Δευτέρα, 23 Μαΐου 2016 21:00

MEMORY LANE: The Smiths - The Queen Is Dead (1986) (Γ. Χριστόπουλος)

Written by 

Κάποιες φορές συμβαίνει μια μπάντα να είναι τόσο καλή, ώστε όλοι να πιστεύουν πως, ακόμη κι αν δεν το έχει κάνει ακόμη, πρόκειται σύντομα να γράψει ένα αριστούργημα που θα ταράξει τα νερά της εποχής του. Αυτή ήταν η γενική αίσθηση κριτικών και μουσικόφιλων στα μέσα του 1985 για τους Smiths, το συγκρότημα που ξεκίνησε τη δισκογραφική του πορεία το 1983 από το Manchester. O Morrissey και ο Johnny Marr κατόρθωσαν μέσα σε λιγότερο από 2 χρόνια να γίνουν η αγαπημένη indie μπάντα στη Βρετανία, ξεπερνώντας τους Echo & The Bunnymen και τους New Order, έχοντας εξασφαλίσει, πέρα από την αφοσίωση του κοινού, την υποστήριξη από τα εναλλακτικά media, ιδιαίτερα από την ΝΜΕ που κάποιοι κακεντρεχείς αποκαλούσαν από τότε New Morrissey Express.

Δεν ήταν αδικαιολόγητη η υστερία που είχαν δημιουργήσει οι Smiths. Το ομώνυμο ντεμπούτο τους, αν και με σοβαρές ατέλειες, περιείχε ψήγματα μουσικής ιδιοφυίας και καθιέρωνε το Morrissey ως έναν ιδιόρρυθμο και χαρισματικό frontman. Ο δεύτερος δίσκος, Meat Is Murder ήταν πολύ καλύτερος. Ο φρέσκος ήχος, απομακρυσμένος από τα post punk στερεότυπα, αναζωογονημένος από rockabilly, glam, ακόμη και funk στοιχεία, έδειχνε πως οι Smiths μπορούσαν όχι μόνο να ξεχωρίσουν, αλλά να δημιουργήσουν δικούς τους δρόμους για την εναλλακτική σκηνή. Τα singles τους επανέφεραν το ρομαντισμό του τρίλεπτου pop κομματιού των 60s και το artwork, επιλεγμένο αποκλειστικά από το Morrissey, «έντυνε» τη μουσική τους με μια σοφιστικέ αισθητική, πολύ διαφορετική από τη νεοπλουτίστικη, πολύχρωμη και ηδονιστική αισθητική των νεορομαντικών συγκροτημάτων της εποχής (Duran Duran, Wham, Culture Club). Επιπλέον, ο Morrissey ήταν ένας spokesman της γενιάς του με απόψεις επί παντός επιστητού, που τις εξέφραζε με έντεχνο τρόπο σε συνεντεύξεις που έχουν μείνει στην ιστορία. Κύριοι στόχοι του η Θάτσερ, η κρεατοφαγία και η βασιλική οικογένεια, χωρίς να διαφεύγουν από τα πυρά του οι μουσικοί της εποχής του. Ο συνδυασμός όλων αυτών ήταν ακαταμάχητος, χρειαζόταν απλώς ένα πραγματικό αριστούργημα για να περάσουν οι Smiths στη βρετανική rock 'n' roll μυθολογία.

Στις αρχές του 1985 οι Smiths βρίσκονται σε περιοδεία σε Βρετανία και Αμερική. Επιστρέφοντας από την αμερικάνικη περιοδεία ο Moz εμφανίζεται στο εξώφυλλο της ΝΜΕ με τίτλο "Fake", κατηγορώντας την αμερικάνικη μουσική βιομηχανία ότι σαμποτάρει το συγκρότημα. Η απογοήτευση αυτή (χαρακτηριστικά ο ηγέτης των Smiths είχε πει πως «παίζαμε μπροστά σε ακροατήρια 15.000 και στα δισκοπωλεία δεν μπορούσες να βρεις ούτε ένα δίσκο μας») μετετράπη σε φρενήρη δημιουργικότητα. Ο Johnny Marr, χαρισματικός κιθαρίστας και συνθέτης, δεν ήθελε να περιοριστεί στις δάφνες του Meat Is Murder, αλλά να φτιάξει έναν δίσκο ανάλογο σε ποιότητα των ηρώων του, των Rolling Stones. Παράλληλα με την περιοδεία, λοιπόν, άρχισε να γράφει κομμάτια. Το πρώτο από αυτά γράφτηκε την άνοιξη του 1985 και ήταν το The Boy With The Thorn In His Side. Περιέχει strings, κάτι ασυνήθιστο για τους Smiths, και οι στίχοι περιγράφουν με σαφήνεια την απόγνωση του Moz για τη μουσική βιομηχανία (and if they don' t believe me now/will they ever believe me). Αποτέλεσε το πρώτο ουσιαστικά single του The Queen Is Dead, αν και το άλμπουμ βγήκε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Την ίδια περίοδο γράφτηκε το Some Girls Are Bigger Than Others και μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1985 είχε γραφτεί η συντριπτική πλειονότητα των κομματιών του άλμπουμ. Τα κομμάτια ηχογραφήθηκαν το χειμώνα του ίδιου έτους στα Jacob Studios και ο αρχικός, working τίτλος ήταν Margaret On The Guillotine (που τελικά κατέληξε ως τίτλος κομματιού στο πρώτο solo άλμπουμ του Morrissey, Viva Hate). To κοινό είχε την ευκαιρία να ακούσει πολλά από τα τραγούδια στις live εμφανίσεις που έκαναν οι Smiths ανάμεσα στα τέλη του 1985 και στις αρχές του επόμενου έτους.

Παρά το γεγονός ότι το υλικό ήταν έτοιμο, η κυκλοφορία καθυστερούσε λόγω προβλημάτων με την εταιρεία Rough Trade. Εν τέλει η μακρά κυοφορία έφτασε στο τέλος της το Μάιο του 1986, όταν αποφασίστηκε να κυκλοφορήσει single-προπομπός για το Queen Is Dead. Κι εκεί όμως υπήρξε διαφωνία με την εταιρεία. Ο Geoff Travis, επικεφαλής της Rough Trade, επέμενε να κυκλοφορήσει ως single το There Is A Light That Never Goes Out, υποσχόμενος πως θα το κάνει top 5 hit. Οι Smiths, όμως, και ιδιαίτερα ο Johnny Marr ήταν αμετάπειστοι στην επιλογή τους που ήταν το Bigmouth Strikes Again. Ο Marr θεωρούσε πως ένα τέτοιο άλμπουμ πρέπει να προαναγγελθεί με ένα εκρηκτικό single, «σαν το Jumpin' Jack Flash των Rolling Stones». Τελικά επικράτησε η άποψη του συγκροτήματος, αν και το Bigmouth, παρά την εμβληματική του εισαγωγή και το χαρακτηριστικό του ρεφρέν, δεν κατάφερε να μπει στο top 20.

Σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στις 16 Ιουνίου του 1986, το σκούρο πράσινο εξώφυλλο με τον Alain Delon εμφανίστηκε στα ράφια των δισκοπωλείων. Ο δίσκος ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν οι κριτικοί και το κοινό από το πιο ελπιδοφόρο indie συγκρότημα της γενιάς του, ένα αριστούργημα που τους καταξίωσε οριστικά ως ένα από τα σημαντικότερα groups στη βρετανική pop & rock ιστορία. Οι δε Morrissey και Marr αναδείχθηκαν ως ένα συνθετικό ντουέτο ανάλογων ικανοτήτων και εμβέλειας με αυτά των Lennon/McCartney και Jagger/Richards. Από την εισαγωγή με το soundbite από το κομμάτι Take Me Back To Dear Old Blighty που τραγούδησε το 1962 η Cicely Courtneidge, το οποίο χρησίμευσε ως εισαγωγή στο καταιγιστικό The Queen Is Dead φάνηκε πως το άλμπουμ είχε την αύρα του κλασικού. Η κοφτερή γλώσσα του Morrissey με καυστικό χιούμορ περιποιείται τη βασίλισσα, τον Κάρολο και την αγγλικανική εκκλησία (I said Charles, don't you ever crave / To appear on the front of the Daily Mail, Dressed in your Mother's bridal veil ?/ Past the Pub who saps your body, And the church who'll snatch your money, The Queen is dead, boys). Στο μπητλικό (μάλιστα στην πρώτη του εκτέλεση υπήρχαν τρομπέτες a la Sgt. Pepper, αλλά αφαιρέθηκαν στην τελική εκδοχή) Frankly, Mr Shankly ο Morrissey επιτίθεται στον επικεφαλής της Rough Trade, Geoff Travis, αποκαλώντας τον "a flatulent pain in the arse" για τις συνεχείς διαμάχες που είχε με το συγκρότημα, καταλήγοντας στο τέλος να του λέει ειρωνικά "Give us money". To συγκλονιστικό I Know It' s Over και το Never Had No One Ever αποτελούν τις πιο σκοτεινές γωνίες του δίσκου και θεματολογικά δένουν με το Cemetry Gates που, ωστόσο, μουσικά είναι πιο ανάλαφρο, χαρακτηριστικό δείγμα της jangle pop του Marr. Στιχουργικά δε, αναφέρεται στις βόλτες που έκανε ο Morrissey με τη Linder Sterling, περσόνα της punk σκηνής του Manchester και τραγουδίστρια των Ludus, στα late 70s σε νεκροταφείο της περιοχής. Ταυτόχρονα παρουσιάζει τον εαυτό του σε μια μάχη βάρδων με αντιπάλους τους Keates και Yates και σύμμαχο τον Oscar Wilde. Ακολουθεί το δίδυμο των singles – το εμβληματικό Bigmouth Strikes Again και το λυρικό αριστούργημα The Boy With The Thorn In His Side και μετά παίρνει σειρά το folkish Vicar In A Tutu, όπου και πάλι ο Morrissey εξαπολύει τα βιτριολικά του βέλη στην εκκλησία και στους λειτουργούς της ("My man, get your vile soul dry-cleaned", λέει ο ήρωας ιερέας του κομματιού σε πιστό). Το τέλος του δίσκου είναι εντυπωσιακό. Το απόλυτο pop κομμάτι There Is A Light That Never Goes Out που περιέχει κάποιους από τους ρομαντικότερους στίχους όλων των εποχών (to die by your side/it' s such a heavenly way to die) είναι, ίσως, το άσμα ασμάτων των Smiths και το ξεκαρδιστικό στιχουργικά Some Girls Are Bigger Than Others δεν υπολείπεται σε μουσική ευαισθησία και λυρισμό, καταλήγοντας με τους στίχους Send me your pillow/the one that you dream on/and I 'll send you mine.

Στη δύσκολη εποχή για τα indie συγκροτήματα, όταν η μουσική τους σπάνια παιζόταν στο ραδιόφωνο, το νούμερο 2 που έφτασε ο δίσκος στην πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του στη Βρετανία (πίσω από το Invisible Touch των Genesis) ήταν σημαντικό επίτευγμα. Όμως η πραγματική επιτυχία του άλμπουμ είναι η απίστευτη αντοχή του στο χρόνο. Η διαχρονική αξία του αποδεικνύεται με τη συμμετοχή του σε όλες σχεδόν τις λίστες με τα καλύτερα που δημοσιεύονται τα τελευταία χρόνια.

30 χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες μέρες από την κυκλοφορία του κορυφαίου δίσκου των Smiths. Το σχεδόν ένα τρίτο του αιώνα που βαραίνει στα αυλάκια του δεν έχει θίξει ούτε κατ' ελάχιστον τη φρεσκάδα, τη δεξιοτεχνία και την απαράμιλλη λυρική του ομορφιά. Επίκαιρα, επίσης, εξακολουθούν να είναι τα στιχουργικά προτάγματα του Morrissey, τόσο τα πολιτικά όσο και τα πιο συναισθηματικά και ανθρώπινα. Χωρίς περαιτέρω σχόλια, πρόκειται για έναν από τους κορυφαίους δίσκους όλων των εποχών που επηρέασε στρατιές καλλιτεχνών και ουσιαστικά εφηύρε ως μουσικό είδος τη σύγχρονη indie pop.

Τhe Queen Is Dead, Long Live The Smiths!

Γιώργος Χριστόπουλος

 

Ο Γιώργος Χριστόπουλος γεννήθηκε πριν από πολλά πολλά χρόνια μια χιονισμένη Κυριακή του Νοέμβρη (ανήμερα της ...Οκτωβριανής Επανάστασης που με το νέο ημερολόγιο έγινε στις 7 Νοεμβρίου) στην πόλη Mönchengladbach, κοντά στα γερμανοολλανδικά σύνορα. Ωστόσο πάντα αναγνώριζε ως ...πατρίδα μια ακόμη βορειότερη ευρωπαϊκή πόλη, το μουντό, βροχερό και αραχνιασμένο Manchester, όπου πέρασε (με αχώριστη σύντροφό του τη ...Boddingtons)  κομμάτι της ανέμελης νιότης του πατώντας τα άγια χώματα που είχαν διαβεί οι Smiths, οι Joy Division και οι New Order, οι Stone Roses και οι Happy Mondays, οι Inspirals και οι Charlatans κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ....

Όταν δεν εργάζεται αόκνως για να σώσει τους συναδέλφους του ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς από τα νύχια των εργοδοτών τους (αλήτης εργατοπατέρας γαρ...), θα τον βρείτε βουλιαγμένο σε ένα καναπέ να μελετά κοινωνιολογικές θεωρίες, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παίζει ατέλειωτες ώρες Football Μanager στο pc. Συνήθως με μια παγωμένη pils ανά χείρας...

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα