Δύσκολα θα ξεπεραστεί αυτή η συναυλιακή εμπειρία στην φετινή σεζόν. Και ας γράψω κάπου εδώ, για να αποκτήσει αξιοπιστία το παραπάνω σχόλιο ότι, αν και λάτρεψα το φετινό άλμπουμ τους Clearing The Path To Ascend, ως τώρα απλώς τους παρακολουθούσα με συμπάθεια χωρίς να μου «μιλήσουν» τόσο ώστε να τους κατατάξω στα αγαπημένα μου συγκροτήματα. Η μουσική τους όμως στο live, υπερέβη κάθε προσδοκία. Μόνο άναυδος μπορούσες να μείνεις μπροστά στο πάθος με το οποίο ο frontman και βασικότερο στέλεχος των Yob (πρακτικά και ουσιαστικά, οι ίδιοι οι Yob) Mike Scheidt στεκόταν πάνω στην σκηνή. Άψογος κιθαρίστας και ερμηνευτής στα «καθαρά» του αλλά και στα brutal, κι ας έλεγε πως μετά από 34 σερί live που έκανε σε αυτήν την περιοδεία η φωνή του άρχισε να τον προδίδει. Όταν απομακρυνόταν από το μικρόφωνο, υπήρχαν στιγμές που κοίταζε το κοινό με αποφασιστικότητα και ξεστόμιζε μια κραυγή σαν σε νιρβάνα, απόλυτα παραδομένος στην ατμόσφαιρα των έργων του. Αλλά και τι συνοδοιπόροι: τι ντράμερ, τι μπασίστας, και πόσο όμορφα συνδυάζονταν!
Δυο παρενθετικές κουβέντες σε πιο προσωπικό τόνο: όσο τα χρόνια περνούν και ο αριθμός των συναυλιών στις οποίες παρευρίσκεται ένας τακτικός συναυλιόφιλος αυξάνεται, όλο και μειώνεται η πιθανότητα να τον αγγίξει πραγματικά και βαθιά ένα live. Να αναγνωρίσει πως οι μουσικοί κάνουν κάτι παραπάνω πέρα από το τυπικό τους καθήκον, ναι. Να περάσει καλά, εννοείται. Να του αρέσει, σίγουρα. Ακόμη ακόμη να ενθουσιαστεί, γιατί όχι; Όμως, για να αποκτήσει ένα live βιωματική διάσταση, πρέπει να συμβούν πολλά ταυτόχρονα, κάποια σε αντικειμενικό και κάποια σε αυστηρά υποκειμενικό επίπεδο. Αυτή η συναυλία τα είχε όλα. Δεν ήταν η δυνατότερη, ούτε η βαρύτερη συναυλία που θα μπορούσε να παρακολουθήσει κάποιος φίλος του είδους που υπηρετούν οι Yob – καμία σημασία δεν έχει αυτό, άλλωστε μιλάμε για μουσική κι όχι για ελληνορωμαϊκή πάλη. Ως σύνολο όμως ήταν ιδανική, άψογη. Ειδικά στον τρόπο που οι τρεις μουσικοί σε έφερναν στα νερά τους, σε έκαναν να πλέεις μαζί τους μέσα σε έναν ωκεανό συναισθημάτων (συγχωρέστε μου την κοινοτοπία). Και αυτό συντελέστηκε αργά, μεθοδικά και ύπουλα. Όλα γίνονταν όπως έπρεπε, έστω ανεβασμένα κατά ένα σκαλί, μέχρι που ήρθε το Marrow. Εκεί επετεύχθη η χρυσή τομή, η πλανητική σύνοδος, η συχνότητα συντονισμού, η φιλοσοφική λίθος. Από εκεί και μετά ξέφευγες και για λίγο – έστω όσο ακόμη διαρκούσε το live – μπορούσες να νιώσεις μία υπερβατική κατάσταση (χωρίς τεχνητές ουσίες). Μόνο μουσική. Tο setlist δεν έπαιζε κανέναν ρόλο – αν και βοήθησε η εκτέλεση “hits” (μέσα σε πολλά εισαγωγικά – η μουσική αυτή άλλωστε δεν απέκτησε κάποια ευρεία δημοφιλία και ούτε αναμένεται να αποκτήσει στο μέλλον), όπως τα Adrift In The Ocean και Burning The Altar για την συνέχιση της ονειρικής ατμόσφαιρας. Η αίσθηση του χρόνου, χαμένη υπόθεση – για την ιστορία, δύο περίπου ώρες έγραψαν επάνω στην σκηνή του Κυττάρου, η μεγαλύτερή τους συναυλία ever, σύμφωνα με την διοργανώτρια εταιρεία. Το κοινό ζητούσε περισσότερη μουσική και οι Yob περνούσαν τόσο καλά (ειλικρινέστατα δηλωμένο από έναν εκστατικό Scheidt) που δεν το σκέφτηκαν δεύτερη φορά να υπερβούν τα συνήθη όριά τους. Μέχρι και “hey!” φωνάζαμε στα κενά του Quantum Mystic που έκλεισε με πανηγυρικό τρόπο την βραδιά.
