Οι BLML (πρώην Blackmail) είναι μία εντελώς ιδιότυπη περίπτωση. Ο όρος «μη κατατάξιμος» όταν μιλάμε για την μουσική τους αποκτά μία δική του έννοια. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να περιορίσεις αυτό που ο Γιώργος Καρανικόλας και η παρέα του κάνουν με ταμπέλες. Από την πρώτη κιόλας νότα ο ακροατής βρίσκεται να συμμετέχει σε ένα μουσικό ταξίδι, το οποίο εξελίσσεται, μεταλάσσεται συνεχώς, με τον πλέον απρόβλεπτο τρόπο. Η ψυχεδέλεια, το progressive, το πάντα απαραίτητο rock’n’roll, αλλά ακόμη και η folk και τα blues κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς το γκρουπ περνά με την μεγαλύτερη άνεση του κόσμου από τον ηλεκτρικό στον ακουστικό ήχο και από πιο δυνατά σε πιο ατμοσφαιρικά ακούσματα. Αν κάτι όμως χαρακτηρίζει πολλά κομμάτια του δίσκου, αυτό είναι μία κινηματογραφική διάθεση, αλλά και ο ρυθμός, που σφραγίζει ακόμη και τραγούδια που θα μπορούσαν να είναι τυπικά ακουστικά κομμάτια και τίποτα παραπάνω. Και, μιλώντας για τον ρυθμό, στο Panopticon μπορεί κανείς να ακούσει τα πάντα, ξεκινώντας από το πλέον συμβατικό «στήσιμο» ενός rock rhythm section μέχρι το tribal.
Όλα τα παραπάνω γίνονται έντονα εμφανή στο εναρκτήριο Hunger, ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου, που ξεκινά ρυθμικά, ακριβώς στο ύφος των πρώτων ηχογραφήσεων των Porcupine Tree, με την κιθάρα όμως να δημιουργεί μία έναν σκοτεινή, πνιγηρή ατμόσφαιρα στο ύφος των Spacemen 3, μέχρι που μπαίνουν τα πνευστά, απογειώνοντας το κομμάτι. Το τελείωμα, απροσδόκητα βαρύ παραπέμπει σε heavy rock (για να μην πω doom metal), απλώς σε πείθει ότι τα έχεις ήδη ακούσει όλα από το πρώτο κιόλας κομμάτι. Πράγμα που δεν ισχύει, φυσικά. Αρκεί να ακούσει κανείς το αμέσως επόμενο TM Mantra. Και εδώ υπάρχει ένα έντονο κινηματογραφικό στοιχείο, υπάρχουν πάλι πνευστά, όμως υπάρχει και ακουστική κιθάρα, ενώ τα φωνητικά έχουν μία σχεδόν δραματική μελωδία, κάπως στην λογική του Bowie. To Kamikaze 30 πάλι, είναι ένα ψυχεδελικό κομμάτι με πανέμορφα περάσματα στα έγχορδα και εξαιρετικό ρεφραίν, σαφώς από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου, ενώ η φοβερή διασκευή του Magic Doors των Portishead ηχεί σαν κομμάτι των Thin White Rope (και εδώ, γίνεται αντιληπτό ποιο είναι το νόημα του να κάνεις διασκευή και αυτό δεν είναι, φυσικά, να αντιγράψεις κάποια παλαιότερη εκτέλεση ενός κομματιού). Όμως, ο δίσκος έχει και rock’n’roll, το είπαμε ήδη, ιδίως στο όμορφο Βurning Satellite, αλλά στο Small Town Troopers, στο ενάμισυ λεπτό διάρκειας του οποίου, ο Καρανικόλας ηχεί σχεδόν σαν τον Lemmy (ναι, δεν κάνω πλάκα!).
Κουράζει όλο αυτό; Όχι, θα σας έλεγα, διότι απλούστατα αυτό το ανακάτεμα, που επιφανειακά μοιάζει παράταιρο είναι επιτυχημένο, ακριβώς διότι δεν γίνεται εκβιαστικά, δεν είναι αυτοσκοπός. Η όλη ηχογράφηση σου δημιουργεί έντονη την εικόνα ότι μία παρέα καλών μουσικών κάνει κάτι που αγαπά, έχοντας εκ προοιμίου αποφασίσει να το κάνει όσο πιο ελεύθερα γίνεται, χωρίς περιττές δεσμεύσεις. Δύσκολο στην πράξη, αλλά αν δουλέψει η συνταγή, όπως εδώ, τα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά. Και δεν χρειάζεται καν να πω ότι όχι μόνο η κιθάρα του πάντοτε πολύ καλού Καρανικόλα, αλλά το σύνολο είναι άψογο μουσικά.
Δεν νομίζω ότι ο δίσκος αυτός αποκόμισε αρνητικά σχόλια. Υπήρξαν όμως και αυτοί που ξενίστηκαν με την απουσία ενότητας μουσικού ύφους. Όμως, το είπαμε και παραπάνω, τελικά, αυτό είναι και το νόημα στην προκειμένη ειδικά περίπτωση, αλλά, φυσικά και το επίτευγμα. Είναι εύκολο να φτιάξεις ένα ετερόκλητο συνοθύλευμα επιρροών και να τις συμπεριλάβεις, ατάκτως εριμμένες σε μία ηχογράφηση. Και, στις μέρες μας, που η ουσία όλο και περισσότερο υποχωρεί έναντι της εφήμερης, ανούσιας φιγούρας, κάτι τέτοιο μπορείς και να το «πουλήσεις» ωραιότατα ως άποψη (οι Animal Collective έχουν φτιάξει ολόκληρη καριέρα με αυτό, έχοντας συνθέσει όχι πάνω από 2-3 κομμάτια της προκοπής). Οι BLML δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Η πολυμορφία, το πέρασμα μέσα από διαφορετικά μουσικά είδη και ιδιώματα, το απρόσμενο πάντρεμα ήχων και τεχνοτροπιών είναι αποτέλεσμα μία εξελικτικής διαδικασίας. Ο Καρανικόλας (ως ιθύνων νους) είναι ένας άνθρωπος που, αν διαβάσει κανείς τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του ακούει (όχι με την επιφανειακή έννοια, έχει κάνει κτήμα του) πολλά και ετερόκλητα πράγματα, που είναι απολύτως φυσιολογικό να θέλει να εντάξει στις δουλειές του. Θα μπορούσε, θεωρητικώς να έχει σχηματίσει τους Last Drive No 2 και να παίζει παραλλαγές του Heatwave. Και, αν το έκανε με την ψυχή του, θα το έκανε σίγουρα καλά. Αυτός όμως, ένιωσε την δημιουργική παρόρμηση να κάνει κάτι το διαφορετικό με τους Blackmail/BLML. Και, πιστέψτε με, (και) αυτό που ακούμε στο Panopticon, δικαιώνει πλήρως την απόφασή του αυτή. Δεν είναι «μουσική για τις μάζες», για να θυμηθούμε τους Depeche Mode, αλλά τι σημασία έχει; Ο σεβασμός και η αναγνωρισιμότητα που έχει κερδίσει με τους Last Drive όλα αυτά τα χρόνια, του έχουν χαρίσει δικαιολογημένα το προνόμιο να κάνει κάποια πράγματα όπως τα θέλει, χωρίς εκπτώσεις. Η άποψη του γράφοντος είναι ότι πρέπει να συνεχίσει. Σήμερα, πιο πολύ παρά ποτέ, έχουμε ανάγκη καλλιτέχνες που δεν φοβούνται να είναι διαφορετικοί.
7,5/10