Print this page
Σάββατο, 11 Οκτωβρίου 2014 12:36

Live review: Wovenhand / Moa Bones @ Fuzz Club, 8/10/14

Written by 

O David Eugene Edwards είναι από τις περιπτώσεις καλλιτεχνών που τους ακολουθεί ο κλισέ χαρακτηρισμός «αγαπημένος του Ελληνικού κοινού». Στην περίπτωση του ωστόσο η μαζική αποδοχή συνδέεται από την αδιαπραγμάτευτη ποιότητα της μουσικής του. Έχοντας επισκεφτεί τη χώρα μας αρκετές φορές και έχοντας αγαπηθεί από μεγάλη μερίδα του κοινού, δεν θα μπορούσε να μην περάσει από την Ελλάδα στο πλαίσιο της περιοδείας των Wovenhand για το φετινό θαυμάσιο Refractory Obdurate  (εδώ στο soundgaze το θεωρούμε ως ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς).

Ο Δημήτρης Αρώνης (κιθαρίστας και τραγουδιστής των Modrec) ανέλαβε ως Moa Bones το ρόλο του opening act (ο ίδιος είχε αναλάβει και το δύσκολο έργο να ανοίξει το περσινό λαιβ των Swans). Μόνος του επί σκηνής (χωρίς την Ευαγγελία Ξυνοπούλου πλέον στα πλήκτρα) με μοναδικό όπλο την κιθάρα του και την φωνή του μας παρουσίασε τη δική του άποψη για τη σύγχρονη φολκ. Ερμήνευσε συνθέσεις από το πρώτο και μοναδικό μέχρι στιγμής δίσκο του Aquarelles, όπως το Fist of Love, συν κάποια ολοκαίνουρια κομμάτια, ενώ χώρεσε στο set του και μια πολύ όμορφη διασκευή στο κλασικό Solitary Man του σπουδαίου Neil Diamond αλλά και μια ακόμη σε κομμάτι του Loudon Wainwright (πατέρας του Rufus Wainwright). Στα 35 λεπτά που έμεινε στη σκηνή απέδειξε ότι είναι ένας ταλαντούχος τραγουδοποιός που κατέχει καλά τα μυστικά της αμερικάνικης folk (ή Americana) και είναι στο χέρι του να καταφέρει σημαντικά πράγματα (δεν μπορούμε παρά να ομολογήσουμε ότι βλέποντας στο πλάι της σκηνής τον έτερο κιθαρίστα των Modrec, Λάμπη Κουντουρόγιαννη να ενθαρρύνει τον Αρώνη, πολύ θα θέλαμε να ξαναδούμε κάποια στιγμή ενεργούς τους Modrec).

Στις 10:30 ο Edwards μαζί με τους τρεις μουσικούς που αποτελούν την τωρινή σύνθεση των  Wovenhand ανέβηκαν στη σκηνή του κατάμεστου Fuzz και έδειξαν από την αρχή τις διαθέσεις τους. Ξεκινώντας με το εκκωφαντικό Hiss, το πιο βαρύ κομμάτι από το Refractory Obdurate (ίσως το βαρύτερο της δισκογραφίας τους), κατάφεραν να «μπουκώσουν» το ηχοσύστημα του κλαμπ με τον συμπαγή, heavy ήχο τους, αφήνοντας σαστισμένους όσους από τους παρευρισκόμενους είχαν διαπράξει το ατόπημα να μην έχουν ακούσει τα δύο τελευταία εξαιρετικά άλμπουμ της μπάντας. Η συνέχεια ήταν ανάλογη καθώς το συγκρότημα έπαιξε σε όλη τη διάρκεια της συναυλίας με τους ενισχυτές στο τέρμα. Όπως ήταν λογικό (με δεδομένο ότι βρίσκονται πιο κοντά στο σημερινό ήχο τους) οι δύο τελευταίοι δίσκοι (Refractory Obdurate και The Laughing Stalk) κατέλαβαν τη μερίδα του λέοντος του σετλιστ. Από το Laughing Stalk ακούστηκαν, σε αναμενόμενα δυναμικές εκτελέσεις,τα Closer, Maize, Long Horn και King o King. Από το πιο πρόσφατο πόνημα τους ξεχώρισαν τα Masonic Youth, Corsicana Clip, The Refractory και Good Shepherd, το οποίο έκλεισε το κανονικό σετ.  Για το encore o Edwards επέλεξε το Whistling Girl από το Mosaic και το Kicking Bird από το Ten Stones (για να μην μείνουν παραπονεμένοι και όσοι αγαπάνε τις παλιότερες δουλειές του σχήματος).

Το live των Wovenhand μπορεί να χαρακτηριστεί άνετα από τα πιο heavy που έχουν γίνει στη χώρα μας, η μπάντα παρέδωσε μαθήματα για το πώς μπορείς να παίζεις σκληρά χωρίς να καταφεύγεις σε εύκολους εντυπωσιασμούς και ανούσια φασαρία. Ακόμα και μόνος του επί σκηνής (στο Whistling Girl) ο Edwards παρήγαγε έναν πολύ τραχύ και ζόρικο ήχο που πολλά metal συγκροτήματα θα ζήλευαν. Οι φρενήρεις ρυθμοί (κανονικό σφυροκόπημα σε κάποια σημεία) δεν σταμάτησαν ούτε στιγμή στη μιάμιση ώρα που έμεινε το συγκρότημα στη σκηνή αφήνοντας πολλούς έκπληκτους, από την συναρπαστική συναυλιακή εμπειρία.

Δεν μπορούμε παρά να πιστώσουμε στον David Eugene Edwards το γεγονός ότι ακόμα και τώρα ψάχνεται μουσικά ενώ θα μπορούσε να είχε καταφύγει στην εύκολη λύση της αναπαραγωγής εσαεί του χαρακτηριστικού ήχου των 16 Horsepower καθώς και το ότι διαθέτει το ταλέντο και τα κότσια να αποφασίσει μια δραστική αλλαγή ύφους προς το σκληρότερο χωρίς να στραβοπατήσει (όπως παρά πολλοί μουσικοί στο παρελθόν) και χωρίς να απωλέσει την προσωπική του ταυτότητα. Επίσης, είναι ξεκάθαρο ότι ζει και απολαμβάνει αυτό που κάνει. Και ως πολύ προσιτός και ευγενής άνθρωπος δεν είχε κανένα πρόβλημα μετά το πέρας της συναυλίας να υπογράψει δίσκους και να ανταλλάξει χειραψίες με τους φαν του. Χωρίς αμφιβολία ο Edwards είναι από τους τελευταίους πραγματικούς rock ήρωες που έχουν απομείνει στη σύγχρονη μουσική σκηνή.

Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής

Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

 

 

Ο Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος γεννήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 (συγκεκριμένα τη χρονιά για την οποία έχει τραγουδήσει ο Jimi Hendrix), όταν πια οι Joy Division είχαν πάψει ήδη να υπάρχουν από καιρό (ευτυχώς υπήρχαν οι New Order!). Μετά από χρόνια αναζητήσεων ανακάλυψε αυτό που έψαχνε σε μια έρημο, έκτοτε λατρεύει οτιδήποτε σχετίζεται με τους Kyuss. Πιστεύει ότι αν δεν υπήρχε το rock & roll θα έπρεπε να το έχουμε ανακαλύψει. Επίσης, είναι βέβαιος ότι ο Έλβις ζει κάπου ανάμεσα μας… 

Latest from Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος

Related items