Για την επιτέλεση του «δημοσιογραφικού καθήκοντος», επιβάλλεται η αναφορά στα συγκροτήματα που άνοιξαν την βραδιά. Ανασκουμπώνομαι λοιπόν… Οι Pallbearer και οι δικοί μας Automaton στάθηκαν τυχεροί που συνετέλεσαν σε εκείνη την υπέροχη βραδιά, αλλά τρομερά άτυχοι που η εξαιρετική τους εμφάνιση δεν μπορούσε να αντικρίσει στα μάτια τους ισοπεδωτικούς headliners. Οι Pallbearer είναι «απλώς μία μπάντα από το Arkansas» - έτσι μας συστήθηκαν ευχαριστώντας μας για την υποδοχή και τη φιλοξενία που δέχτηκαν στην Ελλάδα – αλλά μουσικά παίζουν σε υψηλό επίπεδο. Αποτελεί κοινό μυστικό πως η παρουσία τους υπήρξε καταλυτική για την προσέλευση μίας, έστω μικρής μερίδας του κοινού, που άρπαξε την ευκαιρία να δει μία δυνατή φρέσκια μπάντα με δύο πολύ καλούς δίσκους ως τώρα στο ενεργητικό της. Νεαροί στην ηλικία και στην όψη, είχαν όρεξη και παρουσίασαν μία πιο groovy εκδοχή της μουσικής τους, κάτι που πιθανότατα οφειλόταν στον εμφατικό προς τις ρυθμικές κιθάρες ήχο. Κέρδισαν τις εντυπώσεις έπαιξαν encore (!) μετά από απαίτηση του κοινού, κάνοντάς μας στο τέλος να μιλήσουμε για μία εμφάνιση που σίγουρα θα κόντραρε εκείνη των headliners. Δεν ξέραμε… δεν ρωτάγαμε; Οι Έλληνες Automaton, από την άλλη, παίζουν ambient/drone doom και, όπως καταλάβατε, έτυχαν στο καταλληλότερο δυνατό ακροατήριο, αυτό δηλαδή που θα μπορούσε να εκτιμήσει την μουσική τους στάση. Ομολογουμένως έδειξαν στοιχεία που αντιστοιχούν σε πιο έμπειρες μπάντες, όπως το στιβαρό δέσιμο των μουσικών μεταξύ τους. Η ουσιαστική επιβράβευση, βέβαια, δεν ήρθε από το ζεστό χειροκρότημα του κοινού, αλλά από τον Mike Scheidt, ο οποίος παρακολούθησε την εμφάνισή τους και τους τίμησε φορώντας μπλουζάκι με το λογότυπό τους στο live των Yob!
Πρέπει οπωσδήποτε να αναφερθεί πως στην είσοδο μας περίμενε κανονικό τυπωμένο αναμνηστικό του live, με χρώμα και artwork, για να αμβλυνθεί η εντύπωση του βολικού μεν, ακαλαίσθητου δε ιντερνετικού εισιτηρίου σε όσους επιθυμούν να έχουν ένα σοβαρό αναμνηστικό από τις συναυλίες (δηλαδή σχεδόν άπαντες). Σε συνδυασμό με τιμές που απευθύνονταν στην ελληνική πραγματικότητα και ίσως δεν αντικατοπτρίζουν το οικονομικό βάρος της πρόσκλησης δύο αμερικανικών συγκροτημάτων, αλλά και την σχετική άνεση στις κινήσεις μας εντός του χώρου παρ’ότι η συναυλία πλησίασε το sold out, φάνηκε πως είχαμε να κάνουμε με μία άρτια και πάνω απ’ όλα τίμια διοργάνωση που σεβάστηκε το κοινό της.
Όσοι έχουμε την ευκαιρία να καταγράφουμε γραπτώς την γνώμη και την οπτική μας για κάποια συναυλία που είδαμε, διαθέτουμε δύο διαφορετικές θεωρίες για τον χρόνο που θα πρέπει να γίνει αυτή η καταγραφή. Η πρώτη υπαγορεύει την άμεση αποτύπωση των συναισθημάτων της στιγμής, λίγο μετά το τέλος του live, ώστε η εμπειρία να βρίσκεται ακόμη νωπή στο μυαλό του συντάκτη – κάτι που επίσης εξυπηρετεί και τον σκοπό της άμεσης ενημέρωσης του κοινού. Ίσως πρόκειται για την πιο ορθή θεώρηση, διότι μία συναυλία είναι συνυφασμένη περισσότερο με το «τώρα» παρά με το «μετά». Υπάρχει όμως και η δεύτερη θεωρία, που θέλει τον συντάκτη ψυχρότερο και πιο αποστασιοποιημένο από το συναίσθημα, με την live εμπειρία να κατακάθεται στο κεφάλι του για να μπορέσει να εξάγει ένα πιο «σωστό» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) συμπέρασμα. Αυτή η διαδικασία απαιτεί οπωσδήποτε κάποια εικοσιτετράωρα (λίγα βέβαια, διότι υπάρχουν και τα τυπικά deadlines!), αλλά σύμφωνα με τους οπαδούς της συγκεκριμένης θεωρίας αυξάνει τις πιθανότητες η κριτική που θα προκύψει να αντέξει περισσότερο στον χρόνο ως προς την γνώμη που ο συντάκτης διατυπώνει. Για λόγους που δεν είναι του παρόντος, ο γράφων στηρίζει κυρίως την δεύτερη θεωρία. Στην περίπτωση των Yob ειδικά, είναι σίγουρα καλύτερα που καθυστέρησα κάποιες μέρες για να ανοίξω τον ψηφιακό κειμενογράφο μου. Διότι αν πίεζα τον εαυτό μου να γράψω άμεσα, πιθανότατα να μην έβρισκα λόγια να εκφραστώ. Όπως έψαχνα να βρω λόγια αμέσως μετά το τέλος της συναυλίας, περιμένοντας μάταια και με υπερβάλλοντα ρομαντισμό, ίσως, στη θέση μου για κάποια λεπτά να ξαναβγούν για άλλο ένα encore. Μόνο επιφωνήματα θαυμασμού και δέους, ίσως διανθισμένα με κάποια εντυπωσιακά emoticons, θα μπορούσαν να απεικονίσουν την συναισθηματική κατάσταση που βρισκόμουν πολλές ώρες μετά. Ίσως και η υπερβολή, στο όριο της ιεροσυλίας (η οποία, ως έννοια κανονικά δεν θα πρέπει να υπάρχει στην μουσική κτλ κτλ κτλ), πως ως εμπειρία πλησίασε πολύ το θαύμα της θερινής συναυλίας των Neurosis. Όμως όσοι βρεθήκατε και στα δύο live, καταλαβαίνετε πως η τελευταία φράση δεν απέχει πολύ από την αλήθεια.
Κείμενο - Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής