“Can’t stop working…it’s bad for the body, but it’s good for the soul”, τραγουδά ο Neil, κλείνοντάς μας πονηρά το μάτι. Πιο εύγλωττα, δε μπορούσε να το πει. Πλέον, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όσο ο Neil Young αναπνέει, θα γράφει και θα κυκλοφορεί δίσκους. Όσο κι αν και νομίζω πως η στάση του αυτή δε θα δυσαρεστήσει πολλούς, δε μπορώ να παραβλέψω ότι ο μέγιστος αυτός Καναδός συνθέτης με άλμπουμ όπως το Peace Trail μοιάζει να δίνει λαβές για κάθε άλλο παρά κολακευτικά σχόλια.
Λέγεται ευρέως ότι πλέον ο Young δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναδιατυπώνει την έμπνευση, που έχει αποτυπώσει στην τεράστια δισκογραφία του. Ακόμα όμως κι αν αυτό είναι αληθινό, η μουσική του πρέπει να κρίνεται αποκλειστικά και μόνο από το αν έχει θέση στο σήμερα. Ξέρετε, είναι λιγάκι εγωιστικό να θέλει κανείς τους μεγάλους μουσικούς του παρελθόντος να στέκονται άπραγοι στο περιθώριο, μπας και «ασελγήσουν» στη χρυσή δημιουργικά εποχή τους. Αληθινά, πιστεύετε ότι μπορεί κανείς να απαιτήσει από κάποιον να πάψει να ασχολείται με τη «δουλειά» του, για οποιονδήποτε λόγο; Πριν κάμποσα χρόνια είχα εκφράσει την άποψη ότι μία καλή για το κοινό και τους δημιουργούς λύση θα μπορούσε να ήταν η αλλαγή του ονόματος της μπάντας, ούτως ώστε να σηματοδοτείται η έναρξη καινούργιας δημιουργικής περιόδου, η οποία δε θα παραπέμπει άμεσα σε εκείνη του παρελθόντος. Τι γίνεται όμως όταν δεν έχουμε να κάνουμε με μπάντα, αλλά με ονοματεπώνυμο; Κι ακόμα περισσότερο, τι γίνεται στην περίπτωσή μας, που η σόλο καριέρα ξεκίνησε το 1970; Λοιπόν, ας μην χανόμαστε σε «υπαρξιακές» αναζητήσεις στο δρόμο για το μουσικό “holy grail”. Ο Young, εδώ και άπειρα χρόνια, δεν έχει ανάγκη να πείσει κανέναν για την αξία του. Έχει διαμορφώσει το στυλ του και τώρα σίγουρα είναι αρκετά αργά για να εξερευνήσει (χωρίς να αυτοδιαπομπευθεί) νέους τρόπους έκφρασης. Από την άλλη, αυτό δε σημαίνει πως έχει περάσει στο μουσικό απυρόβλητο.
Με την 37η κυκλοφορία του ο μυθικός Neil Percival Young διευρύνει κάθε έννοια του όρου «πολυγραφότατος», αφού μόλις τον περασμένο Ιούνιο, πριν καν συμπληρωθεί εξάμηνο, είχε κυκλοφορήσει το Earth. Για σκεφτείτε: στα τελευταία πέντε χρόνια έχει κυκλοφορήσει επτά νέους δίσκους, τρία live αρχείου, δύο βιβλία, έχει δικό του φορητό digital media player, καθώς και υπηρεσία μεταφορτώσεως μουσικών αρχείων! Και ο νέος δίσκος του ακολουθεί την πεπατημένη της εστίασης στα φωνητικά και στους πολιτικοποιημένους στίχους. Το Peace Trail υψώνει το ανάστημά του κυρίως για να στηρίξει τα δικαιώματα των αυτοχθόνων Αμερικανών, που θίγονται από το πέρασμα του αγωγού Dakota Access Pipeline.
Μαζί του παίζουν ο μπασίστας Paul Bushnell και ο βετεράνος με το αξιοζήλευτο βιογραφικό session ντράμερ Jim Keltner. Δυστυχώς όμως, δε μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι ο δίσκος έχει εκτελεστεί γρήγορα (αν όχι, πρόχειρα). Μπορεί αυτό να οφείλεται είτε στο ότι η ηχογράφησή του έγινε στο στούντιο του Rick Rubin μέσα σε τέσσερις ημέρες, είτε στο ότι ο Young ήθελε να δώσει ένα «ακατέργαστο» χαρακτήρα στον ήχο. Ακόμα όμως κι αν αποδεχτούμε τη δεύτερη εκδοχή, θα περιμέναμε τον τελικό ήχο τουλάχιστον πιο ραφιναρισμένο. Άραγε, θα κυκλοφορούσε τέτοιον δίσκο τη δεκαετία του ’70 ή έστω πριν μερικά χρόνια;
Φυσικά, δεν αποσκοπώ να μηδενίσω τα πάντα. Δεν ξέρω αν φαίνεται από αυτό το κείμενο, αλλά μου αρέσει πολύ η γνωστή και εξαιρετική μουσική του Young. Αυτό στην πράξη σημαίνει ότι από το Peace Trail ξεχωρίζω το φερώνυμο τραγούδι. Αν όμως κάποιοι θεωρούν «ξενέρωμα» τα auto-tuned backup vocals, που κάνουν την εμφάνισή τους και σε άλλα τραγούδια, μάλλον δε θα το γλεντήσουν και πολύ. Φαίνεται πως το Trans θέλει να ξαναζήσει! Προσωπικά, δεν ενοχλήθηκα καθόλου. Με το Can’t Stop Working, που ξεκινήσαμε, θυμήθηκα τον επίσης κορυφαίο μουσικό και ανθρωπιστή Gil Scott Heron, ενώ με το Show Me η σοβαρή προσπάθεια της μουσικής του να ενταχθεί στο παρόν, μάλλον ολοκληρώνεται. Τα υπόλοιπα επτά τραγούδια δεν είναι καθόλου αδύναμα, όμως βγαίνουν ανεκμετάλλευτα. Τα Indian Givers, My Pledge και Glass Accident τα ξεχνάς πριν καν τελειώσουν, ενώ στα Terrorist Suicide και John Oaks η αντιρατσιστική θεματολογία υπέρκειται της ίδια της μουσικής. Τραγούδια όπως το Texas Rangers πρέπει χωρίς δεύτερη σκέψη να μένουν στα συρτάρια, ενώ το «πείραμα» του My New Robot, παρά τη φυσαρμόνικα, χάνεται στο vocoder.
Το Peace Trail είναι ένας άνισος δίσκος, στον οποίο η διαμαρτυρία βγάζει την μουσική από το επίκεντρο. Κι αν τελικά η έμπνευση δε μπορεί να νικηθεί από τη βιασύνη, αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να ξεχνιέται το παλιό μότο: «Γρήγορα ναι, πρόχειρα όχι».
6,5/10