδιά άνοιξε σύμφωνα με το πρόγραμμα και με ακρίβεια δευτερολέπτου, όταν η ώρα πήγε 21.00’. Τότε ήταν που βγήκαν στη σκηνή οι Legendary Pink Dots, δηλαδή ο τελείως hippy style ξυπόλητος ιθύνων cult νους Edward Ka-Spel, ο αριστερόχειρας κιθαρίστας Erik Drost και ο Randall Frazier, που εκτός από τα synths, επιμελούνταν τα samples και τα effects. Όπως καλά γνωρίζαμε και είχαμε άλλη μια ευκαιρία να ξαναδιαπιστώσουμε, το μουσικό κολλάζ από το οποίο συντίθεται ο ήχος των LPD είναι αναμφισβήτητα πλούσιο. Έχει electronic, goth, synthpop, krautrock, post-punk, ambient και experimental στοιχεία, που συνθέτουν μια ιδιότυπη avant-garde έκφραση, εμπλουτισμένη καθοριστικά από νέο-ψυχεδελικές επιρροές. Αν όμως θελήσουμε να δούμε προς τα πού έτεινε περισσότερο ο ήχος τους τη συγκεκριμένη βραδιά, τότε εύκολα μπορούμε να πούμε ότι ο κεντρικός άξονας ήταν σαφώς ψυχεδελικός.

Το σετ τους άνοιξε με το Hands Face Space και ήδη από τις πρώτες νότες του επόμενου Cloudsurfer έγινε αντιληπτό προς τα πού πήγαινε η βραδιά. Η μπάντα βρήκε μεγαλύτερη συνοχή με το φευγάτο Postcards From Home και έπιασε, κατά τη γνώμη μου, τα υψηλότερα στάνταρντ της βραδιάς της με το εξαιρετικό This is the Museum, που ακούστηκε στην εισαγωγή του νοσταλγικό για τον ήχο των πρώιμων The Cure. Μετά την ολοκλήρωσή του, ο εμφανώς ικανοποιημένος από την αντίδραση του κοινού Ka-Spel είχε μια άτυχη στιγμή, που ξεπέρασε με χιούμορ, παρά τον αιφνιδιασμό του: σκόνταψε σε ένα καλώδιο και έπεσε στη σκηνή. Όμως σηκώθηκε αμέσως και χαμογελαστός ξεκίνησε σα να μην έγινε τίποτα το Junkyard, με τη μπάντα να ανεβάζει σημαντικά τους τόνους τόσο με το Cruel Brittannia με τον Ka-Spel να τα δίνει όλα στο στίχο “It couldn’t happen here” (λέτε να ήταν προφητικός;), όσο και με το Nightingale, που επίσης ήταν από τα καλύτερα του σετ της.

Το κοινό ανταποκρίθηκε θερμά στο αργό, ατμοσφαιρικό και αναμφισβήτητα σουρεαλιστικό The Mouse That Ate the Shopping Mall, όπως και στο Rainbows Too?, που ξύπνησε μνήμες από τους παλιούς καλούς Pink Floyd, με την όμορφη ψυχεδελική εισαγωγή του και το επιγενόμενο ξέσπασμα, που σήμανε το τέλος του σετ στις 21.59’. Δε χρειάστηκαν παρά λίγα δευτερόλεπτα για να ξαναβγεί η μπάντα στη σκηνή και να παίξει τη διασκευή του Isis Veiled των The Tear Garden και το τρίτο -κατά προσωπική μου εκτίμηση- καλύτερο τραγούδι, το Happy Birthday Mr. President που ξεσήκωσε με το δυνατό beat που θύμισε τους Severed Heads και κατέληξε σε κιθαριστικό χαμό. Ο πραγματικός επίλογος γράφτηκε στις 22.20’ με το The Grain Kings, με το οποίο συνέχισαν από εκεί ακριβώς που είχαν μείνει. Δηλαδή να τα σπάνε ακόμα πιο πολύ.

Το πρώτο μέρος της βραδιάς είχε τελειώσει και σε τριάντα εννέα λεπτά επρόκειτο να αρχίσει το δεύτερο και πολύ, μα πολύ, καλύτερο. Και είμαι σίγουρος ότι κάτι τέτοιο περίμενε κι ο κόσμος, αφού στο μεταξύ είχε γεμίσει το χώρο.

Αρχικά βγήκαν στη σκηνή οι Justin Jones (κιθάρα), Paul Hill (ντραμς), Grant Gordon (μπάσο) και Colin Ozanne (κλαρινέτο, κιθάρα και πλήκτρα) παίζοντας το In a Bed in Yugoslavia, με τον Simon Huw Jones να πετάγεται στη σκηνή για να πιάσει έγκαιρα το μικρόφωνο πριν φτάσει η στιγμή για να τραγουδήσει τους πρώτους στίχους. Καμία έκπληξη που τον είδαμε να φορά το ίδιο κλασικό (gig outfit) πανωφόρι - παλτό, γιλέκο, φουλάρι και τα λοιπά μέλη να βγαίνουν κοστουμαρισμένα, ενώ σταδιακά όλοι τους έβγαζαν ό,τι μπορούσαν. This is Athens, guys. Εδώ έχει ζέστη ακόμη και όταν έχει κρύο.

Η συνέχεια ανήκε για άλλη μία -από τις κάμποσες φορές- στο περυσινό The Bone Carver και ειδικότερα στο Beyond Action and Reaction, που έδειξε το δρόμο στην όντως πολύ καλοδουλεμένη συναυλιακά μπάντα να βρει οριστικά τα πατήματά της. Ελαφρό χρονικά πισωγύρισμα έγινε με το «αφόρητα» νεορομαντικό Your Guess, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Simon έβγαλε το παλτό, λέγοντας ακολούθως το πρώτο από τα αρκετά «ευκαριστώ πολύ». Εδώ θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι, ύστερα από τα πρώτα τραγούδια, η μπάντα θα χαλάρωνε δημιουργικά, αλλά φυσικά συνέβη ακριβώς το αντίθετο.

Οι And Also the Trees είναι ένα εκούσια αντισυμβατικό και «αντιεμπορικό» συγκρότημα, που (δείχνει ακόμα να) νιώθει τη μουσική του και όχι απλά να την αναπαράγει. Εντάξει, κάποιοι ίσως θεωρούν τις επί σκηνής αντιδράσεις τους εν μέρει ως επιτηδευμένες και μπορεί να έχουν δίκιο. Δε θα αντιλέξω πάνω σε αυτό. Θα πω όμως ότι υπηρετούν πιστά την εικόνα και την αίσθηση που εξαρχής θέλησαν να δημιουργήσουν, γνωρίζοντας καλά εκ των προτέρων -και παίρνοντας το σχετικό ρίσκο - ότι δε θα ήταν δελεαστική για το πλατύ κοινό. Με αυτό το αναμφισβήτητο δεδομένο, μάλλον ακούγεται υποκριτικό να κατηγορηθούν εν έτει 2023 για την εικόνα τους. Πόσο μάλλον όταν αυτή αγαπήθηκε πολύ από τους όχι και λίγους πιστούς φίλους τους.

Στο Maps in Her Wrists and Arms ο Simon απογείωσε την αισθαντική ερμηνεία του με γνωστές «πονεμένες» εκφράσεις και «πόζες», ενώ ο Grant παρέδωσε το πρώτο από τα πολλά μαθήματα μπάσου, όντας μέρος μιας rhythm section στην οποία οι τάσεις αυτοσχεδιασμού υπερτερούν σαφώς της υποστήριξης του ρυθμού. Εντυπωσιακός ο ίδιος, αλλά το ίδιο παθιασμένος σα να ήταν κι αυτός ιδρυτικό μέλος και ο κυριολεκτικά ακάτσωτος Paul, που έδειχνε να «ασφυκτιά» δημιουργικά σε κάθε νότα και να παίζει νέο-ρομαντική και post-punk μουσική με ένα καθαρόαιμο jazz τρόπο. Respect, φίλε. Άξιος!

Μετά το Shantell ο Simon πήρε μια ανθοδέσμη από το κοινό και μας είπε ότι νιώθουν πολύ χαρούμενοι που ξαναπαίζουν στην Αθήνα. Σειρά είχε το ατμοσφαιρικό The Book Burners, για να ακολουθήσει μια σταδιακή και όλο αυξανόμενη ροπή προς τις πανέμορφες (προδόθηκα, έτσι;) post-punk καταβολές του ήχου τους. Η ανεπίσημη αρχή έγινε με το εξαιρετικό Brother Fear και η συνέχεια με το Virus Meadow. Το ευαίσθητο και πολύ καλό Bridges λειτούργησε ως ήπιο διάλειμμα στις αυξανόμενες τάσεις του ήχου, αναδεικνύοντας το (θα βαρεθώ να το λέω) τέλειο μπάσο του Grant.

Το κοινό αντέδρασε έντονα στο Dialogue, ενώ το πολύ δυνατό Wallpaper Dying που ακολούθησε κερδίζει για μένα την άτυπη διάκριση του καλύτερου τραγουδιού της βραδιάς. Σχεδόν ό,τι κι αν έπαιζαν μετά θα ακουγόταν αποδυναμωμένο, οπότε ίσως γι’ αυτό διάλεξαν το The Seven Skies, δίνοντας στο πολυεπίπεδο Missing τη δυνατότητα να επαναφέρει τα υψηλά δεδομένα απόδοσης. Ο όχι και τόσο απασχολημένος με τους ελάχιστους στίχους του Simon κάθισε στη σκηνή πιάνοντας το κεφάλι του, σαν τραγική ή, έστω, συγκλονισμένη φιγούρα από μουσική περιγραφική απολύτως προσωπικών βιωμάτων. Το τέλος ήρθε στις 00.05’ με το jazzy Rive Droite, με προοδευτικά χτισμένη κορύφωση και έναν Paul που έδωσε ό,τι είχε και δεν είχε στα τύμπανα.

Τι μπορείς να παίξεις για encore για να ευχαριστήσεις ένα υπέροχο κοινό; Μα, το Prince Rupert, φυσικά. Χρειάζεται να το πω; Έγινε χαμός από την πρώτη κιόλας νότα του μπάσου. Πιο ’80s… πεθαίνεις! Γέμισε ο τόπος με τη γλυκιά post-punk ομίχλη της εποχής. Τι κι αν το The Bone Carver ακούστηκε αρκετά αργόσυρτο σα να το είχαν γράψει οι Tindersticks; Το Scarlet Arch μας απέδειξε ότι η βραδιά είχε ακόμα post-punk δυναμική πανδαισία, όπως και το So This is Silence, όπου ο Paul ξεσάλωσε κινούμενος ώρες - ώρες όπως ο Ian Curtis! Η ώρα ήταν 00.25’ όταν η μπάντα άφησε τη σκηνή καταχειροκροτούμενη, για να βγει σχεδόν αμέσως και πάλι. Ο επίλογος που ξεσήκωσε το κοινό ήταν το τρομερό arty post-punk Slow Pulse Boy, που άφησε σε όλους μας την υπέροχη επίγευση μιας καλοδουλεμένης μπάντας που δεν ήξερε απλά να παίζει καλά, αλλά και να νιώθει τη μουσική της όπως και το κοινό της.

Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα