Οι Cinematic Orchestra είχαν εξασφαλίσει στο παρελθόν μία τακτική ετήσια ακολουθία (…δύο) εμφανίσεων. Από την προηγούμενη όμως φορά που μας ήρθαν, πέρασε ένα σχετικά μεγάλο διάλειμμα μεταξύ δύο διαδοχικών εμφανίσεών τους: σχεδόν 4 χρόνια, κατά τα οποία μάλιστα δεν κυκλοφόρησαν κάποιο ολοκληρωμένο άλμπουμ καινούριας μουσικής. Έτσι αναμέναμε φέτος μία συναυλία απολογιστική της πορείας τους. Κι όμως, ο Jason Swinscoe και η μουσική ομάδα του μας καλωσόρισαν με ένα καινούριο κομμάτι (Lessons) και δεν ήταν το μόνο μέσα στη βραδιά. Τα νέα κομμάτια εντάχθηκαν άψογα ανάμεσα στα αγαπημένα παλαιότερα, οπότε πιθανώς θα έχουμε να περιμένουμε κάτι αρκετά ενδιαφέρον από την πλευρά τους στο άμεσο μέλλον.
Το Fuzz Club είχε γεμίσει αλλά όχι σε ασφυκτικό σημείο, όπως σε προηγούμενες συναυλίες. Πολύ συχνά η ατμόσφαιρα ενός τέτοιου live μπορεί να ευνοηθεί από ένα venue με θέσεις αποκλειστικά (ή έστω κατά κύριο λόγο) καθημένων, αλλά επειδή στην Ελλάδα υπάρχει η τάση στα seated venues να ακριβαίνει το εισιτήριο, ας μείνουμε προς το παρόν στα ορθίων.
Αν και χρησιμοποιούν κατά κόρον effects, samples και διάφορα ηλεκτρονικά, που δίνουν μία πιο σύγχρονη υφή στις συνθέσεις τους, οι Cinematic Orchestra, στη βάση τους, έχουν τα χαρακτηριστικά μίας jazz μπάντας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστούν. Στο live, όμως, επέδειξαν μία πιο σκληρή, αν θέλετε, πλευρά τους. Κι επειδή, πέρα από την μπάντα, πάντα ο ήχος του χώρου παίζει μεγάλο ρόλο στην μουσική αίσθηση, σε αυτό συνετέλεσε και ο γεμάτος ήχος του Fuzz, σταθερά βελτιωμένος σε σχέση με το παρελθόν (να τα λέμε αυτά) ή έστω αρκετά κατάλληλος για να δημιουργήσει την συγκεκριμένη αίσθηση. Σίγουρα, αν έπαιζαν σε άλλο χώρο, ο ήχος θα ήταν πιο κρυστάλλινος, αλλά και περισσότερο εξευγενισμένος, ώστε να θυμίζει την ηχητική αίσθηση των albums. Τώρα υπήρχε διάχυτη μία (ας μου επιτραπεί το αδόκιμο της έκφρασης) «βρωμιά» που τους ταίριαζε, σαν να παρακολουθούσες σε στιγμές live συγκροτήματα τύπου Robert Glasper Experiment.
Η εισαγωγή του Burnout προκάλεσε και τις πρώτες δυνατές ιαχές ενθουσιασμού στο κοινό. Ένα κοινό που, αν και έμοιαζε κυρίως να παρακολουθεί παθητικά, δεν έχανε επαφή με τα τεκταινόμενα, δεν αδιαφορούσε για ό,τι συνέβαινε στην σκηνή και ήταν εκεί για να επιδοκιμάσει με το ειλικρινές του χειροκρότημα. Βέβαια, την αφορμή και το δικαίωμα τα έδιναν οι οκτώ Cinematics με το παραπάνω. Χωρίς να χρειαστεί να δένουν κόμπο τα όργανά τους – κάτι που μπορούσαν να κάνουν και αποδείκνυαν ο καθένας στα σόλο του τις λίγες φορές που δόθηκε η ευκαιρία – παρουσίασαν ένα άρτιο και σφιχτοδεμένο σύνολο. Τα πλέον χαρακτηριστικά ως προς αυτό δείγματα, τα Man With A Movie Camera και Ode To The Big Sea, στα συνολικά 20 λεπτά των οποίων ξεδιπλώθηκαν οι αρετές του συγκροτήματος ως μονάδες και ως ολότητα. Στα drums ο Luke Flower, o τακτικότερος συνεργάτης του Swinscoe από όσους βρέθηκαν επί σκηνής το Σάββατο κρατούσε σταθερά τον ρυθμό και κάτι παραπάνω: τα μικρά σόλο του ήταν εντυπωσιακά, αλλά άκρως ουσιαστικά. Στο μπάσο ο Sam Vickary, ισάξιος στυλοβάτης και θεμέλιο του live ήχου των Cinematics. Ο πνευστός Tom Chant, εκπληκτικός στο σαξόφωνο και στο κλαρινέτο, σχεδόν έκλεψε την παράσταση, οριακά πίσω από τον κιθαρίστα Larry D. Brown (αλλιώς, Grey Reverend), ο οποίος κέρδισε τις εντυπώσεις με το συναισθηματικό του παίξιμο, αλλα κυρίως την αισθαντική του φωνή – γι’ αυτό άλλωστε ο Swinscoe τον άφηνε σχεδόν μόνο του στην σκηνή σε κομμάτια όπως π.χ. το πασίγνωστο To Build A Home. Όσο αφορά την τραγουδίστρια του σχήματος, ακούγεται περίεργο να σε λένε Heidi και να μην είσαι ψηλή, με πάλλευκο δέρμα και κατάξανθα μαλλιά (για όσους θυμούνται, βέβαια, η τηλεοπτική anime Heidi ήταν μελαχρινή!). Όμως με την Heidi Vogel στο χωροταξικό επίκεντρο της συναυλίας δεν είχαμε τέτοιυς προβληματισμούς, καθώς η jazz ποιότητας φωνή της συνεπήρε τους παρευρισκόμενους.
Όταν πια, μετά από 130 λεπτά περίπου, οι μουσικοί των Cinematic Orchestra αποχώρησαν οριστικά από την σκηνή, ένιωθες πως ήσουν χορτάτος από την μουσική τους και όχι μόνο λόγω διάρκειας. Ανάμεσα στους παράγοντες που μπορούν να ξεχωρίσουν μία καλή συναυλία από άλλες, περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και το αίσθημα πληρότητας που προκαλεί μετά το τέλος της. Αυτό που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι δεν είναι απαραίτητο να συνεχίσεις την έξοδό σου για να πιείς ένα ποτό (αν δεν σε «εξαναγκάσει» η καλή παρέα).
Κείμενο / Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής