Το Plissken εξαρχής παρουσιάστηκε ως το φεστιβάλ που διαφέρει από τα υπόλοιπα, τόσο στη λογική όσο και στο στήσιμο του. Στη διαφορετικότητα του πλέον μπορεί να προστεθεί το γεγονός ότι οι διοργανωτές του αποφάσισαν να κάνουν ένα φεστιβάλ σε χειμερινή περίοδο (γεγονός ασυνήθιστο για τα εγχώρια συναυλιακά δεδομένα). Η ιδιαιτερότητα του επίσης προκύπτει και από τα line ups που επιλέγει, αυτή τη φορά το μουσικό φάσμα κυμαινόταν μεταξύ reggae, rock και ηλεκτρονικής μουσικής.
Son Lux
To φεστιβάλ ξεκίνησε από νωρίς με τον Son Lux (κατά κόσμον Ryan Lott) ο οποίος είχε τον, πάντα δύσκολο, ρόλο να προθερμάνει το κοινό τη στιγμή που η προσέλευση συνεχιζόταν αμείωτη. Ο Son Lux (πλήκτρα και ηλεκτρονικά) είχε επί σκηνής την υποστήριξη ενός drummer και ενός κιθαρίστα, οι οποίοι έδιναν μια πιο rock διάσταση στις ηλεκτρονικές μελωδίες που έμοιαζαν αρκετά διαφοροποιημένες από τις αντίστοιχες δισκογραφημένες εκδοχές τους, ενώ αξιοσημείωτο ήταν το πάθος με το οποίο ερμήνευε τις συνθέσεις του (από τις οποίες ξεχώρισε το Easy). Μετά από 45 λεπτά και αφού πρώτα οι τρεις μουσικοί ευχαρίστησαν θερμά το κοινό (άλλωστε ήταν η δεύτερη εμφάνιση τους στη χώρα μας μέσα σε λίγους καθώς το σχήμα είχε εμφανιστεί και στο καλοκαιρινό Plissken) αποχώρησαν, ενώ ο Son Lux αμέσως μετά έμεινε στο πλάι της σκηνής για να παρακολουθήσει, εμφανώς ενθουσιασμένος, την εμφάνιση του μαθουσάλα της reggae Lee “Scratch” Perry οποίος ήταν ο επόμενος στο line up.
Lee “Scratch” Perry
Όλα φαίνονταν να δουλεύουν ρολόι στον προγραμματισμό των συναυλιών, έτσι ο θρύλος της reggae/dub Lee “Scratch” Perry δεν άργησε πολύ να βγει στην σκηνή του Plissken. Για την ακρίβεια, βέβαια, την αρχή έκαναν οι μουσικοί του, οι οποίοι για 5 περίπου λεπτά προσπάθησαν να βάλουν το κοινό στο κλίμα της dub – εγχείρημα που μάλλον απέτυχε, καθώς το κοινό, στην πλειοψηφία του αμάθητο από αντίστοιχες συναυλίες, δεν μπήκε ποτέ σε γιορτινό mood, ακόμη κι όταν, κοντά στην αρχή του σετ, η Ιερα Οδός γέμισε χρωματιστά χαρτάκια και μπαλόνια για τον εορτασμό των 4 ετών του φεστιβάλ. Μπορεί να έφταιγε και η Rastafarian αγγλική γλώσσα που δεν γινόταν πάντα κατανοητή. Είχαμε την τιμή, λοιπόν – σύμφωνα με τα λόγια του μπασίστα – να υποδεχτούμε τον Lee “Scratch” Perry, ο οποίος ξεκίνησε να τραγουδάει λίγα δευτερόλεπτα πριν βγει στην σκηνή. Η προσοχή του κοινού, τουλάχιστον οπτικά, στράφηκε στο γεμάτο κονκάρδες και τζαμαϊκανά σύμβολα κατακόκκινο κουστούμι του, που ταίριαζε απόλυτα με τα βαμμένα κόκκινα γένια του και το απίστευτο καπέλο με τους καθρέφτες και τα κοσμήματα. Ο Perry περπατούσε πέρα δώθε στην σκηνή τραγουδώντας, πολλές φορές και αυτοσχεδιάζοντας επάνω στο ρυθμό των κομματιών, με φωνή γερασμένη. Έγραψε “One Jah” σε ένα μεγάλο μπαλόνι, πάνω στο οποίο μάλιστα κάθισε για λίγα δευτερόλεπτα, σηματοδοτώντας το πιο ριψοκίνδυνο σημείο ίσως και ολόκληρου του φεστιβάλ. Τεράστια μορφή ομολογουμένως, που ως συναυλιακό act δεν στάθηκε ιδιαίτερα, αλλά ακόμη και κοντά στα 80 του χρόνια φαινόταν ότι απλώς χρειάζεται ένα κοινό που θα βρισκόταν πιο κοντά στη νοοτροπία του.
