Σε κάτι τέτοιες βραδιές έννοιες σαν κι αυτές της κατάνυξης και της εγκράτειας πάνε κυριολεκτικά περίπατο. Όσοι, άλλωστε, είχαν την τύχη (ή την ευλογία αν προτιμάτε) να παρευρεθούν και κυρίως να φύγουν εγκεφαλικά ισοπεδωμένοι από την ιστορική συναυλία που είχαν δώσει οι Ufomammut πριν από τέσσερα χρόνια στο An Club, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσουν την ευκαιρία να τους ξαναδούν να ψέλνουν επί σκηνής το δικό τους εκκωφαντικό τροπάριο. Εκτός λοιπόν από Μεγάλη, η Τρίτη αποδείχθηκε και εξυψωτική από όλες τις απόψεις.
Και ενώ η ώρα είχε αρχίσει να ξεπερνά τις 9, το αθηναϊκό τρίο των Mock the Mankind ανέβηκε στην σκηνή του μισοάδειου Fuzz για να κηρύξει την έναρξη της βραδιάς ως το μοναδικό support σχήμα. Με ένα λιτό, σχεδόν θεατρικό στήσιμο και με μια χειρουργική προσήλωση να συνοδεύει την παραμικρή τους κίνηση, κατάφεραν να βγάλουν μια κρυστάλλινη στιβαρότητα όσο και μια ερεβώδη ένταση που ισορροπούσε τέλεια ανάμεσα στο doom και το post metal και ήταν συγχρόνως συναισθηματικά εναρμονισμένη με το μπουρινιασμένο clip που έπαιζε στο background καθ’ όλη την διάρκεια του 40λεπτου set τους. Τίμησαν βεβαίως το πανέμορφο ντεμπούτο τους, “Ruination”, παίζοντας τα Pandemic και A Great Depression, ωστόσο, μας παρουσίασαν και αρκετό υλικό από το δεύτερο τους άλμπουμ, το οποίο βρίσκεται ήδη στο στάδιο της ολοκλήρωσης και το οποίο, με βάση όσα ακούσαμε, είναι σαφώς ένα κλικ πιο κοντά στο βαρύγδουπο doom της σχολής των Cough και Bongripper, με ορισμένα ελαφρώς πιο groovy περάσματα αλλά και ενδιαφέρουσες μελωδικές παρεμβολές. Σε κάθε περίπτωση, εισέπραξαν απόλυτα δίκαια το θερμό χειροκρότημα ενώ είμαι απόλυτα σίγουρος πως έκαναν και καινούργιους οπαδούς που θα τους συνοδεύσουν στις επόμενες εμφανίσεις τους.
Οι καταπράσινοι ενισχυτές συν τον λαβύρινθο από effect/trigger pedals που δέσποζαν και στις δύο πλευρές της σκηνής ήταν ένα σαφέστατο προμήνυμα για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Μπορεί, εν τέλει, το Fuzz να μην κατάφερε να γεμίσει παρά μόνο κατά το ήμισυ, ωστόσο το κλίμα λίγο πριν τις 10 ήταν αρκετά θερμό για τo δεύτερο καλωσόρισμα στους Ufomammut επί ελληνικού εδάφους. Το βάρος αναμενόμενα έπεσε από την αρχή στα κομμάτια του περσινού 8, με τα Babel και Warsheep να ορθώνουν ένα γιγάντιο ηχητικό τείχος πάνω στο οποίο συμπιέζονταν αργά και σχεδόν σαδιστικά τα τύμπανα και οι αυχενικοί σπόνδυλοι όσων με περίσσιο θάρρος είχαν παραταχτεί μπροστά από τα κάγκελα της σκηνής. Βέβαια, η επωδός του 8 διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι και το τέλος του «κανονικού» set της ιταλικής μπάντας, με το ψυχοτροπικό Fatum μαζί με τα ταχυδύναμα Prismaze και Psyrcle, όχι μόνο να αποδίδονται στην εντέλεια αλλά και προσλαμβάνουν πιο χαοτικές διαστάσεις από τις στουντιακές εκτελέσεις τους, ένεκα της σαρωτικής βαρύτητας που εκλυόταν κάθε φορά που οι ταχύτητες και η αδρεναλίνη χτυπούσαν κόκκινο. Εκείνο που κατέστη φανερό όμως ήταν ότι πέρα από το ατομικό τους ταλέντο, η χημεία ανάμεσα και στα τρία μέλη των Ufomammut παραμένει σε τέτοια χαμαιλεοντικά επίπεδα που τους επιτρέπει να φέρνουν σε πέρας τα απαιτητικά σημεία της μουσικής τους δίχως να έχουν ανάγκη την χρήση προηχογραφημένων στοιχείων ή το επιδειξιομανές παραμπούκωμα στο feedback.
Πάνω που ο απαιτητικός και μονίμως ιδιότροπος σβέρκος του γράφοντος είχε φτάσει στο σημείο να πιστέψει ότι θα την έβγαζε καθαρή σχεδόν στα μουλωχτά, τα δύο απανωτά encore που ακολούθησαν, έβαλαν κυριολεκτικά τα πράγματα στην θέση τους. Ναι, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι τα κομμάτια του 8 είχαν την δική τους δυναμική και προσωπικότητα, κανένα από αυτά όμως δεν ήταν ικανό να συγκριθεί με το ξέσπασμα που τροφοδότησε το Hellcore, όπου μέσα από την συνδυαστική δράση των οργωματικών μπασογραμμών του Urlo και των βαρύγδουπων κυμβαλικών χτυπημάτων του υπερτίμιου Vita, εδραιώθηκε εντελώς ετσιθελικά ένας ρυθμικός κυκλώνας που πρόσφερε ένα ανηλεές μαστίγωμα στα εγκεφαλικά κύτταρα των παρευρισκομένων. Ο πολυπόθητος συγχρωτισμός με το Άπειρο επετεύχθη αυτομάτως με το σκάσιμο του κοσμικών διαστάσεων έπους του Oroborus. Ήταν πραγματικά τόσο τεράστιο το μέγεθος του τηλεπαθητικού κύματος που έκανε την κάθε ανάσα και την παραμικρή αίσθηση να γίνει ακούσια δέσμια μιας συνουσίας που λάμβανε χώρα έξω από τα στενά πλαίσια του χωροχρόνου και της τρισδιάστατης πραγματικότητας. Φυσικά, η εκτόξευση πέρα από τα όρια της στρατόσφαιρας συνεχίστηκε και στο Mars με την οσμή της διαστημικής τέφρας να σφιχταγκαλιάζει ακόμα πιο έντονα κάθε πιθανή και απίθανη σπιθαμή του Fuzz, ενώ έπειτα από λαϊκή απαίτηση το φινάλε της βραδιάς έγραψε το πολυαγαπημένο God ως τo δεύτερο encore, με τον ευρισκόμενο σε διονυσιακό παροξυσμό Poia να ασελγεί σχεδόν επιδεικτικά πάνω στις χορδές της λευκής Flying-V του ξεσηκώνοντας το ύστατο ντελίριο ενθουσιασμού.
Αλίμονο αν δεν βιώναμε μια άκρως χορταστική βραδιά. Ορισμένες επιλογές στο setlist συν την όχι και τόσο μαζική ανταπόκριση από πλευράς προσέλευσης κοινού, μας στέρησαν ομολογουμένως την ευκαιρία να γίνουμε μάρτυρες μιας εμπειρίας ανάλογα υπερβατικής και ηδονικής με την αντίστοιχη του 2014, παρόλα αυτά τολμώ να πω ότι σχεδόν κανείς δεν έφυγε παραπονεμένος από το Fuzz. Άλλωστε, το μεγάλο μέγεθος του χώρου και ο γεμάτος ήχος, δίχως υπερβολικά σκαλώματα και σκαμπανεβάσματα, έκαναν σαφώς πιο πλουραλιστική την συνολική αίσθηση, συμβάλλοντας έτσι ώστε οι Ufomammut να υποστηρίξουν μια ακόμη άρτια εμφάνιση. Αν λάβουμε υπόψη και το πόσο χαμογελαστοί και ευγνώμονες παρουσιάστηκαν στο τέλος της βραδιάς, λογικά δεν θα αργήσει η στιγμή που θα τους απολαύσουμε ξανά από κοντά.
Κείμενο: Παναγιώτης Δέλτας/ Φωτογραφίες: Μιχάλης Κουρής