Γιατί να το κρύψωμεν, άλλωστε; Το να βάλεις εμένα να μιλήσω για το The Dark Side of the Moon, δεν εχει να κάνει με αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε «αμεροληψία». Ναι, ναι, ακόμα κι αν δεν το παρουσιάζουν ζωντανά οι Pink Floyd, αλλά οι Brit Floyd. Κι αυτό όχι επειδή χάρη στο εμπλουτισμένο λεξιλόγιο που απέκτησα διαβάζοντας δεκάδες φορές τους στίχους του πήρα το First Certificate, αλλά κυρίως διότι το θεωρώ μακράν του τρίτου, ως το δεύτερο καλύτερο άλμπουμ όλων των εποχών, με ισχνότατη διαφορά από το πρώτο, που μπορείτε εύκολα να μάθετε ποιο είναι πατώντας αρχικά το πλήκτρο “end” και στη συνέχεια μια-δυο φορές το πλήκτρο “page up”.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, στις περιπτώσεις που κάποιος αποφασίζει να παίξει καταξιωμένα και λατρεμένα παγκοσμίως τραγούδια, το ρίσκο είναι μεγάλο. Πόσο μάλλον αν αυτά δεν έχουν γραφτεί από τον ίδιο. Η πορεία όμως των Brit Floyd αποτελεί μία από τις λίγες εξαιρέσεις στον άτυπο, πλην όμως αληθινό, αυτόν κανόνα. Για σκεφτείτε το: θέλει πολλή «τρέλα» να παίξεις τραγούδια των Pink Floyd και το κοινό να μη σε αντιμετωπίσει με αγανάκτηση ή, έστω, με οίκτο. Θέλει κότσια, αλλά και ικανότητα. Θέλει σεβασμό στα πρωτότυπα, αλλά και στον ευατό σου. Κι επειδή το YouTube δε μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι το ίδιο αξιόπιστο, όσο η παρακολούθηση μιας ζωντανής συναυλίας, μετά το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, μπορώ να πω ότι οι Brit Floyd διαθέτουν όλα τα παραπάνω προαπαιτούμενα. Κατά συνέπεια, το μόνο που απομένει είναι το εν πολλοίς σχεδόν ανέφικτο, δηλαδή το να πετύχουν το ίδιο συναίσθημα και την ίδια ατμόσφαιρα με τις πρωτότυπες συνθέσεις. Λοιπόν, κι αυτό το κατάφεραν ως ένα αξιοσημείωτο βαθμό και ιδίως στις ψυχεδελικές στιγμές, αλλά και σε εκείνες του The Wall. Φυσικά, ειδικότερα στην περίπτωση του The Dark Side of the Moon δε θα μπορούσαν να αγγίξουν το «απόλυτο», αλλά κι εκεί τα κατάφεραν καλά σε όλα τα τραγούδια του παμμέγιστου αυτού άλμπουμ. Όταν λέω «όλα» το εννοώ μεταφορικά, αφού, παραβλέπω μεν σχετικά εύκολα το ότι δεν έπαιξαν τα On the Run και Any Color you Like, αλλά δε μπορώ να καταπιώ με τίποτα την πίκρα του ότι άφησαν έξω τον πάντα επίκαιρο ύμνο του Us and Them. Κι όμως, τελικά τους συγχωρώ, αφού έπαιξαν ένα άλλο τραγούδι που δεν περίμενα να ακούσω σε μια συναυλία (και δε μιλάω για το άπιαστο πλέον όνειρο του μυθικού Cirrus Minor).
Οι Brit Floyd εξαιρώντας ένα εικοσάλεπτο διάλειμμα, έπαιξαν παρά πέντε λεπτά τρεις ώρες, οι οποίες, από ό,τι φάνηκε, πέρασαν χωρίς να το καταλάβει το πολυάριθμο και διψασμένο για να περάσει καλά κοινό. Η μπάντα επιβεβαίωσε το πρώτο συνθετικό του ονόματός της αρχίζοντας ακριβώς στις 21.30’ με τον καλύτερο δυνατό πρόλογο: το Shine on You Crazy Diamond (parts I-V), βρίσκοντας τα «πατήματά» της μέσω του progressive μεγαλείου του. Καθόλη τη διάρκεια του live προβάλλονταν απόλυτα προσαρμοσμένα στα τραγούδια βίντεο, ενώ συμμετείχε πολύ καλή τριμελής γυναικεία χορωδία, η οποία, λόγω της όλης κινησιολογίας της, μερικές φορές έμοιαζε καταλληλότερη να συνοδεύει τον Marvin Gaye. Ιθύνων νους του συγκροτήματος είναι ο κιθαρίστας και τραγουδιστής Damian Darlington, ενώ οι Ian Cattell (μπάσο, φωνητικά) και Edo Scordo (κιθάρα) έχουν πρωτρύοντες ρόλους. Κατά τη γνώμη μου, ο σαξοφωνίστας της μπάντας ήταν περισσότερο αυτοσχεδιαστικός από όσο έπρεπε, αλλά το κοινό (που ίσως έχει πάντα δίκιο, όπως ο πελάτης) τον εκτίμησε ιδιαίτερα χειροκροτώντας τον θερμά.