The Bug feat. Flowdan
Η πολυσυλλεκτικότητα του Plissken επιβεβαιωνόταν σε κάθε ξεχωριστή ζωντανή εμφάνιση, αλλά ο The Bug φρόντισε να κάνει την σύνδεση με τα προηγούμενα, ξεκινώντας το σετ του σε ρυθμούς dub που σκλήραιναν σε dubstep όσο περνούσε η ώρα. Η μοναχική του παρουσία στο κέντρο της σκηνής πίσω από τον εξοπλισμό του δεν τον εμπόδισε να ταρακουνήσει όσους ήρθαν για να τον ακούσουν – και, αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις, ήταν αρκετοί αυτοί. Με την είσοδο πια του Flowdan, ο οποίος πρόσδωσε ανθρώπινη διάσταση στην μηχανική ψυχρότητα της μουσικής ραπάροντας πάνω της και παίρνοντας το ρόλο του frontman, το κοινό μπορούσε να ταυτιστεί περισσότερο με τα τεκταινόμενα. Οι χαμηλές συχνότητες είχαν μεγάλη ένταση και συντόνιζαν τον χώρο, παρακινώντας άπαντες (…περίπου) σε χορό. Στο περιβάλλον ενός φεστιβάλ θα ταίριαζε και ως το χορευτικό κλείσιμο της βραδιάς, όμως η θέση του πριν το τέρας των Swans ήταν μάλλον άχαρη. Μπείτε στη θέση του καλλιτέχνη που όσο παρουσιάζει το υλικό του, πίσω του συμβαίνει ένας οργασμός κινητικότητας από τεχνικούς που προσπαθούν να στήσουν με ακρίβεια τον εξοπλισμό των Swans… από την άλλη βέβαια, αυτό δείχνει και τον επαγγελματισμό της διοργάνωσης και τη διάθεσή της να τηρήσει στο μέτρο του δυνατού το ανακοινωθέν χρονοδιάγραμμα. Η αποθέωση, βέβαια, στο τέλος της εμφάνισης του Kevin Martin ήρθε φυσικότατα, δείχνοντας πως κέρδισε εντυπώσεις και μερικούς επίδοξους fans.
Swans
Το δελτίο τύπου του φεστιβάλ χαρακτήριζε τους Swans ως το καλύτερο συγκρότημα στον κόσμο, κάτι που μπορεί σε κάποιους να φαίνεται υπερβολικό, όμως στην πραγματικότητα δεν απέχει πολύ από την αλήθεια, με το συγκρότημα να φρόντιζει να επιβεβαιώσει στην πράξη τον παραπάνω χαρακτηρισμό. Έχοντας κυκλοφορήσει πριν λίγους μήνες τον καταπληκτικό διπλό δίσκο To Be Kind, το οποίο διαδέχτηκε το, επίσης διπλό, συναρπαστικό The Seer (στην 30χρονη καριέρα τους έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν έλειψαν οι αριστουργηματικές δουλειές) επέστρεψαν στην Ελλάδα περίπου ενάμισι χρόνο μετά από εκείνη τη μνημειώδη εμφάνιση τους στο Fuzz Club.
Η εμφάνιση των Swans ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς αφού ένα πρόβλημα στο μικρόφωνο του Michael Gira τον οδήγησε στο να σταματήσει φανερά εκνευρισμένος το πρώτο τραγούδι, διακόπτοντας απότομα την μυσταγωγία που είχε δημιουργηθεί. Ήταν ήδη μεσάνυχτα όταν αποκαταστάθηκε το πρόβλημα με το μικρόφωνο του Gira και το συγκρότημα ξεκίνησε από εκεί που είχε σταματήσει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, ωστόσο ο Gira συνέχισε να έχει πολλά νεύρα σε όλη τη διάρκεια της εμφάνισης (ως γνωστόν ο Gira δεν είναι και ο πιο εύκολος άνθρωπος αφού έχει τα νεύρα του από περίπου 8 χρονών…). Αφού λοιπόν ζεστάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά οι 6 μουσικοί το τέρας άρχισε να βρυχάται ζορίζοντας τα αυτιά όλων των παρευρισκομένων (οι δύσμοιροι hipsters που ήταν στο χώρο πρέπει να τρομοκρατήθηκαν με αυτό που άκουγαν). Η ένταση έφτασε σε δυσθεώρητα επίπεδα όπως συμβαίνει συνήθως στα live των Swans, οι οποίοι είχαν σύμμαχο τον καλό ήχο (άλλωστε τα καλά ηχοσυστήματα είναι ένα από τα προτερήματα των λεγόμενων «πολιτιστικών κέντρων» όπως η Ιερά Οδός), ο οποίος αναδείκνυε τον πλούτο της μουσικής τους. Οι δυο περίπου ώρες που έμειναν στη σκηνή του γεμάτου venue οι αμερικανοί ήταν συναρπαστικές, κύλησαν σαν νεράκι, με μια αίσθηση απόκοσμου να πλανάται και με τη δέουσα προσήλωση από τη μεριά του κοινού. Η μπάντα για άλλη μια φορά ήταν εντυπωσιακή και οι 6 μουσικοί, στυγνοί εκτελεστές, έπαιζαν στα όρια τους ανέκφραστοι σφυροκοπώντας τα αυτιά των ακροατών.
Ο Michael Gira αυτή η τεράστια μορφή του underground των τελευταίων δεκαετιών απέδειξε για ακόμα μια φορά ότι αποτελεί μια ιδιοφυΐα που δύσκολα συναντάς πλέον στη μουσική βιομηχανία. Αδιαφορώντας παντελώς για κάθε έννοια εμπορικότητας συνεχίζει να βγάζει απρόσιτους διπλούς δίσκους, η διάρκεια των οποίων κυμαίνεται στις δύο ώρες και μάλιστα με ελάχιστες, αλλά μακροσκελείς, συνθέσεις. Το μόνο που δείχνει να τον ενδιαφέρει είναι να υπηρετεί το προσωπικό του όραμα, που συμπυκνώνεται στη αντίληψη του θορύβου ως Τέχνη. Για ακόμα μια φορά υποκλιθήκαμε στο μεγαλείο της μουσικής του.
Simian Mobile Disco
Για να τα λέμε όλα όπως πρέπει, μετά από αυτό το live των Swans νιώθεις τόσο γεμάτος από μουσική που δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο ως συνέχεια της βραδιάς. Συν τοις άλλοις, η ώρα ήταν ήδη περασμένες 2 μετά τα μεσάνυχτα και με την επόμενη ημέρα εργάσιμη τα αποθέματα ανθρώπινης αντοχής ήταν περιορισμένα. Οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι μάλλον ενστερνίζονταν την παραπάνω γνώμη, εξού και η μαζική αποχώρηση από το συναυλιακό χώρο. Οι Simian Mobile Disco έστησαν το δικό τους electro party σε σκοτεινό φόντο για όσους άντεχαν και όσους είχαν την περιέργεια να δουν περί τίνος πρόκειται, καθώς αποτελούν ένα από τα hyped ηλεκτρονικά σχήματα του καιρού μας.
Απολογισμός ή «τηγανίτα»
Όπως γράψαμε και στον πρόλογο αυτού του κειμένου, το Plissken Festival επιθυμεί να περάσει στη συνείδηση του κόσμου ως ένα φεστιβάλ που διαφέρει. Η τοποθέτηση της χειμερινής του έκδοσης σε ημέρα εργάσιμη ενείχε ένα κάποιο ρίσκο, το οποίο κάμφθηκε κυρίως χάρη στην παρουσία των Swans ως ουσιαστικών headliners. Οργανωτικά βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο – από τα δελτία τύπου και την γενικότερη προώθηση ως τη λειτουργία του φεστιβάλ όσο διεξάγεται, όλα φαίνονται να συνεργάζονται σαν γρανάζια καλολαδωμένης μηχανής. Όμως η πολυσυλλεκτικότητα του φεστιβάλ αποτελεί και το μεγάλο του όπλο, προσελκύοντας κοινό που είναι δεκτικό σε διαφορετικά ακούσματα με ενεργά ονόματα που, ακόμη και αν βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία, δίνουν πράγματα στη μουσική. Η λογική τιμή του εισιτηρίου και το σχεδόν εξευτελιστικό early-bird δίνουν ένα ακόμη κίνητρο να εμπιστευτούμε την διοργάνωση και στα επόμενα φεστιβάλ. Άλλωστε οι κολακευτικές αναφορές στα ξένα περιοδικά δημιουργούν αίσθημα ευθύνης στους διοργανωτές, κάτι που φαίνεται σε κάθε Plissken Festival και καλούν για ακόμη περισσότερη εγρήγορση.
Κείμενο: Κωνσταντίνος Αναγνωστόπουλος και Μιχάλης Κουρής
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής