Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου 2019 07:02

Black Amps tear the Sky: ELECTRIC WIZARD from best to worst

Written by 

Άρχοντες του ερεβώδους doom metal. Θεματοφύλακες της Sabbath-ικής παραμόρφωσης. Αμετανόητοι φετιχιστές της horror αισθητικής των ‘70s. Όποια στάμπα κι αν επιλέξεις να κολλήσεις δίπλα στο όνομα των Electric Wizard ταιριάζει απόλυτα. Ίσως αυτός να είναι τελικά ένας από τους λόγους, για τους οποίους το κουαρτέτο με έδρα το Dorset έχει καταφέρει να συγκεντρώσει τόση λατρεία και συνάμα έχει χτίσει ένα πιστό εκκλησίασμα που φροντίζει να δίνει βροντερό παρών σε κάθε συναυλιακή του τελετουργία. Με αφορμή, λοιπόν, την επικείμενη επίσκεψη τους στο Piraeus 117 Academy, το Soundgaze ξετυλίγει συνοπτικά το κουβάρι της δισκογραφίας τους, ξεκινώντας από τα πιο λαμπρά τους επιτεύγματα που εν πολλοίς σφυρηλάτησαν το μουσικό τους ανάστημα, και καταλήγοντας στα λιγότερο εντυπωσιακά. 

 

Dopethrone (Rise Above Records, 2000)

Το requiem του απόλυτου Χάους. Ή αλλιώς ένα από το πιο heavy άλμπουμ της μεταλλικής ιστορίας. Μπορεί οι αβυσσαλέες, εντελώς διαστροφικές αναθυμιάσεις που απελευθερώνονται από τις πρώτες κιόλας νότες του Vinnum Sabbathi να φιλοδοξούν να παρασύρουν το μυαλό σου σε έναν αραχνιασμένο λαβύρινθο παραισθήσεων, το κοσμικό ταρακούνημα όμως συγκλονιστικών ασμάτων σαν των Funeralopolis και I, the Witchfinder είναι ουσιαστικά εκείνο που παγιδεύει το υποσυνείδητο σε ένα ξεχαρβαλωτικό τριπάρισμα χωρίς επιστροφή. Η ξερή όσο και ακατέργαστη παραγωγή κολακεύει έτσι κι αλλιώς το γιγαντιαίων διαστάσεων μουσικό αποτέλεσμα και βοηθάει σαφώς τον Jus Oborn να χτίσει τον δικό του doom θρόνο μέσα σε ένα θυμιατό από riffs και στίχους που ξερνάνε μανιασμένα μίσος, πίσσα και καταστροφή. Όσο για το ομώνυμο κομμάτι αρκεί και μόνο η περιγραφή που υπάρχει στο αντίστοιχο βίντεο του YouTube: «One of the best songs to listen while worshipping Satan».

 

Come My Fanatics… (Rise Above Records, 1997)

Απαξιώνοντας τις τάσεις της εποχής που έσπρωχναν την heavy μουσική σε πιο extreme μονοπάτια, οι Electric Wizard έθεσαν τον ποιοτικό τους πήχη σε δυσθεώρητα επίπεδα επενδύοντας σε μια φαινομενικά απλή αλλά και εξόχως συντριπτική συνταγή. Κούρδισαν πιο χαμηλά, έβαλαν την Σατανίλα ακόμα πιο βαθειά στο παιχνίδι και άφησαν τα υπόλοιπα να πάρουν τον δρόμο τους. Η διαβολεμένη φόρμα όσο και οι επιδόσεις της ανίερης τριάδας των Oborn, Bagshaw και Greening λειτουργούν ως οδοστρωτήρας που θρυμματίζει βουνά ολόκληρα με τα μεγαλοπρεπή Return Trip, Wizard in Black και Son of Nothing. Στο δε αποχαυνωτικό Doom-Mantia η ψυχεδελική πανδαισία ανοίγει τέτοιες τρύπες στον εγκέφαλο που άνετα χωράει να περάσει από μέσα τους διαστημόπλοιο. Αναμφίβολα ένα δισκογραφικό κόσμημα που αγγίζει μια τελειότητα που μέχρι και σήμερα προσπαθούν ανεπιτυχώς να αντιγράψουν τόσα και τόσα συγκροτήματα της doom/sludge συνομοταξίας.

 

We Live (Rise Above Records, 2004)

Ο τίτλος του άλμπουμ τα λέει όλα. Ουσιαστικά, το We Live σηματοδότησε το άνοιγμα ενός νέου μουσικού κεφαλαίου και συνάμα ένα κερδισμένο στοίχημα για τους βρετανούς doomsters. Με τους Tim Bagshaw και Mark Greening να τραβούν χωριστούς δρόμους, τα recruiting skills του Jus Oborn αποδεικνύονται κάτι παραπάνω από κομβικά. Η μεταγραφή της Liz Buckingham στην κιθάρα σε συνδυασμό με την παρουσία των Justin Greaves (Iron Monkey) και Rob Al-Issa στο rhythm section, απελευθερώνει μια χημεία που αφήνει τις ψυχεδελικές ορέξεις στην άκρη και δίνει σάρκα και οστά σε γνήσιες doom κομματάρες σαν το μαγικό ξόρκι του Eko Eko Azarak, το στοιχειωτικό Flower of Evil και φυσικά το γαργαντουϊκό Another Perfect Day?.

 

Witchcult Today (Rise Above Records, 2007)

Όταν σου τα σκάει από την αρχή ένα κομμάτι σαν το Witchcult Today, ξέρεις ότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να προβάλλεις σθεναρή αντίσταση. Η μπαφιασμένη ατμόσφαιρα, βγαλμένη από τις υγρές ονειρώξεις του Nosferatu, επωμίζεται με πειθήνια το ρόλο του πολιορκητικού κριού που φιλοδοξεί να αλώσει και το τελευταίο (καμένο) εγκεφαλικό κύττερο. Πίσω από τον συγκεκριμένο υπνωτικό μανδύα, βέβαια, κυριαρχούν συνθέσεις που αποτελούν τον κιθαριστικό θρίαμβο του διδύμου Oborn-Buckingham με πιο στεντόρεια παραδείγματα τα υπερλατρεμένα Satanic Rites of Drugula, The Chosen Few και Torquemada '71. Διόλου τυχαίο ότι μέχρι και σήμερα το συγκρότημα αφιερώνει σημαντικό συναυλιακό χρόνο από το set του στο συγκεκριμένο άλμπουμ.

 

Electric Wizard (Rise Above Records, 1995)

Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα την σκοτεινή παράδοση που είχαν αρχίσει να χτίζουν την ίδια εποχή οι Cathedral και πρωτύτερα οι λαμπροί προπάτορες του είδους, το πρώτο άλμπουμ των Electric Wizard ήταν κυριολεκτικά η σπίθα που άναψε το φιτίλι. Το εναρκτήριο Stone Magnet ήταν εξάλλου ενδεικτικό των προθέσεων του συγκροτήματος. Μαυρίλα πιο πηχτή και από την πίσσα της Αβύσσου, riffs μυρωμένα με την Sabbath-ική βαρύτητα και μια ατμόσφαιρα παραγεμισμένη με πράσινο καπνό που προκαλεί εγκεφαλικές διαλείψεις. Από κει και πέρα, άξια μνείας αποτελούν ακόμη τα Devil’s bride, Black Butterfly όσο και το υπερεθιστικό ομώνυμο κομμάτι, τα οποία προλείαναν το έδαφος για την θριαμβευτική έλευση των επόμενων αριστουργηματικών δίσκων.

 

Black Masses (Rise Above Records, 2010)

Βουτηγμένο από την αρχή μέχρι το τέλος του σε ψυχοτροπικά vibes και με την αναλογική ηχογράφηση να καθίσταται πλέον το νέο σήμα-κατατεθέν του συγκροτήματος, το Black Masses θα μπορούσε άνετα να ήταν το soundtrack μερικών εκ των αμέτρητων horror movies που κυριάρχησαν στα ‘70s και τα ‘80s. Το σατανικό υπόβαθρο παραμένει εξίσου ισχυρό και σε αυτό το άλμπουμ, τη διαφορά, ωστόσο, την κάνει το μαστουρωτικό fuzz που προσαρμόζεται σε κάθε αυξομείωση του τέμπο. Όσοι γκρινιάξουν ότι το άλμπουμ παραείναι stoner για τα δεδομένα των Electric Wizard, δεν έχουν παρά να ακούσουν τα Satyr IX, The Nightchild, Patterns of Evil για να πιάσουν το νόημα. Οι υπόλοιποι είμαι σίγουρος ότι θα την καταβρούν με τον εθισμό που επιβάλλουν τα Venus in Furs και Scorpio Curse.

 

Time to Die (Witchfinder Records, 2014)

Η βραχύβια επιστροφή του Mark Greening πίσω από το drumkit αποδείχθηκε αρκετή ώστε μέσα από το Time to Die να αναδειχθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που λατρεύεις και περιμένεις να ακούσεις με ανυπομονησία από τους Electric Wizard. Το χαρακτηριστικό του παίξιμο στα καίρια σημεία του άλμπουμ αφενός μεν προσδίδει κτηνώδη όγκο, αφετέρου δε λειτουργεί ως γέφυρα ανάμεσα στις βαρύγδουπες επιδόσεις του πρώιμου παρελθόντος και την ναρκωμένη αισθητική του Black Masses. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του (αν)έντιμου συμβιβασμού αποτελούν σαφώς τα Funeral of your Mind και I am Nothing, που ανατροφοδοτούν μονίμως ένα ανηλεές τριπάρισμα, πνιγμένο μέσα στο ακατάπαυστο fuzz και την acid παραμόρφωση των φωνητικών του Oborn. Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η κομματάρα του We love the Dead που σε κάθε επιπλέον ακρόαση μοιάζει σαν να έχεις ρουφήξει όλη την κόκα της Αβύσσου και το κορμί σου να βασανίζεται ακόμη από στερητικό σύνδρομο.

 

Let Us Prey (Rise Above Records, 2002)

Το Let Us Prey είχε την, εντός και εκτός εισαγωγικών, ατυχία να διαδεχτεί δυο δίσκους-ορόσημα, όχι μόνο για την πορεία των Electric Wizard αλλά και για το doom metal γενικότερα. Μολονότι δεν χωράει αμφιβολία ότι από πλευράς έντασης, βαρύτητας και γκρουβαρίσματος βρίσκεται δυο σκαλιά πιο κάτω σε σχέσημε τους προκατόχους του, εντούτοις το μεγαλύτερο ατού του παραμένει η στοχευμένη επένδυση στην ατμόσφαιρα με τα δαιμονισμένα Priestess of Mars και Master of Alchemy να κλέβουν τις εντυπώσεις. Αν σε όλα τα παραπάνω προστεθεί και η διάθεση πειραματισμού που γεννάει άσματα ελαφρώς διαφοροποιημένα από τις νόρμες του σχήματος σαν το κλειστοφοβικό Night of the Shape, τότε σαφώς και έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που καταλήγει με θετικό πρόσημο.

 

Wizard Bloody Wizard (Spinefarm Records, 2017)

Αν υπάρχει κάτι που υποβιβάζει το Wizard Bloody Wizard στις κατώτερες θέσεις των προτιμήσεων του γράφοντος, αυτό δεν είναι σίγουρα η ξεκάθαρη επιλογή του βρετανικού συγκροτήματος να γυρίσει σχεδόν ολοκληρωτικά τον διακόπτη προς τη μεριά μιας heavy rock προσέγγισης που αντλεί έμπνευση από την μουσική και κινηματογραφική παράδοση των ‘60s. Το μεγαλύτερο «ατόπημα» εντοπίζεται στην φανερή έλλειψη έμπνευσης από πλευράς riffs. Αν εξαιρέσεις άλλωστε το Wicked Caresses και το See You in Hell, που προσπαθούν μάταια να σώσουν την ήδη χαμένη παρτίδα, τα υπόλοιπα κομμάτια θα μπορούσαν δίχως υπερβολή να είχαν γραφτεί και από δευτεροκλασάτες μπάντες του είδους.

Σε κάθε περίπτωση, το live του Σαββάτου είναι μόνο για τους Τολμηρούς. Για όλους εκείνους δηλαδή που όχι μόνο δεν πρόκειται να λυγίσουν μπροστά στο κρεσέντο βαρύτητας που θα απλωθεί πάνω στην σκηνή αλλά συγχρόνως θα ζητήσουν σαδιστικά και με επιμονή το κάτι παραπάνω, όντας έτοιμοι από καιρό να παραδοθούν αμαχητί για το ντουμανιασμένο φετίχ τους. Το Piraeus 117 Academy φαντάζει ως ο πλέον ιδανικός χώρος για να φιλοξενήσει ένα ακόμη σατανιασμένο όργιο, πνιγμένο στην μαυρίλα και την ένταση των riffs και εμείς ήδη τρίβουμε τα χέρια μας από χαρά και ανυπομονησία.

Επιμέλεια αφιερώματος: Παναγιώτης Δέλτας

Νέα Δίσκοι      Συναυλίες Συνεντεύξεις Στήλες Archive    Rookie's corner   Artist Index
 Επικαιρότητα   Κριτικές Συναυλιών Text Interviews Music Scouting      
 Ενημερώσεις   Προτάσεις για συναυλίες   Memory Lane      
        Local Jams
     
        Record Shuffle      
        Άρθρα