Αντί να πάρω τα τραγούδια με τη σειρά που παίχτηκαν, συνεχίζω αναφέροντας εκείνα που ξεσήκωσαν περισσότερο (από ό,τι ο σαξοφωνίστας) το κοινό, με πρώτο στα σημεία το Comfortably Numb, που τραγουδήθηκε από πάρα πολλούς και είχε ευχάριστα τεράστιο σόλο κιθάρα. Το Pigs (Three Different Ones) αληθινά ξεσήκωσε τον κόσμο, όπως και το Have a Cigar, που ακούστηκε ελαφρώς διασκευασμένο, αλλά απόλυτα σεβόμενο το πρωτότυπο. Επίσης, το Money, η καταιγίδα του Run Like Hell, που ήταν το τελευταίο encore στις 00.28’, αλλά και το εξαιρετικό One of These Days, το οποίο έμοιαζε απόλυτα ταιριασμένο στις προσωπικότητες των μουσικών του συγκροτήματος, που έδειχναν να το απολαμβάνουν πραγματικά, όπως κι εμείς. Δε χρειάζεται να πω κάτι ειδικότερα, για να σας μεταφέρω γιατί ο κόσμος εκστασιάστηκε στο άκουσμα του Wish you Were Here, το οποίο τραγουδήθηκε σχεδόν από όλους, αλλά και του υπέρτατου The Great Gig in the Sky, του οποίου τα φωνητικά, ναι μεν ήταν αδύνατο να αγγίξουν τη μία και μοναδική ανατριχίλα εκείνων της Clare Torry (eternal respect, my dear), αλλά βγήκαν αναπάντεχα συγκλονιστικά. Τι παραπάνω μπορεί όμως να πει κανείς για τέτοιες συνθέσεις, που έχουν τη δύναμη να σε πείσουν ότι οι δημιουργοί τους όντως δε φοβούνται αυτό που λένε στους ψιθυριστούς στίχους τους; Μάλλον, τίποτα.
Προσωπικά, εκτός από τα παραπάνω, βρήκα πάρα πολύ καλά εκτελεσμένο το Mother, όπου τα «λόγια» της μητέρας ερμήνευε η τραγουδίστρια με το σκούρο δέρμα και τα λοιπά ο Cattell. Η αγάπη της μπάντας στην ψυχεδέλεια είχε ήδη φανεί από νωρίς με το Arnold Layne του σωτηρίου για την ψυχεδέλεια έτους 1967. Όπως ήταν αναμενόμενο, έπαιξαν το Another Brick in the Wall (part 2), το πολύ αγαπημένο Time, αλλά και το Breathe (όπως και το reprise του). Επίσης ακούστηκαν τα The Final Cut, High Hopes, Sorrow, Take it Back, A Great Day for Freedom, The Dogs of War και Southampton Dock. Η έκπληξη όμως, τουλάχιστον για όσους δεν ενημερώνονταν για τις playlists τους, ήταν εκείνο το τραγούδι που σας έλεγα πως δεν περίμενα να ακούσω, αν και η περιοδεία τους είχε ως κύρια θεματική το The Dark Side of the Moon. Αυτό ήταν το τρομακτικό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) Brain Damage, συνοδευόμενο από το σιαμαίο του Eclipse, που έπαιξαν ως πρώτα encore, για τα οποίο δεν επιθυμώ να πω τίποτα, επειδή φοβάμαι μήπως τα λόγια μου τα αδικήσουν.
Πώς το λέει; “And if the band you're in starts playing different tunes, I'll see you on the dark side of the moon”. Ε, λοιπόν, όχι. Οι Brit Floyd δεν τα έπαιξαν διαφορετικά, αλλά κι εμείς δεν περιμέναμε κάτι τέτοιο για να βρεθούμε εκεί...
Κείμενο: Τάκης Κρεμμυδιώτης
Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής